Ορθόδοξη πίστη

Μόρφου Νεόφυτος: Ο σεβασμός της θρησκευτικής παράδοσης

10 Ιουλίου 2012

Μόρφου Νεόφυτος: Ο σεβασμός της θρησκευτικής παράδοσης

Του Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
Η Πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού, είναι το σύνολο των έργων που διασώζεται μέσα από τη συλλογική του μνήμη. Είναι τα έργα των ανθρώπων σύμφωνα με την UNESCO και για την Ευρωπαϊκή Ένωση η ανάγκη σεβασμού των μνημείων διεθνούς πολιτιστικής κληρονομιάς, ως σημαντικών πηγών κατανόησης του παρελθόντος αλλά και έμπνευσης για το μέλλον, αποτελεί βασική διαχρονική αξία.

Ως εκ τούτου, η διεθνής κοινότητα επιδεικνύει μεγάλη ευαισθησία σε θέματα προστασίας και σεβασμού της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς σε όλο τον κόσμο. Εντούτοις, η σύληση, η αρχαιοκαπηλία και η παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση ιδιοκτησίας πολιτιστικής περιουσίας δεν απετράπη. Αντιθέτως, καθημερινά βρισκόμαστε ενώπιον του νοσηρού αυτού φαινομένου της λεηλασίας, του σφετερισμού και του βανδαλισμού της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών.

Από τη μάστιγα αυτή υποφέρει εδώ και δεκαετίες και η μικρή μας πατρίδα και είναι γνωστό σε όλους σας, ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς παζαρεύεται παράνομα στα διεθνή παζάρια και στις δημοπρασίες και άλλο κρύβεται σε αποθήκες αρχαιοκάπηλων. Οπόταν, αντί να υπεισέρθω στην ανάπτυξη θεωριών και ιδεών, θεωρώ φρόνιμο να μιλήσω για το τί πράξαμε όλα αυτά τα χρόνια της ιεραρχίας μας στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου στο θέμα της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, καθώς και στον σεβασμό των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων.

Όταν τον Απρίλιο του 2003 με τη διάνοιξη του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου επισκεφτήκαμε την κατεχόμενη γη μας, την κωμόπολη Μόρφου και τις άλλες 24 κοινότητες της μητροπολιτικής περιφέρειάς μας, που βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή από το 1974, μας κατέλαβε μεγάλη λύπη. Ιδιαίτερα όταν αντικρίσαμε σε τι κατάσταση βρίσκονται οι εκκλησίες, τα παρεκκλήσια και τα εξωκλήσια μας. Δέκα από τους ναούς μας μετατράπηκαν σε τεμένη, δύο έγιναν πολιτιστικά κέντρα, ένας έγινε νεκροτομείο, ενώ άλλοι βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση που ενίοτε αγγίζει τα όρια της ερείπωσης.

Η μόνη εκκλησία η οποία ήταν κάπως διατηρημένη, με τις εικόνες, την επίπλωση και τα τιμαλφή της, ήταν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου.

Όταν, λοιπόν, πέρασαν οι πρώτες συναισθηματικές αντιδράσεις, αρχίσαμε να βλέπουμε την ευθύνη μας απέναντι σε αυτές τις εκκλησίες, απέναντι σε αυτά τα μνημεία αφού ανανεώνουν συνεχώς τη συλλογική μας μνήμη. Διότι, όπως όλοι γνωρίζεται χωρίς μνήμη ούτε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πόσο μάλλον ο άνθρωπος που είναι δημιουργός του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Και η μνήμη δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά, κατά την ορθόδοξη θεολογία, και το παρόν και το μέλλον μας. Νοουμένου ότι η αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού, αγκαλιάζει και γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Η δε αγωνία μας για τις κατεχόμενες εκκλησίες κορυφώθηκε όταν ξένοι αρχαιολόγοι (Άγγλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί), μετά από επιτόπιες εξετάσεις των κατεχόμενων μνημείων, μάς κοινοποίησαν πολύ ανησυχητικές διαπιστώσεις και πορίσματα και ειδικά ο φίλος της Μητρόπολης Μόρφου κ. Tomas Daly που ήταν ο εμπνευστής τον έργου μας, όταν μας είπε: «θα πρέπει να λάβετε αμέσως πρωτοβουλίες συντήρησης, τουλάχιστον των μνημείων και εκκλησιών της περιοχής που θεωρείτε τα σημαντικότερα για την ιστορική σας μνήμη».

