Ο Πατέρας μου
27 Ιουνίου 2012
Μαρίας Παπαευέλθοντος Κυπριανού
Τονίστηκε από πολλούς η εικόνα του πατρός Ευέλθοντα ως ενός σύγχρονου ιεραποστόλου. Δεν άρχισε όμως ποτέ με σκοπό να γίνει ιεραπόστολος η να λύσει το πρόβλημα της Αφρικής. Αυτό προέκυψε από την αγαπώσα καρδία του και τον ενεργητικό και δραστήριο χαρακτήρα του, που ξεδίπλωνε σε όσους χώρους εργάστηκε: σχολεία, εκκλησία, ΚΕ.Π.Α., εθελοντικές ομάδες κλπ. Είχε το εξής χαρακτηριστικό: οποίο πρόβλημα του ανέφερες, το έπαιρνε πάνω του ως προσωπικό και προσπαθούσε με οποίο πρακτικό τρόπο μπορούσε να δώσει λύσεις. «Δεν ήταν ο άνθρωπος των λόγων αλλά των έργων». Έτσι, όταν του ζητήθηκε η αρωγή στο χώρο της ιεραποστολής, το είδε ως κλήση και αφού ήταν πάντα ανοιχτός στο θέλημα του Θεού, αφέθηκε με εμπιστοσύνη. Δεν είχε ποτέ του στεγανά όσον αφορά το ρόλο του στην εκκλησία. Στη ζωή του ίσχυε το «λάλει Κύριε ότι ο δούλος σου ακούει». Πολλές φορές τον συμβουλεύαμε να προφυλάγεται, να μην αφοσιώνεται στα προβλήματα των άλλων, να μην εκτίθεται. Δεν κράτησε ποτέ το ρόλο του διπλωμάτη. Ιδιαίτερα, όταν ένιωθε ότι συνάνθρωποί του αδικούνται, μιλούσε με παρρησία αδιαφορώντας για το προσωπικό κόστος.
Το κύριο όμως χαρακτηριστικό του ηταν η αγάπη, μία αγάπη που έφτανε μέχρι λατρείας για τη Θεία Λειτουργία και τις άλλες λατρευτικές συνάξεις της εκκλησίας μας. Αγαπούσε, χαιρόταν, ποθούσε να λειτουργεί, να μνημονεύει στην προσκομιδή. Ακούραστος, ιεροπρεπής. Θυμάμαι τις χρονιές πριν αφυπηρετήσει από το σχολείο, που λειτουργούσε τα πρωινά και ύστερα πήγαινε σχολείο. Σχόλανε, και ενώ καθόταν στο τραπέζι τον διέκοπταν για εξομολογήσεις, τρισάγια, για να συμφιλιώσει ζευγάρια που κινδύνευαν να χωρίσουν…
Το σπίτι του παπά ήθελε να είναι ανοικτό για όλους. Ένα πανδοχείο αγάπης. Πόσους και πόσους δεν φιλοξένησε… Πατριάρχες, Αρχιερείς, μοναχούς, άσημους, φτωχούς, ταλαιπωρημένους. Ανθρώπους κάθε ηλικίας, κάθε φυλής και χρώματος.
Στη ζωή του υπήρξε ένας μεγάλος μαθητής. Ήταν μία μέλισσα που συνέλεγε ο,τι πιο πνευματικό υπήρχε για να εντρυφήσει κοντά του. Ακόμα και μέχρι το τέλος, ήταν 61 χρονών, κράτησε αυτό το πνεύμα μαθητείας. Αγαπούσε τα μοναστήρια και τους μοναχούς και προσέτρεχε σαν το ελάφι στα γάργαρα νερά τους. Ρωτούσε να μάθει, στηριζόταν στον καθημερινό του αγώνα. Με πολλή ταπείνωση προσέπιπτε στο μυστήριο της εξομολόγησης ως ο έσχατος των ανθρώπων. Παρόλο που ο γέροντάς του ηλικιακά ήταν μικρότερος, δεν άφησε τον εαυτό του να νιώσει εξοικείωση μαζί του. Ήταν σαν ένας ντροπαλός μαθητής σε κάθε τους συνάντηση.
