Στα τέλη Μαΐου του 1922, ο πολύ δραστήριος Μητροπολίτης Πάφου Ιάκωβος (1910-1929) επισκεπτόταν τη Σμύρνη και επέδιδε στο Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο (1910-1922), το μετέπειτα Εθνομάρτυρα, και στον αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα (1859-1935) επιστολές του Εθνικού Συμβουλίου και της Εκκλησίας της Κύπρου, με τις οποίες οι Έλληνες της Κύπρου χαιρετούσαν τις νίκες του Ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και εύχονταν η Ιωνία να ανακτήσει την Ελληνικότητά της. Ο ικανότατος αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας τις μέρες εκείνες είχε
αντικατασταθεί από το Γεώργιο Χατζηανέστη. Ο Μητροπολίτης Πάφου, ως αποσταλμένος του Εθνικού Συμβουλίου και της Εκκλησίας της Κύπρου, εξέφρασε το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη όλων των Ελλήνων για όσα ο αρχιστράτηγος είχε επιτελέσει στο μέτωπο. Δε έκρυψε, επίσης, τη βαθιά λύπη του για την αποχώρησή του από το στράτευμα. Στη διάρκεια της παραμονής του στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, ύστερα από παράκληση του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, ο Μητροπολίτης Ιάκωβος τέλεσε, στις 29 Μαΐου, μέρα σημαδιακή για τις παλινορθωτικές προσδοκίες της Μεγάλης Ιδέας, τη θεία λειτουργία στον καθεδρικό ναό της Αγίας Φωτεινής. Στην ομιλία του, ανάμεσα στα άλλα, τόνισε την αλληλεγγύη του κυπριακού Ελληνισμού στον αγώνα της Ιωνίας, και εξέφρασε την πεποίθηση ότι μετά την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών της Μικράς Ασίας, θα ακολουθήσει και η λαμπρή εκείνη μέρα κατά την οποία θα κυματίσει η κυανόλευκη στις επάλξεις των κυπριακών ακτών. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα της Σμύρνης Θάρρος, την τελευταία μέρα του Μαΐου του καταστροφικού για τον Ελληνισμό έτους 1922, ο ικανότατος Μητροπολίτης Πάφου τόνισε πως ο αιώνιος πόθος των Κυπρίων ήταν «η ωραία νήσος να αποτελέσει μέρος αναπόσπαστον της Μεγάλης Πατρίδος μας». Η αισιοδοξία του κύπριου ιεράρχη προερχόταν, κυρίως, από τις ως τότε νίκες του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, από το γεγονός ότι ο τότε Πρωθυπουργός της Βρετανίας Λόιντ Τζιορτζ άφηνε μια χαραμάδα ελπίδας και η αγγλική κυβέρνηση αναγνώριζε, για πρώτη φορά, τους «μη μωαμεθανούς κατοίκους της Κύπρου», ως «Έλληνες της Κύπρου», παρόλο που δεν τους επέτρεπε να συμμετέχουν, ως εθελοντές, στον ελληνικό στρατό, στο μικρασιατικό μέτωπο. Τελικά η Συμφορά ήρθε, με το χειρότερο τρόπο να γκρεμίσει τα ονείρων των Ελλήνων. Η Κύπρος, μαζί με ολόκληρο τον Ελληνισμό, παρακολούθησε το άδοξο τέλος της εκστρατείας, θρήνησε, στο σκληρό Αύγουστο του 1922, τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και με ανέκφραστη ψυχική οδύνη παρακολούθησε την απώλεια της Μικράς Ασίας. Έζησε μια συμφορά που όμοιά της δεν υπάρχει στην ελληνική ιστορία. Ο Ελληνισμός της Κύπρου, με επικεφαλής την Εκκλησία, πρόσφερε γενναιόδωρα υλική και κάθε βοήθεια στους πρόσφυγες που κατέφθαναν στο νησί, παρά τα εμπόδια που παρενέβαλλε η αποικιακή κυβέρνηση.
Ενενήντα χρόνια μετά την εθνική συμφορά, η πληγή της πυρπολημένης, λεηλατημένης και ατιμασμένης από τα τουρκικά στρατεύματα του Κεμάλ Ατατούρκ Σμύρνης, παραμένει ανοιχτή. Η λογοτεχνία, που εκφράζει με τον πιο όμορφο και αληθινό τρόπο τις συγκινήσεις του ελληνικού λαού, δε σταματά να καταγράφει, ακόμη και σήμερα, την ψυχική οδύνη του Ελληνισμού, που δε λέει να κοπάσει. Και η ιστορία σημειώνει πως η εισβολή των τούρκικων στρατευμάτων στην Κύπρο, πενήντα δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική Συμφορά, αποτελεί τη συνέχεια των οθωμανικών επεκτατικών βλέψεων, οι οποίες παίρνουν σάρκα και οστά με τις ευλογίες των δυνάμεων εκείνων που ηγούνται του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου, ο οποίος ανέλαβε να φέρει τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία στην ταραγμένη εποχή μας.