Λόγος παρηγορητικός Μητρ. Λεμεσού κ. Αθανασίου προς το εκκλησίασμα του Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου (Κυριακή 31 Ιουλίου 2011)
26 Ιουνίου 2012
(απομαγνητοφώνηση)
Τελούμε σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, κατά την τάξη και την παράδοση της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, το μνημόσυνο του αειμνήστου πατρός Ευέλθοντος μετά των άλλων κεκοιμημένων αδελφών μας. Θέλω εν πρώτοις να ευχαριστήσω το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου και αγαπητό εν Χριστώ αδελφό κ. Βασίλειον, ο οποίος μου έδωσε την άδειαν και ευλογία να βρεθώ ανάμεσά σας και να τελέσω την Θεία Λειτουργία και το ιερό μνημόσυνο αυτό.
Είναι γεγονός ότι, συνδεόμαστε με τον π. Ευέλθοντα εδώ και πάρα πολλά χρόνια με δεσμούς πνευματικούς και φιλίας πνευματικής. Και ερχόμενος από τη Λεμεσό, προς στιγμήν αισθανόμουν μεγάλη αμηχανία, για το τί πνεύμα και τί ατμόσφαιρα θα συναντούσα και πώς για πρώτη φορά θα έρθω στο Παραλίμνι, στον Άγιο Δημήτριο, να λειτουργήσω χωρίς να είναι παρών ο π. Ευέλθων. Και απορούσα με τον εαυτό μου, πώς θα αντιμετωπίσει και αντιδράσει σ’ αυτή την απουσία και προς στιγμή σκέφτηκα και είπα, ότι καλύτερα θα ήταν να παρερχόταν από εμένα το ποτήριο αυτό της δυσκολίας και του πόνου της απουσίας του αειμνήστου π. Ευέλθοντος. Όμως, θέλω να σας πώ το εξής, γιατί δεν θέλω να εκφωνήσω επιμνημόσυνους λόγους, που συνήθως είναι ψεύτικοι. Θέλω να σας πώ αυτό που αισθάνομαι.
Σ’ αυτή την απορία και σ’ αυτή τη δυσκολία, όταν βρέθηκα στις πύλες του Ιερού Ναού και είδα τον κόσμο να φοράει μαύρα ενδύματα, δεν ξέρω αν είναι για τον πατέρα Ευέλθοντα ή αν ο καθένας έχει το δικό του πένθος και το δικό του πόνο, αλλά ήταν μία εικόνα μίας Εκκλησίας σχεδόν με μαυροφορεμένους ανθρώπους. Εισερχόμενος μέσα στην Εκκλησία, αισθάνθηκα ότι αυτός ο χώρος, η Εκκλησία του Χριστού, εκπέμπει μία άλλη ατμόσφαιρα, η οποία δεν έχει σχέση με το πένθος, η οποία δεν έχει σχέση με τη λύπη για το θάνατο των συνανθρώπων μας και το θάνατο των αδελφών μας. Αισθάνθηκα, ότι ο πατήρ Εύελθων δεν είναι απών και μάλιστα μπορώ να πώ, ότι μία μεγάλη χαρά αντί λύπης κατέκλυσε την ψυχή μου, αισθανόμενος ότι ο πατήρ Ευέλθων κι όλοι οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας, τους οποίους τελούμε τα μνημόσυνα είναι παρόντες και μάλιστα πολύ περισσότερο από ότι είμαστε εμείς παρόντες στη Θεία Λειτουργία. Γιατί εμείς μπορεί να είμαστε σωματικά μόνο πολλές φορές, αυτοί όμως είναι πραγματικά παρόντες κατά κυριολεξία. Αφού παρών είναι ο Χριστός και παρόντες είναι οι Άγιοι, παρόντες είναι και οι κεκοιμημένοι επ’ ελπίδι ζωής αιωνίου και επ’ ελπίδι αναστάσεως κεκοιμημένοι αδελφοί μας. Έτσι στη Θεία Λειτουργία αισθανόμουν τον πατέρα Ευέλθοντα, να συλλειτουργεί μαζί μας, να είναι κοντά μας, να μην είναι καθόλου απών.