Εξοικείωση δεν ένιωσε ποτέ ούτε με την ιερωσύνη. Έλεγε χαρακτηριστικά: «αλίμονο στον παπά που θα εξοικειωθεί με την Αγία Τράπεζα, δεν θα υπάρχει πλέον τίποτα να τον συγκρατήσει». Ήταν πολύ όμορφος λειτουργός. ΟΙ κινήσεις του μετρημένες, σοβαρές, ιεροπρεπείς. Ζουσε κάθε στιγμή της λατρείας. Πέραν της Θείας Λειτουργίας εμπλούτιζε συνεχώς το λειτουργικό χρόνο της ενορίας με τις υπόλοιπες ακολουθίες. Συχνές παρακλήσεις, απόδειπνα, αγρυπνίες, ευχέλαια. Ήθελε οι ενορίτες του να έχουν την εμπειρία της πλούσιας λατρευτικής ζωής της εκκλησίας μας. Οι αναμνήσεις των ενοριτών του πάμπολλες. Μας συνέδεσε όλους τόσο όμορφα μεταξύ μας. Ακόμα και τώρα που δεν έχουμε την αισθητή παρουσία του, κρατήσαμε το σύνδεσμο της αγάπης, επικοινωνίας και αλληλοβοήθειας.
Υπήρξε ο πνευματικός της ελευθερίας. Ποτέ δεν του άρεσε η επιβολή. Ιδιαίτερα την ώρα της ιερής εξομολόγησης, αντιμετώπιζε με πλήρη σεβασμό την ελευθερία των πνευματικών του παιδιών. Δεν του άρεσαν οι ερωτήσεις και οι επεμβάσεις στα εσωτερικά της οικογένειας του καθενός. Ποτέ δεν ρωτούσε ο ίδιος. Αν ήθελε κάποιος να του αναφέρει κάτι, θα έπρεπε να το κάνει από μόνος του. Ακόμα και στις αποφάσεις των παιδιών του και κατόπιν στις οικογενειακές τους υποθέσεις στάθηκε με πνεύμα απόλυτης ελευθερίας και σεβασμού.
Πέραν της όμορφης λειτουργικής του παρουσίας, το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ήταν η ανεξικακία του. Τον έζησα 35 χρόνια και αυτό που τον ξεχώριζε, ήταν η συγχωρητικότητά του. Δεν κρατούσε κακία και ποτέ μα ποτέ δεν είχε ίχνος εκδικητικότητας σε όσους τον πόνεσαν. Δεν είχε ιδιαίτερο επικοινωνιακό χάρισμα και ίσως αυτό που θα ξενίσει πολλούς είναι το πόσο ντροπαλός ήταν στις σχέσεις του. Δεν ξέρω αν ήταν μία φυσική δειλία η αν προέκυψε από τις συνεχείς δοκιμασίες και προκλήσεις που είχε αντιμετωπίσει και τον έκαναν να κλείνεται στον εαυτό του. Ίσως για κάποιους να φαινόταν απόμακρος. Για μας που τον ζούσαμε, ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος με καρδιά μικρού παιδιού. Είχε τόσο φιλότιμο, που αν του πρόσφερες η του ζητούσες κάτι θα ένιωθε την υποχρέωση να στο ανταποδώσει στο δεκαπλάσιο και αυτό ίσχυε για όλους ανεξαιρέτως, ακόμα και γι’ αυτούς που τον είχαν πληγώσει.
