Θαύματα Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού
14 Ιουλίου 2012
Ο πατήρ Ευμένιος έλεγε ότι, κάποιο βράδυ, αφού ετοίμασε τον πατέρα Νικηφόρο και τον έβαλε να κοιμηθή, πήγε κι αυτός στο κελλάκι του να αναπαυθή. Δεν τον έπαιρνε, όμως, ο ύπνος. Είχε μια έντονη ανησυχία, μήπως κάτι δεν έκανε καλά, μήπως δεν έκλεισε καλά τη σόμπα. Αυτά και άλλα πολλά περνούσαν άπ’ τον λογισμό του. Σηκώνεται, λοιπόν, και πηγαίνει στο κελλάκι του Παππούλη. Για να μη τον ενοχλήση, αν τον είχε πάρει ο ύπνος, θεώρησε καλό να μη κτυπήση την πόρτα, ούτε να πή το “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον ημάς” και να περιμένη την απάντηση από μέσα του “Αμήν”, όπως γίνεται μεταξύ μοναχών. Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα και, τι να δή; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να αιωρήται ως ένα μέτρο από το έδαφος με τα χέρια υψωμένα και να προσεύχεται. Το πρόσωπό του έλαμπε υπέρ τον ήλιο. Μόλις αντίκρυσε αυτό το όντως φοβερό θέαμα ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς να μιλήση καθόλου έκλεισε πολύ προσεκτικά την πόρτα και έτρεξε στο κελλάκι του. Εκεί έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος και άρχισε να κλαίη με στεναγμούς, μήπως στενοχώρησε τον Παππούλη του που δεν κτύπησε την πόρτα και τον είδε σε αυτή την θαυμαστή στάση. Αλλά έκλαιγε και από χαρά, διότι είδε ιδίοις όμμασι πόσο μεγάλος και ενάρετος ήτο ο πνευματικός του Πατέρας, ο πατήρ Νικηφόρος. Το πρωί, που πήγε ως συνήθως για να τον διακονήση, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του ζήτησε να τον συγχωρήση για το παράπτωμά του. Εκείνος, με ένα ελαφρό μειδίαμα, τον συγχώρησε αμέσως και του είπε να μην φανερώση σε κανένα ο,τι είδε, όσο ο ίδιος θα ζούσε ακόμη.
Εδιηγειτο, ακόμη, ο πατήρ Ευμένιος ότι, κάποιο βράδυ, πολλά χρόνια μετά την κοίμηση του πατρός Νικηφόρου, επειδή είχε πολλά κουνούπια και άλλα έντομα το κελλί του, θεώρησε καλό να κλείση τις πόρτες και το παράθυρο και να αδειάση ένα ολόκληρο μεγάλο μπουκάλι ισχυρό εντομοκτόνο μέσα εκεί˙ και μετά έπεσε να κοιμηθή. Δεν θα ξυπνούσε όμως ποτέ, εάν δεν εμφανιζόταν ο πατήρ Νικηφόρος να τον ξυπνήση, να τον πιάση από το χέρι και να τον βγάλη έξω από το κελλί. Και, πριν ακόμη συνειδητοποίηση καλά-καλά ο πατήρ Ευμένιος τι είχε γίνει, εκείνος του είπε: “Παιδί μου, μη μπής μέσα πάλι στο κελλί σου, αν δεν άνοιξης πρώτα τις πόρτες και το παράθυρο, για να αερισθή καλά”. Και αμέσως μετά έγινε άφαντος. Όταν, ύστερα από αρκετή ώρα, ο πατήρ Ευμένιος συνήλθε και κατάλαβε το θαύμα που του έγινε, ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά τον πατέρα Νικηφόρο, τον αγαπημένο του Παππούλη, που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο.
Ο ιερομόναχος πατήρ Αμφιλόχιος, της Ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής Μεγάρων, διαβεβαίωνε ότι, κάποια ημέρα που καθόταν στο κελλί του, αισθάνθηκε να ευωδιάζη κάτι. Έψαχνε δεξιά και αριστερά και δεν εύρισκε από που προερχόταν αυτή η ευωδία, η οποία όσο πήγαινε και αυξανόταν. Τότε, σε κάποια στιγμή, πέφτει το μάτι του επάνω σε ένα μεγάλο χοντρό ταχυδρομικό φάκελλο “ασφαλείας”. Τον ανοίγει και βλέπει μέσα ένα τεμάχιον αγίου λειψάνου, που ευωδίαζε αρρήτως, και ένα σημείωμα, που έγραφε “πατήρ Νικηφόρος Τζανακάκης, 4/1/1964″. Το άγιο λείψανο αυτό ήτο στην κατοχή κάποιου άλλου ιερομόναχου, ο οποίος το έστειλε στο Μοναστήρι για προσωρινή φύλαξη, επειδή εκείνος θα έλειπε. Όταν ο πατήρ Αμφιλόχιος το έβγαλε από τον φάκελλο και το τοποθέτησε με ευλάβεια σε μέρος που είχε και άλλα άγια λείψανα, τότε ελαττώθηκε λίγο η ευωδία του.
