παπα-Φώτης Λαυριώτης ο δια Χριστόν σαλός: “Απόσπασμα από συνέντευξη”
20 Αυγούστου 2012
Ο παπα-Φώτης Λαυριώτης αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια εξέχουσα και ιδιάζουσα προσωπικότητα, όχι μόνον για το νησί του, την Λέσβο, άλλα και για όλον τον θρησκευτικό Ορθόδοξο και μη κόσμο. Εάν η νήσος Λέσβος καυχάται για το πρόσωπο του ζωγράφου Θεόφιλου καθώς και για το έργο του, τώρα με τον παπα-Φώτη θα πρέπει να αισθάνεται ακόμη πιο περήφανη, γιατί στη γη της ανδρώθηκε, διηκόνησε, ευλόγησε, αγίασε, διέπρεψε και τάφηκε ο πολύς, αείμνηστος πλέον, παπα-Φώτης.
Ο παπα-Φώτης υπήρξε ένας ταπεινός παραδοσιακός παπάς, μάλλον καλόγηρος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Έζησε έναν ολόκληρο αιώνα. Από μικρός αφιερώθηκε στη διακονία της Εκκλησίας. Ξεκίνησε από το νησί του τη Λέσβο, έφθασε και ασκήτευσε στο Αγιώνυμον Όρος όπου έγινε μοναχός, διάκονος και πρεσβύτερος. Επέστρεψε στην Λέσβο και εφημέρευσε, επί μισόν περίπου αιώνα, στο αγαπημένο του χωριό τον Τρίγωνα Πλωμαρίου.
Υπήρξε άνθρωπος φιλήσυχος για τους πιστούς συνανθρώπους του, όμως αγρίευε όταν κάποιοι νεωτερίζοντες, κληρικοί και λαϊκοί, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν ή μάλλον να αλώσουν την Ορθόδοξη Παράδοση. Ήταν ο τελευταίος «κόλλυβας» της σειράς των μεγάλων κολλυβάδων Πατέρων, όπως της σειράς του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου και άλλων.
Ήταν πρόσωπο που σε πολλούς προκαλούσε την αποστροφή, λόγω του κοντού αναστήματος του, άλλα και του ατημέλητου της ενδύσεως του. Οι τρόποι του θα χαρακτηρίζονταν άκρως καλογερικοί. Δεν ήθελε τερτίπια και διπλωματίες κατά την επικοινωνία. Πιστός τηρητής των Παραδόσεων, ιδιαιτέρως των νηστειών και των προσευχών, των τυπικών διατάξεων και της ευταξίας της λατρείας, αντιστεκόταν όχι με ευγένειες και υποχωρήσεις, άλλα με δυναμικές επεμβάσεις και πολλές φορές με σκληρές εκφράσεις, ακόμη και χειρονομίες.
Την πίστη του δεν την αντάλλασσε με όλα τα καλά του κόσμου. Δεν συσχηματιζόταν με τα του κόσμου τούτου, δεν φοβόταν, ούτε σκιαζόταν τους πολιτικούς και τους άρχοντες, δεν είχε άλλη συμπεριφορά για τους μεν και άλλη για τους δε. Ήταν πηγαίος εκφραστής της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Ποτέ του δεν το έβαζε κάτω για κάτι πού ήθελε να πετύχει. Οργιζόταν όταν έβλεπε κληρικούς να μην τιμούν το ράσο τους. Κάποιες φορές ήλεγχε τους συναδέλφους του κληρικούς με λόγια σκληρά. Κι όμως εκείνη η φαινομενική καλογερική σκληρότητα δεν είχε μέσα της κακία. Όλους τους αγαπούσε, την αμαρτία των πολλών μάλλον μισούσε. Στηλίτευε άγρια, όπως έκαναν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Επιτιμούσε και ταυτόχρονα αγαπούσε. Μάλωνε και φώναζε και συγχρόνως συγχωρούσε. Εάν έβλεπε αμετανοησία και δαιμονικό πείσμα αποχωρούσε κι έφευγε μακρυά. Δεν του άρεσαν οι τυπικότητες στα μοναστήρια. Ήθελε μοναχούς και μοναχές να ζουν μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητα και αρχοντιά. Έκανε πολλά πράγματα τραβηγμένα για τον καθωσπρεπισμό, τρόπο καλής ωστόσο δυτικής συμπεριφοράς.