Λαμβάνοντας το μήνυμα, απάντησα ότι το πρώτο σημαντικό μνημείο που πρέπει να συντηρηθεί είναι ο Άγιος Αυξίβιος στους Σόλους, λόγω της σημασίας του στη χριστιανική ιστορία της μητροπόλεώς μας. Εκεί ρίζωσε για πρώτη φορά ο χριστιανισμός στην περιοχή μας, με τη βάπτιση του Αγίου Αυξιβίου από τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Το δεύτερο μνημείο, που εκφράζει τη βυζαντινή αλλά και λατινοβενετσιάνικη περίοδο, είναι η εκκλησία του Αγίου Μάμα στη Μόρφου. Ανέφερα, επίσης, την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη, που βρίσκεται σε στρατιωτική ζώνη και είναι μετόχι του Παναγίου Τάφου, η οποία είναι η αρχαιότερη της μονής του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη σε όλη την κατεχόμενη Κύπρο. Επίσης, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Αυλώνας, την παλαιά εκκλησία Παναγίας Χρυσελεούσας στην Κατωκοπιά και μερικές άλλες. Έπρεπε, δηλαδή, υπό αυτές τις περιορισμένες ειδικές συνθήκες να επιλέξω σε ποιες από τις πλέον κατεχόμενες εκκλησίες μας, έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα για συντήρηση, για να σωθούν από την ερήμωση, τους κατακτητές και τους αρχαιοκάπηλους και πιθανούς σεισμούς.

Το εγχείρημα δεν ήταν ούτε απλό ούτε εύκολο. Έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος να συντηρηθούν τα μνημεία, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αναγνώριση του ψευδοκράτους. Έτσι, αποφασίστηκε οι εργασίες να γίνουν από ξένους τεχνίτες, προερχόμενους από εξειδικευμένα κέντρα συντήρησης της Ευρώπης. Επίσης, ενημερώθηκε το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι «Τουρκοκυπριακές ψευδο-αρχές». Αφού έγινε η ενημέρωση ένθεν κι ένθεν, αναγνωρίστηκε ως ιδιοκτήτης των δυο μνημείων η Μητρόπολη Μόρφου, ώστε να γίνει δυνατή η χρηματοδότηση. Για τις διευθετήσεις αυτές ήταν ενήμερη και η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπό την προεδρία του μακαριστού Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, η οποία και τις αποδέχθηκε. Το ποσό που δαπανήθηκε για την συντήρηση στόν Άγιο Μάμα ανήλθε στις €405.000 (τετρακόσιες πέντε χιλιάδες ευρώ). Για την συντήρηση των ψηφιδωτών της Βασιλικής του Αγίου Αυξιβίου στους Σόλους ως και στην κατασκευή διαδρόμων τό ποσό πού δαπανήθηκε ήταν της τάξεως των €520.000 (πεντακόσιες είκοσι χιλιάδες ευρώ). Τα ποσά αυτά προσφέρθηκαν από την Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών γιά τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID).

Τα έργα συντήρησης των δύο αυτών μνημείων, έγιναν η αφορμή για να ευαισθητοποιηθούν κι άλλες κατεχόμενες κοινότητες της νήσου μας, όπως η Καμπυλή της Μαρωνίτικης κοινότητας και η ιστορική Εκκλησία της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας Ακανθούς. Το έργο της συντήρησης των κατεχομένων εκκλησιών μας δεν έχει μπει ακόμη σε μια τροχιά και το χαρακτηρίζει η στασιμότητα και η βραδύτητα. Αναμένουμε δε, από τους Τουρκοκύπριους να ευαισθητοποιηθούν περισσότερο και ν’ αντιληφθούν ότι ο πολιτισμός είναι η ψυχή αυτού του τόπο και ανήκει σε όλους, είτε εκφράζεται χριστιανικά, είτε μουσουλμανικά, είτε μαρωνίτικα. Και το λέμε αυτό, διότι περιμέναμε περισσότερη ευελιξία και ταχύτητα από μέρους τους για ένα θέμα το οποίο τους εκθέτει ήδη.