Ο μοναχός Καλλίνικος, από το Άγιον Όρος, έλεγε: ” Όταν μου έδωσαν ένα μικρό τεμάχιο από τα άγια λείψανα του πατρός Νικηφόρου, ευωδίαζε. Μετά, όμως, σταμάτησε. Μιαν ημέρα, που το άνοιξα να το προσκυνήσω, λέω στον Παππούλη: ” Άγιέ μου, εγώ ανάξιος είμαι, αλλά σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη και μη με αποστρέφεσαι τον αμαρτωλό. Και – ω του θαύματος! -ευωδίασε πάλι. Μετά από λίγες μέρες, που πήγα πάλι να το προσκυνήσω, μόλις άνοιξα το κουτάκι που είχα μέσα το άγιο λείψανο, εξεχύθη άρρητος ευωδία σε όλο το κελλί μου. Αμέσως μου ήρθε και έγραψα το ακόλουθο μεγαλυνάριο στον Άγιο: Έμψυχος εικών συ της αρετής, ωμοιώθης, Πάτερ, τω Ιώβ τη υπομονή, υπέμεινας θλίψεις, Θεώ ευαρεστήσας, διό και μετά θάνατον ευωδίασας.”
Ο ιερομόναχος Ματθαίος εδιηγείτο ότι, μετά την κοίμηση του πατρός Ευμενίου, ο ιερομόναχος πατήρ Επιφάνιος, που ανέλαβε προϊστάμενος στον Ναό του Λεπροκομείου, ευρήκε σ’ ένα κιβώτιο μερικά από τα άγια λείψανα του πατρός Νικηφόρου. Του είπε λοιπόν ο πατήρ Ματθαίος: “Θέλω να μου δώσης κι εμένα ένα τεμάχιο από τα άγια και ιερά λείψανα”. Ο πατήρ Επιφάνιος του είπε, “Θα σου το φέρω εγώ ο ίδιος στην Θεσσαλονίκη, μόλις ανεβώ”. Και πράγματι, μετά από λίγο καιρό, το πήγε. Το άνοιξαν και το τοποθέτησαν σ’ ενα κουτάκι επάνω στο τραπέζι. Άναψαν κι ενα κεράκι. Μετά από λίγο ήλθε ένας άλλος ιερεύς να κάνη επίσκεψη στον πατέρα Ματθαίο. Όταν είδε το άγιο λείψανο, το προσκύνησε, και λέει: “Σε ποιόν ανήκει αυτό το άγιο λείψανο, που ευωδιάζει;” “Εγώ”, λέει ο πατήρ Ματθαίος, “δεν τον πολυπίστεψα, αλλά σηκωθήκαμε και πήγαμε να το προσκυνήσωμε. Πράγματι ευωδίαζε και, όσο περνούσε η ώρα, ευωδίαζε όλο και περισσότερο. Αυτό κράτησε αρκετές ημέρες. Έχω προσκυνήσει πολλά άγια λείψανα πολλών Αγίων. Αυτό, όμως, πρώτη φορά μου συνέβη”.
Κληρικός, που ταλαιπωρήθηκε με πολυχρόνιες δίκες και η υπόθεση του έφθασε στον Άρειο Πάγο, μας είπε: “Τον Όκτώβριο του 2003, πριν αρχίση η ακροαματική διαδικασία, επικαλέσθηκα την βοήθεια του πατρός Νικηφόρου. Ο Παππούλης με βοήθησε, ώστε ο Εισαγγελεύς να ζητήση την αθώωσή μου, και αθωώθηκα”.
