Ο Άγιος Νέος εθνο-Ιερομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός († 9 Ιουλίου 1821) (μέρος 2ο)
10 Ιουλίου 2012
Συνέχεια από (1)
Μετά τον θάνατο του φίλου του ΧατζηΓεωργάκη Κορνέσιου του δραγομάνου την Τρίτη της Λαμπράς του 1809, την αιφνίδια εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του ομωνύμου συγγενούς του Μητροπολίτου Κιτίου τον Μάϊο του 1810, με σουλτανικό βεράτιο που προσκόμισε ειδικός απεσταλμένος μουπασίρης του σουλτάνου, καθώς και την κληρικολαϊκή επικρότηση και αποδοχή αυτού, ο Κυπριανός χειροτονείται και ενθρονίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιο, εφησυχάζοντα ιεράρχη στα κλίματα της Κύπρου, και τους εναπομείναντας Κυπρίους αρχιερείς, αρχιεπίσκοπος Κύπρου την 30ήν Οκτωβρίου του 1810.
Το μεγάλο εθνικό, συνάμα δε και πνευματικό έργο του, συνοψίζεται εν πρώτοις στην ίδρυση σχολείων πρώτα στην Λευκωσία, το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, ακολούθως στην Λεμεσό και τον Στρόβολο, στις εγκυκλίους του, στα αφιερώματα και κυρίως τις εικόνες του αγίου Τρύφωνα, τις οποίες κατά εκατοντάδες διεμοίρασε σε όλη την Κύπρο για την αντιμετώπιση της επιδρομής της ακρίδας συνοδευομένη από μία εξαιρετική εγκύκλιο, στην προσπάθεια ιατρικής αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στην ανέγερση, επέκταση και ανακαίνιση εκκλησιών, στην οικονομική υποστήριξη των ραγιάδων και πολλά άλλα.
Η οθωμανική όμως θηριωδία βρήκε διέξοδο για να ικανοποιηθεί στα λογικά, απροστάτευτα και αδύναμα πρόβατα της Μάνδρας του Χριστού. Αφού ανέλαβε την διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η επανάσταση το 1821 στα μέρη της Ελλάδας, βρήκαν ευκαιρία οι Τούρκοι και την δίψα τους για αίμα να κορέσουν, και να πλουτίσουν εύκολα εις βάρος των ραγιάδων, και να ταπεινώσουν την δύναμη και τα προνόμια που απέκτησαν οι τελευταίοι τόσες δεκαετίες. Προβάλλοντας ως δικαιολογία την ακρόαση των σουλτανικών φιρμανιών εσύναξαν όλους τους πρώτους της νήσου, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες, και τους ανήγγειλαν την θανατική τιμωρία που τους περίμενε.
Πρωτοπόρος και οδοδείκτης στην οδό αυτή του μαρτυρίου, θυσιάστηκε ο ποιμένας των προβάτων, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ακολούθησαν οι επόμενοι, ο αριθμός των οποίων πλησίασε τις πέντε εκατοντάδες. Η ανθρώπινη αυτή εκατόμβη και η σφαγή διήρκεσε μερικές μέρες. «Η Παναγία ντύθηκε στα μαύρα. Πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα στο αίμα». Από τις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, όταν έγιναν οι πρώτοι απαγχονισμοί και οι πρώτες καρατομήσεις, συνεχίστηκαν μέχρι και τις 14 Ιουλίου. Συνολικά μαρτύρησαν 470 άνθρωποι. Ο κατάλογος των θυμάτων αριθμούσε τετρακόσιους ογδόντα έξι. Τριάντα έξι εξισλαμίσθηκαν και γλύτωσαν τον θάνατο, αρκετοί όμως από αυτούς επέστρεψαν αργότερα πίσω στους κόλπους της Εκκλησίας.
Και η πορεία του λαού της νήσου ταύτης συνεχίζεται… Οι επερχόμενες γενεές στέκουν με δέος μπροστά στο μαυσωλείο των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδος. Υποκλίνονται με σεβασμό στο υψηλό τους πνευματικό ανάστημα και τους έχουν ως πρότυπα προς μίμηση στους αγώνες τους για την ελευθερία, και πρέσβεις ευπρόσδεκτους προς τον Θεό.