Αλλά και το όλο πνεύμα της Θείας Λειτουργίας είναι ένα πνεύμα ευχαριστίας και δοξολογίας του Θεού, γι’ αυτό και λέγεται και «Θεία Ευχαριστία». Δεν λέγεται «Θεία Εκκλησία», δεν λέγεται οτιδήποτε άλλο, αλλά λέγεται «Θεία Ευχαριστία». Γιατί αυτό είναι το ήθος του χριστιανού. Ευχαριστιακό ήθος. Να ευχαριστούμε το Θεό για όλα∙ για τα γνωστά και για τα άγνωστα∙ για τα χαρμόσυνα και για τα θλιβερά∙ για τα δύσκολα και για τα εύκολα∙ για την παρουσία και για την απουσία∙ για τη ζωή και το θάνατο∙ και για την είσοδό μας στον κόσμο αυτό και για την έξοδό μας επίσης. Στη Θεία Λειτουργία, στην ακολουθία του Όρθρου ψάλλουμε: «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριο, αινείτε αυτόν εκ των ουρανών, αινείτε αυτόν εν τοίς υψίστοις, σοί πρέπει ύμνος τώ Θεώ» (Αίνοι Ακολουθίας του Όρθρου, Ψαλμ. 148), και περίφημα τροπάρια χαρμόσυνα, νικητήρια κατά του θανάτου. Ψάλλουμε τη Δοξολογία, όπου ευχαριστούμε το Θεό για τη μεγάλη του δόξα και εισερχόμαστε έτσι στην «Ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Θεία Λειτουργία). Μέσα σ’ αυτή τη Βασιλεία, αδελφοί μου, δεν υπάρχουν νεκροί αλλά μόνο ζώντες. Για το Θεό, όμως, υπάρχουν και κάποιοι νεκροί. Λέγει κάπου στην Αποκάλυψη ο Χριστός σ’ έναν Επίσκοπο, ο οποίος δεν ήταν άξιος της αποστολής του: «Εσύ, του λέγει, όνομα έχεις ότι ζείς, αλλά νεκρός εί»(Αποκ. 3,1). Κατ’ όνομα είσαι ζωντανός, κατ’ ουσίαν όμως είσαι νεκρός. Και είσαι νεκρός, γιατί έφυγες από κοντά μου, αποξενώθηκες από μένα, «τήν αγάπη σου την πρώτην αφήκας»(Άποκ. 2,4), άφησες την πρώτη σου αγάπη. Και αφού έφυγες από τη ζωή, επέθανες. Όντως, μπορεί κάποιος να είναι νεκρός πράγματι, αλλά όχι βιολογικά, όταν είναι μακράν του Θεού, όταν διακόψει τη σχέση του με το Θεό. Για το Χριστό αυτός είναι ο νεκρός. Οι άλλοι, «πάντες γάρ αυτώ ζώσι», και ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά Θεός ζώντων (βλ. Λουκ.20,38).
Έτσι είμαστε πεπεισμένοι, ότι ο αδελφός μας και πατέρας μας και ποιμένας της ενορίας αυτής, πατήρ Ευέλθων, «ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει»(Μαρκ. 5,39). Δεν αρμόζει σε μας ο θρήνος, η απόγνωση, η απελπισία. Δεν αρμόζει στα τέκνα της Εκκλησίας, το ερώτημα τί θα γίνει τώρα; τί θα κάνουμε χωρίς τον πατέρα Ευέλθοντα; Τί κάναμε πριν τον πατέρα Ευέλθοντα; Ποιός άνθρωπος είναι αιώνιος; Ποιός θα μείνει σ’ αυτόν τον κόσμο; Ο Θεός δεν θέλει να έχουμε την ελπίδα μας εις άνθρωπον, όσο ενάρετος κι αν είναι αυτός. Ο Θεός θέλει να μας μάθει αυτό που και ο πατήρ Ευέλθων είχε στη ζωή του συνεχές στήριγμα, να έχουμε την ελπίδα μας εις το Χριστό. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος, Αυτός είναι ο ενεργών τα πάντα. Αυτός «δύναται και εκ των λίθων εγείραι τέκνα του Αβραάμ» (Ματθ. 3,9), Αυτός βαστάζει την Εκκλησία του και την οδηγεί εις οδούς σωτηρίας. Έτσι, αδελφοί μου, μές την καρδιά μας να υπάρχει ελπίδα και χαρά, να υπάρχει δοξολογία του Θεού, «Δόξα σοί τώ δείξαντι το φώς» (Ακολουθία του Όρθρου). Να υπάρχει συνεχώς αυτή η δοξολογία του Θεού, η οποία έφερε το φως εις τον κόσμο. «Ιδού ευαγγελίζομαι υμιν χαράν μεγάλην» (Λουκ. 2,10) είπαν οι άγγελοι εις τους ποιμένες. Χαρά μεγάλη, γιατί ετέχθη Χριστός, γιατί ο Χριστός είναι μαζί μας, είναι εν τώ μέσω ημών και τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας∙ γιατί ο Κύριος κατέλυσε το μεσότειχο του θανάτου, έφυγε τη φλογίνη ρομφαία. Δεν υπάρχει πλέον θάνατος. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του σωτήρος θάνατος» (Κατηχητικός Λόγος Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου). Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας δεν μπορούμε να πενθούμε τους κεκοιμημένους αδελφούς μας. Βέβαια πονούμε για το χωρισμό. Είμαστε άνθρωποι. Εκφραζόμαστε ανθρώπινα. Αλλά μές την καρδιά μας έχουμε ακλόνητη ελπίδα, ότι κανένας δεν χωρίζεται από εμάς, κανένας δεν φεύγει από την Εκκλησία του Χριστού και μάλιστα όσοι τον αγάπησαν κι όσοι τον ακολούθησαν.