Είναι ακατανόητη η επιμονή τους στις άκαμπτες πολιτικές σχετικά με τη συντήρηση του χριστιανικού μας πολιτισμού, τη στιγμή που στις ελεύθερες περιοχές έχουν συντηρηθεί τα πλείστα μουσουλμανικά τεμένη. Οι οικονομικοί πόροι για τη συντήρηση των εκκλησιών στα κατεχόμενα μπορούν να εξευρεθούν από διάφορα διεθνή Ιδρύματα, φτάνει να αρθούν οι δυσκολίες που θέτει η τουρκική πλευρά. Αυτή τη στιγμή έχομε μνημεία που κινδυνεύουν με κατάρρευση όπως η μονή του Αγίου Γεωργίου Ρηγάτη, ο Προφήτης Ηλίας της Φιλιάς, ο Άγιος Νικόλαος Συριανοχωρίου κι άλλα.

Μια άλλη πτυχή του ενδιαφέροντος μας για τη διάσωση του εκκλησιαστικού μας πλούτου, ήταν η εξεύρεση εικόνων και κειμηλίων που είτε εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της εισβολής και κατοχής, είτε εκλάπησαν από αρχαιοκάπηλους. Το ενδιαφέρον αυτό για επανεύρεση των ιερών εικόνων και κειμηλίων μας, δεν εξαντλείται μόνο στα κατεχόμενα εδάφη αλλά επεκτείνεται σε όλη τη γη διότι θεωρούμε ότι είναι καθήκον κάθε Επισκόπου να φροντίζει όχι μόνο για τη σωτηρία των ανθρώπων, αλλά και των αγιασμένων αντικειμένων δια των οποίων ο άνθρωπος επικοινωνεί, και μέσω των αισθήσεων, με τον Θεό.

Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρουμε τον επαναπατρισμό των έξι εικόνων που είχαν κλαπεί από αρχαιοκάπηλους στα κατεχόμενα και εντοπίστηκαν στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στη Νέα Υόρκη. Μία από τις εικόνες προέρχεται από την Πλατανιστάσα, της Παναγίας Οδηγήτριας (13ος -14ος αι.), δύο από την Ιερά Μονή Παναγίας της Φορβιώτισσας (Ασίνου), Απόστολων Πέτρου και Παύλου (14ος αι.), δύο εικόνες Παναγίας Γλυκοφιλούσας (13ος αι.), και Αρχαγγέλου Γαβριήλ (16ος αι.) για τις οποίες συλλέγονται στοιχεία για να εντοπιστεί ο ναός προέλευσης τους, ενώ η έκτη εικόνα είχε κλαπεί από τον μεσαιωνικό ναό των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας στον Καλοπαναγιώτη.

Πρόκειται για την προσκυνηματική εικόνα των Αγίων (13ος αι.), η οποία βρέθηκε εβδομήντα χρόνια μετά την κλοπή της, το 1936.

Όταν πληροφορηθήκαμε, λοιπόν, ότι θα γινόταν αυτή η δημοπρασία πήγαμε στη Νέα Υόρκη και αποδείξαμε την κυριότητα των εικόνων μας, και επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν ήθελαν να εμφανιστούν στην αμερικανική κοινή γνώμη ως κλεπταποδόχοι, ήλθαν σε διακανονισμό μαζί μας και μας τις παρέδωσαν. Έτσι, τις επαναφέραμε στον τόπο που ανήκουν μετά από τόσα χρόνια. Δείχνοντας σε όλους ότι η Κύπρος από το 1974 δεν αγωνιά μόνο για την τύχη των αγνοουμένων προσώπων της, αλλά και για την τύχη των αγνοουμένων εικόνων της. Οι οποίες απεικονίζουν πρόσωπα ζωντανών αγίων και για τούτο είναι ζώσες παρουσίες που δακρυρροούν, μυροβλύζουν και θαυματουργούν.