Ο κύριος Θεόδωρος Γιαννάκης αφηγείται το εξής θαυμαστό γεγονός: “Είχα”, λέγει, “ένα κρίσιμο δικαστήριο. Με είχαν μπλέξει σε μια υπόθεση και με καλούσαν να πληρώσω ένα τεράστιο ποσό δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών. Και, ενώ στο Πρωτοβάθμιο με είχαν καταδικάσει, όταν ήλθε η υπόθεση στο Εφετείο, 10 Μαΐου του έτους 199.., εγώ ζήτησα από τον πατέρα Ευμένιο, που είχε τα άγια λείψανα του πατρός Νικηφόρου, να μου δώση ένα τεμάχιο. Έγώ’, του λέω, ‘πάτερ, τον έχω φροντίσει τον πατέρα Νικηφόρο˙ τον έχω πλύνει, τον έχω ντύσει, του έχω μαγειρέψει, του έχω καθαρίσει τα αυτάκια του, και τώρα, που έχω τόσο μεγάλη ανάγκη, θέλω να με βοηθήση.’ Μου έδωσε δύο μικρά τεμάχια από τα άγια λείψανά του, τα οποία επήρα με πολλή ευλάβεια, τα ασπάσθηκα και τα είχα μαζί μου στο δικαστήριο. Πριν αρχίση η δίκη, παρεκάλεσα θερμά μέσα μου τον Παππούλη, να με βοηθήση σ’ αυτή την δύσκολη ώρα. Και – ω του θαύματος! – ο Εισαγγελέας πρότεινε την αθώωσή μου και το δικαστήριο με αθώωσε. Ευχαριστώ τον Παππούλη μου από τα βάθη της καρδιάς μου, που κι αυτή τη φορά με βοήθησε, όπως παληά, και ας έχουν περάσει τόσο πολλά χρόνια από την κοίμησή του.”
Ο Κωνσταντίνος Μ., κάτοικος Αθηνών, μας ανέφερε το εξής: “Ένα βράδυ του Ιουνίου του 2002, μάλλον προς το ξημέρωμα, βλέπω στον ύπνο μου ότι έμενα σ’ ένα σπίτι με δύο δωμάτια.
Στο ένα δωμάτιο έμενε ο Παππούλης, ο πατήρ Νικηφόρος, και στο άλλο εγώ. Εκεί που ήμουν στο δωμάτιό μου, ωμιλούσα με κάποιον κάπως δυνατά, έντονα. Σε λίγο μπαίνω στο δωμάτιο όπου έμενε ο Παππούλης, και του λέω με χαρούμενο ύφος, ‘Καλημέρα, Παππουλάκο μου’ και έσκυψα με ευλάβεια και του φίλησα το χεράκι του, εκεί στη γωνία, που ηταν ξαπλωμένος. Τότε αυτός γυρίζει και, με πατρική σιγανή και ολοκάθαρη φωνή, μου λέει: “Παιδί μου, με την ελκώδη κολίτιδα που έχεις, πρέπει να είσαι πιο ήρεμος, πιο γαλήνιος. Βλέπεις ότι τον χειμώνα είσαι καλύτερα; Είναι διότι είσαι πιο ήρεμος.” Έλεγα με τον λογισμό μου: “Πόσο καθαρά μιλάει σήμερα ο Παππούλης”. Σε λίγο τον βλέπω, σηκώθηκε, βγήκε έξω, κάθισε επάνω σ’ ένα ηλεκτρικό καροτσάκι και έφυγε. Εμένα μου άφησε τον νάρθηκα, που φορούσε στο ένα του ποδαράκι. Ας σημειωθή ότι στο σπίτι μου, σ’ ένα δωματιάκι που χρησιμοποιώ και σαν χώρο προσευχής, έχω μέρος των αγίων λειψάνων του, τα οποία ευωδιάζουν αρρήτως. Όταν ξύπνησα, πήρα στο τηλέφωνο τον Πνευματικό μου και του το ανέφερα. Τότε εκείνος μου είπε: “Ο Παππούλης ήταν, που σου φανερώθηκε και σε συμβούλευσε για τα μακροχρόνια ασθένειά σου. Το έκανε από την πολλή αγάπη και ευλάβεια, που του έχεις.” Και είναι γνωστό ότι οι γιατροί σε αυτούς, που πάσχουν από αυτή την ασθένεια, συνιστούν ηρεμία, η οποία εμένα μου λείπει τελείως.”