Ο πατήρ Ευέλθων μας έδειξε το δρόμο, μας έδειξε τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος του Θεού, να είσαι ποιμένας της Εκκλησίας, να είσαι οικογενειάρχης, να είσαι δάσκαλος, να είσαι άνθρωπος πάνω απ’ όλα, εικόνα και ομοίωσις του ουρανίου πατρός. Σε μας απομένει να ακολουθήσουμε το δρόμο Του. Εκείνος ετελείωσεν, έλαβεν τον στέφανον και αναπαύεται εν ειρήνη στους κόλπους του Θεού. Αν μπορούσαμε να τον δούμε τώρα, θα τον βλέπαμε μέσα σε μία ανέκφραστη χαρά, να μας βλέπει και να μας λυπάται∙ να μας λυπάται που τον λυπόμαστε, να μας λυπάται γιατί αισθανόμαστε ότι εμείναμε μόνοι μας. Γιατί δεν καταλαβαίνουμε ότι ο Χριστός είναι μαζί μας. Αυτός είναι το ζητούμενο. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος των πάντων. Μας βλέπει και προσεύχεται για μας, να καταντήσουμε και μείς σ’ αυτή την τελειότητα της πίστεως, σ’ αυτή την εμπειρία του Θεού. Ο πατήρ Ευέλθων έδειξε με τον τρόπο της ζωής του, πώς πρέπει και μείς να πολιτευόμαστε. Ανθρωπος ενάρετος, ελεήμων, φιλήσυχος, αμνησίκακος, φιλόστοργος, με όλα όσα μπορούσαν να κοσμήσουν την εικόνα του ανθρώπου του Θεού.
Αλλά θα πεί κανείς έφυγε γρήγορα. Πράγματι, έφυγε γρήγορα. Κι εγώ, όταν έφυγε και το έμαθα, έλεγα τώρα έφυγε, που θα μπορούσε τώρα να απολαύσει τους κόπους των έργων του, που τώρα όλα ήταν καλά πλέον και όλα ήταν ήσυχα, όλα ήταν όπως ο ίδιος τα επιθυμούσε; Κι όμως, νομίζω, ότι ο καλός Θεός τον επήρε τώρα σ’ αυτή τη στιγμή. Αυτή ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή. Για ποιό λόγο; Γιατί ο Θεός έχει δική Του λογική και έχει δικά Του μέτρα. Τώρα που ήταν όλα καλά και θα απολάμβανε τα αγαθά του ο Κύριος τον άρπαξε από τον κόσμο αυτό, για να μην απολαύσει εδώ τα αγαθά της ζωής, να μην χαρεί τα πρόσκαιρα αυτά πράγματα, αλλά του εφύλαξε το μισθό του σώο, ολόκληρο εις τον ουρανό. Για μας μπορεί να φαίνεται δύσκολο, μπορεί να φαίνεται σκληρό. Για τον ίδιο όμως είναι τρισευλογημένο, για τον ίδιο είναι η μεγαλύτερη επιτυχία, για τον ίδιο είναι πραγματικά αυτό που του άξιζε, να μην «απωλέσει τον μισθόν αυτού»(Ματθ. 10,42).
Θυμάστε σε εκείνο το λόγο του Κυρίου που είπε σε εκείνο τον πλούσιο άνθρωπο. Εσύ, του λέει, απόλαυσες τα αγαθά σου εις τη ζωή σου. Γι’ αυτό, αφού τα απόλαυσες εις τη ζωή σου τώρα δεν έχεις αγαθά να απολαύσεις. Εξόφλησες. Ό,τι είχες να απολαύσεις, το απόλαυσες, ό,τι ήταν να πάρεις το πήρες, ό,τι ήταν να σου δοθεί, σου εδόθηκε. Τώρα δεν έχεις τίποτα. Ο Λάζαρος απόλαυσε τα κακά. Κι όμως μετά έλαβε τη Βασιλεία του Θεού (βλ. Λουκ.16, 9-31). Ο πατήρ Ευέλθων, όπως γνωρίζετε, ήταν άνθρωπος μεγάλης αγάπης αλλά και μεγάλου πόνου. Αυτόν τον πόνο ο Θεός τον διεφύλαξε, θα του τον ανταποδώσει ως αιώνια χαρά εις την αιώνια Βασιλεία του.