Αυτή τη χρονιά είχαμε δύο άλλες μεγάλες ευλογίες. Τον επαναπατρισμό του καλύμματος του ευαγγελίου του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Πάνω Ζώδιας και την επανάκτηση των κλαπέντων βημοθύρων της Εκκλησίας Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα.

Το επιχρυσωμένο κάλυμμα με τα περίτεχνα σκαλίσματα του 1891 του ιερού ευαγγελίου του Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Ζώδιας είχε εντοπιστεί σε κατάλογο δημοπρασίας του οίκου Sotheby΄s και μετά από συντονισμένες προσπάθειες καταφέραμε να επαναπατριστεί μετά από 36 χρόνια.

Τα ανευρεθέντα προσφάτως δύο βημόθυρα της Εκκλησίας Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα, του 18ου αιώνος. Αποτελούν αντίγραφο των γνήσιων που χρονολογούνται από το 1502 που κτίστηκε η εκκλησία. Αυτά εκλάπησαν το 2003 και μετά από ανεπιτυχείς φαίνεται προσπάθειες να πωληθούν σε αρχαιοκάπηλους, με θαυμαστό τρόπο έφτασε η πληροφορία σε εμάς, όπου με συντονισμένες ενέργειες μεταξύ Μητροπόλεως και Αστυνομίας καταφέραμε να περιέλθουν και πάλι στην εκκλησία.

Ο επαναπατρισμός των έξι εικόνων, που έγινε το 2007, αλλά και των φετινών ιερών αντικειμένων είναι για μάς ένα πρόκριμα, μια απαρχή για να επαναπατριστούν και άλλες εικόνες που προέρχονται από την κατεχόμενη γη μας και σήμερα παζαρεύονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Επίσης, έχω τη γνώμη, πως όσο περισσότερο ενδιαφερόμαστε για τα μνημεία που βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές, ο Θεός θα μας ανοίγει δρόμους για να εργαστούμε και στις κατεχόμενες περιοχές. Εάν επιδεικνύουμε αδιαφορία, ή ολιγωρία, ή μειωμένο ενδιαφέρον για τις εκκλησίες και τις εικόνες των ελευθέρων περιοχών, τότε κι ο Θεός δεν θα μας δώσει τη δυνατότητα επιδιόρθωσης και συντήρησης των κατεχομένων εκκλησιών μας.

Εάν έχει γίνει αυτό το μικρό θαύμα στις κατεχόμενες περιοχές της Μόρφου, είναι γιατί δώσαμε εξετάσεις προηγουμένως στις ελεύθερες περιοχές της μητροπόλεως μας. Συντηρήθηκαν μέχρι της ώρας πέραν των 2000 εικόνων και 78 εκκλησιών. Όταν λοιπόν οι Άγιοι έχουν την αγάπη μας, θα μας βοηθήσουν με χίλιους τρόπους και εκεί που δεν μπορούμε, που δεν έχουμε εξουσία, όπως είναι οι κατεχόμενες περιοχές μας.