Και πάλι ο ίδιος, ο Κωνσταντίνος Μ., μας εδιηγήθη τα ακόλουθα: “Τον Αύγουστο του 2002 ευρισκόμουν στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Έμενα στο Κυριακό. Το πρωί εκκλησιάσθηκα στο κοιμητήριο της Σκήτης. Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, μπήκε μέσα ένας λαϊκός, ήλθε απρόσκλητος στο ψαλτήρι, που έψελνα, και άρχισε να ψάλλη αρκετά αργά, με απηχήματα μακροσκελή και κορώνες, σε αντίθεση με τον ρυθμό και τον χρόνο, που είχαμε πριν. Του είπα κάποια στιγμή ότι στο Άγιον Όρος, τις καθημερινές, οι ακολουθίες γίνονται πιο σύντομες. Αυτός, τίποτα. Σαν να ευρίσκετο στον δικό του κόσμο. Εγώ άρχισα να φουντώνω από μέσα μου. Έβραζα ολόκληρος. Τα νεύρα μου ειχαν τεντωθή στο έπακρον. Τότε, εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα την συμβουλή του πατρός Νικηφόρου και λέω, ‘Παππούλη μου, Παππουλάκο μου, βοήθησε με. “Οπως βλέπεις, εγώ από μόνος μου ούτε να συγκρατηθώ μπορώ, ούτε να ηρεμήσω. Βοήθησε με, σε παρακαλώ.’ Για πότε ηρέμησα και γαλήνεψα, δεν το κατάλαβα. “Ετσι μπόρεσα μετά να είμαι στην Θεία Λειτουργία με κατάνυξη. Και, να σκεφθή κάποιος ότι, άλλοτε, ένας εκνευρισμός μου συνήθως κρατούσε πολλές ώρες. Αυτά, προς δόξαν του μεγάλου Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και του θεράποντος Αυτού αγίου πατρός ημών Νικηφόρου.”
Ένας ευλαβής χριστιανός, νέος στην ηλικία –που για προσωπικούς λόγους θέλησε να διατήρηση την ανωνυμία του– πήγε κάποιαν ημέρα στον πατέρα Ευμένιο και του είπε: “Πάτερ, άκουσα ότι έχετε άγια λείψανα του πνευματικού σας, του πατρός Νικηφόρου. Θα ήθελα να μου δώσετε κι εμένα, για ευλογία, να προστατεύουν την οικογένειά μου.” Ο πατήρ Ευμένιος του έδωσε ένα τεμάχιο. Εκείνος το πήρε, το τύλιξε με ευλάβεια και το έβαλε στο τσεπάκι του υποκαμίσου του -ήταν καλοκαίρι- και μετά έφυγε με την μηχανή του για το σπίτι του. Καθ’ οδόν, και ενώ έτρεχε με αρκετά μεγάλη ταχύτατα, του ερχόταν μία άρρητη ευωδία συνέχεια. Και, παρ’ όλο που έπρεπε, φυσιολογικά, άπ’ ο,τι έλεγε ο ίδιος, “την ευωδία αυτή να την παίρνη ο αέρας λόγω της ταχύτητος”, ωστόσο η ευωδία τον πλημμύριζε ολόκληρον. Το σημαντικώτερο όμως είναι το εξής: Όταν αυτός πήγε στο σπίτι του, λέει στην γυναίκα του: “Έλα, γρήγορα, να ασπασθής ένα άγιο λείψανο που έφερα”. Η γυναίκα του, όταν πήγε να το προσκύνηση, πετάχθηκε τρομαγμένα προς τα πίσω και φώναξε, “Μ’ έκαψε, μ’ έκαψε!”. Αργότερα η ίδια διαβεβαίωνε: “Όταν πλησίασα τα χείλη μου να ασπασθώ το άγιο λείψανο, αισθάνθηκα μια έντονη θερμότητα, κάτι σαν κάψιμο, γι’ αυτό φοβήθηκα και πετάχθηκα προς τα πίσω”. Έκτοτε η γυναίκα αυτή έγινε πιο πιστή, γιατί μέχρι τότε ήταν, λίγο ως πολύ, αδιάφορη στα πνευματικά. Μετά τοποθέτησαν το άγιο λείψανο στο προσκυνηταράκι τους και του ανάβουν καντηλάκι κάθε μέρα.