Θα τελειώσω αυτά τα φτωχά μου λόγια ενθυμούμενος ένα λόγο του μακαριστού οσίου πατρός μας Παϊσίου του Αγιορείτου, ο οποίος κάποτε, εβρισκόμενος σε δοκιμασία σωματική, έλεγε ότι, έχω τη γνώμη, μου λέγει ο λογισμός μου, ότι, όταν θα αποθάνομε και θα ανοίξουν ξαφνικά τα μάτια μας και θα δούμε την άλλη πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε είναι να ευχαριστήσουμε το Θεό για όλα τα θλιβερά της ζωής μας. Γιατί τότε θα καταλάβουμε, ότι αυτά τα θλιβερά όλα, ο πόνος που περάσαμε, οι δυσκολίες, οι πειρασμοί, οι θλίψεις, οι δοκιμασίες, αυτά όλα απεργάσθησαν «αιώνιον βάρος δόξης» (Β΄Κορ. 4,17). Αυτά όλα τελικά είναι τα οποία μας οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Και τότε θα ευχαριστήσουμε το Θεό, όπως λέει ο προφήτης Δαυίδ, «Αγαθόν μοί ότι εταπείνωσας μέ, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου, αγαθός μοί ο νόμος σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου» (Ψαλμ. 118,71). Είναι αγαθό για μένα, λέγει ο Δαυίδ, είναι ευλογία, το ότι επέρασα δυσκολίες, το ότι εταπεινώθηκα, το ότι επικράνθηκα, γιατί έτσι έμαθα τα δικαιώματά σου, έμαθα ποιός είσαι, έμαθα να ζώ χωρίς ελπίδες στα πρόσκαιρα πράγματα, αλλά να έχω την ελπίδα εις την αιώνια Βασιλεία του Θεού.
Αδελφοί μου αγαπητοί, τελούντες το μνημόσυνο ψάλλουμε πάντοτε «αιωνία η μνήμη». Αιωνία η μνήμη πού; Σε μάς; Εμείς θα θυμόμαστε αιώνια; Μα εμείς δεν είμαστε αιώνιοι. Πώς θα θυμόμαστε αιώνια; Αιωνία η μνήμη είναι η μνήμη του Θεού. Ο Θεός είναι αυτός που ενθυμείται αιώνια τον κάθε άνθρωπο, που περνά από τον κόσμο αυτό. Και είμαστε βέβαιοι, ότι θα είναι αιώνια η μνήμη εν Χριστώ Ιησού του πατρός Ευέλθοντος και των κεκοιμημένων αδελφών μας και κάθε αδελφού μας, ο οποίος φεύγει από τη ζωή αυτή, επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου, έχοντας πίστη και ελπίδα εις την Ανάσταση των νεκρών και εις την αγάπη του Θεού. Ας έχουμε χαρά εις τη ζωή μας. «Χαίρετε, πάντοτε χαίρετε» ( Φιλ. 4, 4 και Α’ Θεσ. 5,16), λέγει η Γραφή. Ας έχουμε χαρά, δοξολογία για όλα τα συμβαίνοντα και για τα καλά και για τα κακά. Γιατί όλα αυτά είναι ευλογία από το Θεό, εάν τα αξιοποιήσουμε εμείς σωστά και πνευματικά. Και η ενορία αυτή και το Παραλίμνι και η Κύπρος και όλοι μας σε αυτή την απουσία θα έχουμε την αιώνια παρουσία του Δίκαιου Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, Αυτού που εγέννησε τον πατέρα Ευέλθοντα, Αυτού που τον έθρεψε, που τον μεγάλωσε, που μας τον χάρισε εις την Εκκλησία Του και που μέχρι συντελείας του αιώνος θα είναι μαζί μας για να γεννά τέκνα του Αβραάμ εις τη δική Του Εκκλησία σε κάθε γενεάν και γενεάν. «Είη το όνομα, λοιπόν, ευλογημένον από του νύν και έως του αιώνος» (Ιώβ 1,21). Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Θεού εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν