Το όνειρο της Μαρίας
30 Ιουλίου 2012
Σολωµός Διονύσιος
Το όνειρο, το οποίο η Μαρία διηγείται του Λάμπρου, προεικόνιζε, ως μας διδάσκει μία σημείωση του Ποιητή, την καταστροφή του ποιήματος· έμελλεν αυτή και η θυγατέρα της να τελειώσουν καταποντισμένες.
Μου φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω
Στην ερμιά του πελάγου εις τ’ όνειρό μου·
Με το κύμα, με τς ανέμους παλεύω
Μοναχή, και δεν είσαι εις το πλευρό μου·
Δε βλέπω με το μάτι όσο γυρεύω
Πάρεξ τον ουρανό στον κίνδυνό μου·
Τονέ τηράω, βόηθα, του λέω, δεν έχω
Πανί, τιμόνι, και το πέλαο τρέχω.
Κι’ ο,τι τέτοια του λέω, μέσα με θάρρος
Να σου τα τρία τ’ αρσενικά πετιούνται·
Του καραβιού τα ξύλα από το βάρος
Τρίζουν τόσο που φαίνεται και σκιούνται·
Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος,
Και στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται,
Κι’ αφού έχουν τα κρυφά λόγια ’πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.
M’ ένα πικρό χαμόγελο στο στόμα
Έρχεται η κόρη εκεί και με σιμώνει·
Της τυλίζει ένα σάβανο το σώμα,
Που στον αέρα ολόασπρο φουσκώνει·
Αλλά πλια χλωμιασμένο είναι το χρώμα
Του χεριού που ομπροστά μου αντισηκώνει,
Και της τρέμει, όπως τρέμει το καλάμι,
Δείχνοντας το σταυρό στην απαλάμη.
Και βλέπω απ’ το σταυρό και βγαίνει αίμα
Μαύρο μαύρο, και τρέχει ωσάν τη βρύση·
Μου δείχνει η κόρη ανήσυχο το βλέμμα,
Τάχα πως δεν μπορεί να με βοηθήση.
Όσο εκειά τα κουπιά σχίζουν το ρέμα,
Τόσο το κάνουν γύρω μου ν’ αυξήση·
Συχνοφέγγει αστραπή, σχίζει το σκότος,
Και της βροντής πολυβουΐζει ο κρότος.
Και τα κύματα πότε μας πηδίζουν,
Που στα νέφη σου φαίνεται πως νάσαι,
Και πότε τόσο ανέλπιστα βυθίζουν,
Που μην ανοίξη η κόλαση φοβάσαι·
Οι κουπηλάτες κατά με γυρίζουν,
Βλασφημούν, και μου λένε: Ανάθεμά σε.
Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Και το καράβι σύψυχο βουλιάει.
Με χέρια και με πόδια ενώ σ’ εκείνη
Την τρικυμιά, που μ’ άνοιξε το μνήμα,
Τινάζομαι με βία, και δε μ’ αφήνει
Να βγάλω το κεφάλι από το κύμα,
Βρίσκομαι η έρμη ανάποδα στην κλίνη,
Που άλλες φορές τη ζέσταινε το κρίμα,
Και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως
Το στεφάνι που μόταξες ο τοίχος.