Δεν ζητούσε το λόγο από κανένα, δεν αναλισκόταν σε μάταιους λογισμούς για τα πως και γιατί των πειρασμών και των θλίψεων. Κρατούσε μόνο τη συμβουλή του πνευματικού του, «εν καιρώ πειρασμού μην ψάχνεις τον δι’ ου» και αναπαύτηκε. Τα αντιμετώπιζε μεν με πόνο αλλά και ως μέσο εξαγνισμού. Έλεγε: «αυτά που διδάσκουμε τους άλλους πρέπει να τα τηρούμε πρώτα εμείς. Αυτό μας χρειάζεται, αυτό επιτρέπει για μας ο Θεός». Αυτό όμως ήταν και το μεγαλείο του. Δεν υπήρξε ποτέ ο άνθρωπος της μιζέριας. Πάντα χαμογελαστός, ποτέ παραπονιάρης. Ακόμα και σε ώρες μεγάλων πειρασμών είχε το κουράγιο να λέει: «ο Θεός με ευλόγησε σκανδαλωδώς και με τα δυο του χέρια». Ανέμενε την ώρα της αναχώρησής του με σπουδή και ανυπομονησία. Ο Χριστόφορος τον περίμενε.
Πόσο με πλήγωνες τους τελεταίους μήνες κάθε φορά που έλεγες, «και τώρα να φύγω είμαι έτοιμος». Επισκεπτόμασταν τον τάφο του Χριστοφόρου μας και μου έδειχνες στη δεξιά μεριά του τάφου του, «εδώ να με ενταφιάσετε» και σε αστείευα, «όχι παπά, από την άλλη μεριά, για να έχει πιο πολύ χώρο να στεκόμαστε». Και μου απαντούσες σοβαρά, «όχι, στα δεξιά του Χριστοφόρου και η πλάκα να μπει στο επίπεδο της γης, έτσι…» και έσκυβες για να μου δείξεις, «οποίος θέλει και νεκρό να μπορεί να περνά από πάνω μου και να με πατά». Ακόμα και την Πέμπτη, τη μέρα πριν φύγεις για το ταξίδι σου στην Ελλάδα, είπες για άλλη μια φορά, πως ήθελες να ενταφιαστείς. Ετοίμασες τα πάντα. Διάβαζες το ψαλτήρι και είχες έγνοια να προλάβεις να διαβάσεις ακόμα και την νεκρώσιμη ακολουθία.
Τον τελευταίο καιρό, οι θλίψεις και οι πειρασμοί ηταν απανωτοί. Δεν είχες πια θέλημα. Ήσουν με όλα ευχαριστημένος, με όλα αναπαυμένος, δεν αποζητούσες τίποτα. Δεν υπήρχαν προσδοκίες ούτε επιθυμίες. Ήσουν έτοιμος για όλα, χαρούμενος με όλα. Έτοιμος να φύγεις. Χωρίς εκκρεμότητες πια…
Πολυαγαπημένε μου πατέρα, πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από την εις ουρανούς αναχώρησή σου. Δεν πέρασε στιγμή, λεπτό χωρίς η θύμησή σου να πληγώνει αλλά και να ζεσταίνει την καρδιά μου. Δε γεννιούνται συχνά τόσο όμορφοι άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο. Καμιά φορά η συμβίωση των ανθρώπων προκαλεί φθορά στην εικόνα τους. Σε μένα αυτό δεν υπήρξε ποτέ.
Είσαι ο πιο σπουδαίος, ο πιο όμορφος άνθρωπος της ζωής μου και όπως σου ‘λεγα και στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες μας, τις οποίες αναπολώ και με πολύ πόνο επιθυμώ, χαίρομαι γιατί υπήρξες πρώτα πρότυπο σωστού Ιερέα και στη συνέχεια καλού πατέρα. Κι αυτό με βοήθησε να προφυλάξω μέσα μου την εικόνα του ιερέα και της εκκλησίας όταν σε δύσκολες στιγμές αυτή κλυδωνιζόταν. Σε ευχαριστώ για ο,τι έζησα κοντά σου. Το όμορφο παράδειγμά σου μας συντροφεύει. Να’χουμε την ευχούλα σου.
Πηγή: «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία Έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, Ιδρυτής Πρωτοπρεσβύτερος Ευέλθων Χαραλάμπους, Περίοδος Γ΄, έτος ΚΒ΄, αρ.6, Ιούνιος 2012.