Η κυρία Μαρία Βαλουγεώργη από τη Θεσσαλονίκη, όταν έμαθε ότι ετοιμάζεται να εκδοθή σε βιβλίο ο βίος του οσίου πατρός Νικηφόρου του λεπρού, είπε αυθόρμητα: “Θέλω κι εγώ να συμβάλω σ’ αυτή την έκδοση.” Σημειωτέον, ότι για τον Παππούλη δεν εγνώριζε τίποτε, ούτε είχε ακούσει ποτέ κάτι γι’ αυτόν. Επειδή το συνολικό χρηματικό ποσόν ήτο αρκετά υψηλό, έστελνε κατά διαστήματα ένα μέρος. Κάποια εποχή το αμέλησε και άργησε να στείλη. Καθώς μας είπε, τότε έβλεπε στους δρόμους συνέχεια κάτι πινακίδες που γράφανε το όνομα “Νικηφόρος”, “Νικηφόρος”, και είπε, με τον λογισμό της: “για το βιβλίο του Παππούλη έχω πολύν καιρό να στείλω χρήματα”. Πήγε αμέσως σε μία Τράπεζα και έστειλε ένα ποσό. Μετά επέστρεψε στο κατάστημά τους. Εκείνη την ημέρα δεν είχαν καθόλου κίνηση και ο πατέρας της είπε: “αφού δεν έχει δουλειά, εγώ θα φύγω”. Και έφυγε. Αμέσως μετά, άρχισε να έρχεται τόσο πολύς κόσμος, που το προσωπικό δεν προλάβαινε να τους εξυπηρετήση. Μέσα σε λίγες ώρες, τα χρήματα που είχαν εισπράξει ήταν τα υπερδιπλάσια από αυτά που είχε στείλει. ” Ε, αυτό, δεν είναι ένα θαύμα; πρώτα να βλέπω συνέχεια το όνομα ‘Νικηφόρος’, ‘Νικηφόρος’, και μετά η δουλειά να αυξηθή με μιας στο κατακόρυφο;”
Κάποια άλλη φορά έλεγε η ίδια: “Κάποια ημέρα, κάτι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, βλέπω ένα σεβάσμιο γέροντα να έρχεται προς το μέρος μου. Όταν έφθασε αρκετά κοντά μου, μου είπε: ‘Είμαι ο Παππούλης ο Νικηφόρος. Ήρθα να σου πω να προσέχης. Διότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι θέλουν να σε βλάψουν, να σου κάνουν κακό.’ Αμέσως μετά, ο Παππούλης συνέχισε: ‘και άκουσε, παιδί μου, την εικόνα μου θέλω εσύ να μου την κάνης’. Μόλις μου είπε αυτό, μετά από λίγο χάθηκε. Πράγματι, υπάρχουν κάποιοι συγγενείς, οι οποίοι θέλουν να με βλάψουν και, ει δυνατόν, να με παραγκωνίσουν επαγγελματικά.”
Ένα τρίτο θαυμαστό γεγονός συνέβη στην ίδια, ως εξής: Πριν ακόμη ολοκληρωθή η συγγραφή του βιβλίου αυτού για τον Παππούλη, μας τηλεφώνησε μια μέρα και είπε: “Χθες ήμουν στο σπίτι μου, στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Εκεί που ξεφύλλιζα ένα βιβλίο, ερχόταν στη σκέψη μου ο πατήρ Νικηφόρος και σαν ν’ άκουγα μια φωνή να μου λέη: ‘την αγιογραφία, την αγιογραφία’. Την άλλη μέρα πήγα και κατέθεσα ένα ποσόν χρημάτων για την έκδοση του βιβλίου του Παππούλη, που είχα αναλάβει να χρηματοδοτήσω.” Της είπαμε ότι, αν είχαμε προλάβει, θα την ειδοποιούσαμε να στείλη ένα μέρος του ποσού αυτού στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος του Άγιου Όρους, διότι ο αγιογράφος πατήρ Λουκάς μας έστειλε ήδη την εικόνα του πατρός Νικηφόρου. Εκείνη απάντησε, “Δεν πειράζει, πάτερ, σε λίγες μέρες θα μαζέψω τα χρήματα και θα τα στείλω”. Μετά παρέλευση δέκα λεπτών, ξανατηλεφώνησε: “Μόλις κλείσαμε το τηλέφωνο, μου έδωσε ο πατέρας μου ένα φάκελλο και μου είπε, ‘αυτός είναι για σένα’. Τον ανοίγω και βλέπω να έχη μέσα όσα χρήματα χρειάζονταν για την εικόνα, ούτε περισσότερα ούτε λιγώτερα. Εγώ έμεινα άφωνη. Και, μόλις συνήλθα, σας παίρνω τηλέφωνο, για να σας πώ το θαυμαστό γεγονός αυτό.”
Ο κ. Νίκος Τσεκούρας, στην Αθήνα, μας διηγήθηκε ότι, πολλές φορές, όταν εκκλησιαζόταν στον Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον έπιανε πονοκέφαλος. Πήγαινε τότε στο δωμάτιο όπου ήταν φυλαγμένο το κιβωτιάκι με τα σεπτά λείψανα του πατρός Νικηφόρου και σταυρωνόταν με αυτά – και αμέσως ο πονοκέφαλος του περνούσε.
Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, Νικηφόρος ο Λεπρός της καρτερίας αθλητής λαμπρός, Β΄ Έκδοσις, Εκδόσεις «Ο Άγιος Στέφανος», Αθήναι