Οι άγιοι μάρτυρες του μοναστηριού Κβακπτακέβι (Μνήμη 10 Απριλίου)
21 Αυγούστου 2012
Τον δέκατο τέταρτο αιώνα όταν βασιλιάς ήταν ο Μπαγκράτ ο Πέμπτος (1360-1394), ο Ταμερλάνος εισέβαλε στη Γεωργία επτά φορές. Οι ορδές του κατέστρεψαν τη χώρα, λεηλάτησαν θησαυρούς πολλών αιώνων και ισοπέδωσαν εκκλησίες και μοναστήρια.Οι εισβολείς κατέστρεψαν το Κάρτλι και συνέλαβαν το βασιλιά, τη βασίλισσα και ολόκληρη τη βασιλική αυλή εξορίζοντας τους στο Καραμπάχ, στο σημερινό Αζερπαϊζάν. Αργότερα ο Ταμερλάνος προσπάθησε να πείσει το βασιλιά να αρνηθεί την Ορθόδοξη πίστη με αντάλλαγμα την επιστροφή του στο θρόνο και την απελευθέρωση των υπολοίπων Γεωργιανών.
Για αρκετό καιρό ο Ταμερλάνος δεν μπορούσε να μεταπείσει τον Μπαγκράτ ωστόσο στο τέλος επειδή ήταν απομονωμένος από τους δικούς του και αδύναμος, ο βασιλιάς άρχισε να κλονίζεται. Επινόησε ωστόσο, ένα πονηρό σχέδιο: Να ασπαστεί τον ισλαμισμό ενώπιον του εχθρού αλλά στο βάθος της καρδίας του να παραμείνει χριστιανός. Ο Ταμερλάνος αφού πείστηκε για την ‘μεταστροφή’ του βασιλιά στον Ισλαμισμό του επέτρεψε την επιστροφή του στο Κάρτλι. Κατόπιν μάλιστα της εισήγησης του Μπαγρκάτ, ο Ταμερλάνος δέχτηκε να συνοδέψουν το βασιλιά δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες για να επιβάλουν δια της βίας τον ισλαμισμό στην υπόλοιπη χώρα.
Όταν πλησίαζαν στο χωριό Κχουνάνι στην νοτιανατολική Γεωργία, ο Μπαγκράτ έστειλε μυστικό μήνυμα στο γιό του Γεώργιο εξιστορώντας του όλα όσα είχαν συμβεί και του ζήτησε να επιτεθεί με το στρατό του εναντίων των εισβολέων.
Η είδηση για την προδοσία του βασιλιά εξόργισε τον Ταμερλάνο που υποσχέθηκε να πάρει εκδίκηση. Ακολουθώντας τις διαταγές του, ο στρατός του κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά του, πυρπολώντας πόλεις και χωριά, καταστρέφοντας εκκλησίες μέχρι και το μοναστήρι Κβακπτακέβι.
Μοναχοί και λαϊκοί είχαν συγκεντρωθεί στο μοναστήρι για προστασία όταν ο στρατός εισέβαλε με μανία. Αφού έσπασαν την εξωτερική θύρα, οι εισβολείς λεηλάτησαν το μοναστήρι και άρπαξαν όλους τους θησαυρούς του. Συνέλαβαν αιχμαλώτους τους νέους και τους γεροδεμένους ενώ τους γηραιότερους και τους ασθενείς τους κατάσφαξαν. Τους δε κληρικούς και μοναχούς για να τους ταπεινώσουν τους έδεσαν με σχοινιά και τους συγκέντρωσαν στην πλατεία, όπου χόρευαν γύρω τους χλευάζοντας τους. Μεθυσμένοι από το αίμα που έχυσαν, οι βάρβαροι έδωσαν εντολή στους επιζώντες είτε να αρνηθούν το Χριστό και να ζήσουν είτε να καούν ζωντανοί μέσα στην εκκλησία.
Αντιμέτωποι με αυτό το δίλημμα οι Χριστιανοί δεν δίστασαν αλλά φώναζαν: «Κάψε μας. Στην Βασιλεία των ουρανών οι ψυχές μας θα λάμπουν λαμπρότερες και από τον ήλιο!». Ωστόσο σαν ένδειξη ταπεινοφροσύνης οι μάρτυρες ζήτησαν να μη γίνουν θέαμα στο μαρτύριο τους. « Το μόνο που σας ζητούμε είναι να μην διαπράξετε αυτήν την αμαρτία μπροστά στους ανθρώπους και τους αγγέλους. Ο Κύριος μόνο ας γνωρίζει την ειλικρίνειά μας και μας αναπαύει στις δίκαιες δοκιμασίες μας!»
Όταν οδηγήθηκαν σαν τα ζώα στην εκκλησία, οι μάρτυρες ανέπεμψαν την τελευταία τους δέηση στο Θεό: «εγώ δε εν τώ πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκόν σου προσκυνήσω προς ναόν άγιόν σου εν φόβω σου κύριε οδήγησόν με εν τη δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου κατεύθυνον ενώπιόν μου την οδόν σου» (Ψαλμός 5, 7-9) ώστε με καθαρή καρδία να πορευθώ ενώπιόν Σου.
Οι εκτελεστές μάζευαν όλο και περισσότερα ξύλα μέχρι που οι φλόγες ανέβηκαν στον ουρανό και ο θόρυβος από τα καμένα ξύλα αντηχούσε στα γύρω βουνά. Οι μάρτυρες περικυκλωμένοι από τη φωτιά έψαλλαν ψαλμούς του Δαυίδ μέχρι να παραδώσουν τις ψυχές τους στα χέρια του Κυρίου.
Η σφαγή στο Κβακπτακέβι πραγματοποιήθηκε το 1386. Τα σημάδια από τα καμένα κορμιά των μαρτύρων βρίσκονται ακόμα στο δάπεδο της εκκλησίας και φαίνονται μέχρι σήμερα.Υπερασπιστές των καλών έργων και προστρέχοντες εις βοήθεια των επικαλουμένων σοι, Άγιοι μάρτυρες του μοναστηριού Κβακπτακέβι πρεσβεύσατε στο Κύριο Ιησού να σώσει τις ψυχές ημών.