Ο γέρων Μελχισεδέκ και ο Μιχαήλος (Μίσα)
25 Ιουνίου 2012
O γέρων Μελχισεδέκ ερημίτης τσα βουνά τής Κεντρικής Ρωσίας τού 18ου αιώνος, νέος ακόμα έγινε δεκτός ώς δόκιμος στο μικρό και απομοπνωμένο μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία. Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί.Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς , εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.
Στο μοναστήρι τού Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον γέροντα να περιποιήται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός ‘εφυγε από το Μοναστήρι , έπεσαν στη γούρνα και πνίγηκαν.
Ο γέρων Μελχισεδέκ ασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μία ημέρα , τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος τής πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο.Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα , όπως αποκαλούσε ο γέροντας την αρκούδα) ένα τεράστιο θηρίο , γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμα του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού , τον Γέροντα να τού δώση φαγητό.
H αρκούδα αυτή είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα τού γεύματος του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιο τηςε, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς μία ώρα που γευματιζε ο Γεροντας.Και περίμενε την πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητή την πησιάση κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του.Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος.
Ζώντας σ΄εκείνη την έρημο ο Γέρο Μελχισεδέκ (τότε πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ δια΄στημα τις διώξεις των αδελφών , που τού αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή. Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Τού έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξι, χωρίς καθυστέρησι, αυτή πήγαινε στο ερημητήριο του και γεννούσε εκεί τ΄αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε , μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας για να πάει σε θερμότερα κλίματα.
Καθώς περνουσε ο καιρός ,οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου τού ζήτησαν να φύγη από εκεινον τον τόπο. Την παραμονή αναχωρήσεως του συνέβη το εξής πςεριστατικό: η χήνα , σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρσμό της από τον προστάτη της , άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μιά εριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της , προς τα πάνω , πάνω από τον πύργο τής Εκκλησίας. Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή κάνοντας κύκλους. Και ύστερα , από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλλο τής Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεαν κι αυτοί πάνω στον τρούλλο και σκοτώθηκαν.
Ο π.Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς τού Γέροντα, είχε καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα .Μία ημέρα , ένας ευεργέτης του γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθή. Ο γέρων, που είχε το προορατικό χάρισμα, είπε στον Μητροφάνη:
-Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή.Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.
-Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή.Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.
Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και ,όντως, η αρκούδα είχε φθασει στο δρόμο και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκεπτη . Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη , το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί τού Γέροντα , τού είπε:
– Τώρα , Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο καιρό, που κινδύνευσε η ζωή μου , άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε με τις προσευχές τού Γέροντα Μελχσεδέκ , σώσε με !» και ο Θεός με έσωσε από το θηρίο.
Μετά τον θάνατο τού γέροντα Μελχισεδέκ , η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ΄εκείνα τα μέρη.