Αν δεν το κάναμε αυτό δεν θα ήμασταν συνεπείς με τον λόγο που εκφωνήσαμε κατά την ενθρόνισή μας το 1998, όπου μεταξύ άλλων είπαμε: «Έχουμε ανάγκη από το σοφό βυζαντινολόγο, τον ειδικό αρχαιολόγο, τον προσεκτικό συντηρητή, το φιλόκαλο εκδότη, το γενναιόδωρο χορηγό, τον ταπεινό ιερέα που θα ιερουργεί αυτά τα μνημεία, τον κατανυκτικό ψάλτη που θα ισοκρατεί τον ήχο των εικονιζομένων Αγίων, τον πιστό που θα συμπροσεύχεται στο Νάρθηκα του Λαμπαδιστή «συν πάσι τοις αγίοις». Τώρα και όχι αύριο πρέπει να δώσουμε δείγματα ελληνικότητας και Ορθοδοξίας και αν δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο πολιτισμό όπως εκείνον των Ρωμιών προγόνων μας, τουλάχιστον να διαφυλάξουμε αυτόν που βρήκαμε. Αυτά τα μνημεία εκφράζουν ένα πολιτισμό ελληνικού κάλλους και μέτρου, που φωτίζεται όμως από το φως της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Μας υπενθυμίζουν και μας παρηγορούν ότι είμαστε τέκνα φωτόμορφα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τώρα, αγαπητοί μου, δίνουμε εξετάσεις στην αδέκαστη ιστορία αν είμαστε φορείς αυτού του πολιτισμού και αυτής της Πίστεως αν είμαστε άξιοι να λειτουργήσουμε ξανά τον Άγιο Μάμαντα στη Μόρφου, αν είμαστε άξιοι να συντηρήσουμε και να αναστηλώσουμε τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους, την πρώτη Επισκοπή της Θεοσώστου Επαρχίας μας. Και εν πάση περιπτώσει ’εάν οι άνθρωποι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται».

Επομένως, το όραμα υπήρχε από τότε και το είχαμε συλλάβει αρχές Σεπτεμβρίου του 1998 παραμονές της χειροτονίας μας, όταν ακόμα ήμασταν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνιώτη. Χαιρόμαστε δε που με τη βοήθεια του Θεού το υλοποιούμε σιγά σιγά και που υπάρχει ακόμα η διάθεση εκ μέρους μας. Διότι, εάν δεν υπάρχει διάθεση από τον Επίσκοπο, τους ιερείς και τον λαό, το Άγιο Πνεύμα δεν ανοίγει δρόμους ούτε προς τις ελεύθερες, ούτε προς τις κατεχόμενες περιοχές. Πολλές φορές η καρδία μας είναι κατεχόμενη. Δεν αρνούμαστε το σημαντικό ρόλο της πολιτικής και της διπλωματίας. Αλλά θα πρέπει να υπάρχει και η εσωτερική διάθεση, ο πόθος ο μεγάλος και η παρακλητική προσευχή προς τους αγίους μας, προς τον Άγιο Αυξίβιο, τον άγιο Μάμα, τον άγιο Γεώργιο τον Ρηγάτη να ανοίξουν τους δρόμους τόσο της ψυχής μας όσο και των κατεχομένων εδαφών μας.

Όταν υπάρχει τέτοια διάθεση και παράδοση του πόθου μας στο θέλημα του Θεού, ο Πλάστης μας εν καιρώ, όποτε κρίνει Αυτός, θα ανοίξει πόρτες και παράθυρα, δρόμους και χωριά.

Ο Θεός, όταν μας βλέπει καμιά φορά επίμονα να ζητούμε κάτι, μας δίδει ένα μικρό κομματάκι από αυτό που ζητούμε, για να κρίνει και να ζυγίσει, πόσο έχουμε αίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στο θαύμα. Ένα μικρό θαύμα δημιουργεί μικρές ευθύνες, ένα μεγάλο θαύμα δημιουργεί μεγάλες ευθύνες. Τις μικρές μας ευθύνες τις αντιληφθήκαμε εισερχόμενοι στην κατεχόμενη γη με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, τις αναλάβαμε. Τώρα διαβλέπουμε ότι έρχεται η ώρα για τις μεγάλες ευθύνες!

Είδαμε την ορθόδοξη μας ευθύνη απέναντι σ’ ένα πολιτισμό ο οποίος είναι ελληνικός, αλλά και την ευθύνη απέναντι στις άλλες κοινότητες που ζουν στο νησί. Τώρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα της ψυχής μας και βλέπουμε κάποια πράγματα καταλάβαμε τον λόγο του Κυρίου που λέει: «και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης…». Ξέρομε ότι η πνευματική πατρότητα ενός ορθοδόξου επισκόπου δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στους Έλληνες, άλλα να απλώνεται παντού, σε όλους τους μόνιμους κατοίκους του τόπου αυτού και σε όσους θέλουν ν’ ακούσουν τον ήχο της χριστιανικής ψυχής. Άρα, το τι κάμνουμε σήμερα αφορά και δημιουργεί συνθήκες μελλοντικές.

Άρα, έχουμε ευθύνη, απέναντι στο ιστορικό παρελθόν, απέναντι στο τραγικό παρόν της λεηλασίας και της καταστροφής και απέναντι στο προσδοκώμενο μέλλον που έρχεται για το οποίο προσευχόμαστε να είναι πολύ καλύτερο από αυτό που έχουμε σήμερα.

Όλα αυτά, δεν λέγονται για να δημιουργήσουμε κρίσεις συνειδήσεως στους άλλους, αλλά εσωτερικές κρίσεις στη δική μας στενόθωρη συνείδηση, ώστε να γίνουν οι διεργασίες των ανοιγμάτων με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και η αίσθηση της πατρότητας να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να πω τα εξής. Ο αυτοεγκλεισμός της Εκκλησίας μας κατά το παρελθόν στα στενά πλαίσια μιας εθνοκεντρικής ιδεολογίας, είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει να περάσουν ανεκμετάλλευτες δύο μεγάλες ευκαιρίες που της πρόσφερε η ιστορία: από τη μια να γίνει ο καταλύτης στην επαφή της κοινωνίας μας με την Δύση• να φιλτράρει δηλαδή μέσα από θεολογικό λόγο τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη, ώστε αυτή η συνάντηση να γινόταν δημιουργικά• από την άλλη, απέτυχε να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της δόθηκε από την ιστορία για μια ειρηνική, έμπρακτη συμβίωση με ανθρώπους μιας άλλης θρησκείας, τους Μουσουλμάνους της Κύπρου. Οι οποίοι, σημειωτέον, σε πολλές περιπτώσεις ήσαν εξ ανάγκης Μουσουλμάνοι και όχι εκ πεποιθήσεως.

Εκτός λοιπόν από την καλλιέργεια ενός κλίματος καταλλαγής και ανεκτικότητας, μέλημα της Εκκλησίας στα χρόνια που έρχονται πρέπει να είναι και η καλλιέργεια της πολιτισμικής μας ταυτότητας, η οποία όπως είπαμε, όταν είναι υγιής όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά ενισχύει τη συνύπαρξη. Μόνον άνθρωποι που ξέρουν ποιοι είναι, που δεν νοιώθουν ανασφάλειες για την ταυτότητα τους μπορούν να συνυπάρξουν ισότιμα με ανθρώπους άλλων πολιτισμών. Έτσι στα επόμενα χρόνια κάθε επίσκοπος, πέρα από το αγιαστικό του έργο, θα πρέπει να είναι και ένα είδος υπουργού πολιτισμού. Πρέπει να καλλιεργήσουμε στα παιδιά μας την ελληνική γλώσσα, την αίσθηση του κάλλους και του μυστηρίου, την γνώση και τη βίωση της πλούσιας πολιτισμικής μας παράδοσης.

Ο Θεός μου έδωσε τη χάρη να είμαι Επίσκοπος μιας ημικατεχόμενης Μητρόπολης, η οποία θα κληθεί να ζήσει τη συνύπαρξη τα επόμενα χρόνια. Αυτό που θέλω και επιθυμώ, είναι οι κάτοικοι της νήσου μας, να ζήσουν την πραγματικότητα αυτού του τόπου: τους τόπους, τα πράγματα και τα πρόσωπα της Κύπρου. Γι’ αυτό και το μέλλον εξαρτάται από όλους, αλλά και από τον καθένα από εμάς προσωπικά.

*Πρόλογος στο βιβλίο: Μόρφου, Η σύληση και η καταστροφή της πανάρχαιας κληρονομιάς, επιμέλεια: Δρ. Χριστόδουλος Α. Χατζηχριστοδούλου, Διομήδης Μ. Μυριανθεύς, Μιχάλης Γεωργιάδης, εκδ. Δήμος Μόρφου, Προσφυγιά, Λευκωσία 2011

 

Πηγή: http://www.agioritikovima.gr/ekky/7818-morfou-neofutos