Η αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου – Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος
19 Ιουνίου 2012
Η αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου (1967 – 2005)
Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος
Η Κλεονίκη γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1967 – 30 Ιουνίου, εορτή των αγίων Αποστόλων.
Σε ηλικία 8 ετών έγιναν έκδηλα τα συμπτώματα της μυοπάθειας: λύγιζαν τα γόνατά της και έπεφτε κάτω εύκολα, είχε αστάθεια, κούτσαινε και πήγαινε τοίχο – τοίχο για να μην πέσει κάτω. Με πολύ κόπο πήγαινε σχολείο, ώσπου στην Στ’ τάξη του Δημοτικού, αφού πήγε 2 μήνες -κι εκείνο στην αγκαλιά της μητέρας της- σταμάτησε την εκπαίδευση. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα, συνέχισε να μελετάει στο σπίτι. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο διάβασμα και πολύ καλή μνήμη.
Αρχικά είχε κινητικές δυσκολίες. Για να ανεβεί τα σκαλιά πίεζε τα γόνατα της και πατούσε στις μύτες των ποδιών. Αργότερα επιδεινώθηκε η κατάστασή της. Σαν παιδί που ήταν δεν έπαιζε παρά μόνον κρατούσε το σχοινάκι.
Από την ηλικία των 14 ετών σχεδόν, χρησιμοποιούσε το αναπηρικό καρότσι για 24 χρόνια μέχρι το θάνατο της.
Η μητέρα της την «συναρμολογούσε» κάθε μέρα, γιατί τα άκρα της ήταν πολύ χαλαρά, σα λυμένα.
Επειδή είχε μυϊκή αδυναμία και ατροφία, την έδενε με μία ζώνη από τη μέση της, γιατί αλλιώς έγερνε μπροστά και έπεφτε.
Όταν ήταν κλινήρης δεν μπορούσε ούτε να γυρίσει από το ένα πλευρό στο άλλο ούτε να αλλάξει θέση. Αν τύχαινε να πέσει το χέρι της κάτω, δεν μπορούσε να το ανεβάσει και σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν ήταν μόνη (και επειδή δεν ήταν απαιτητική για να φωνάζει συνέχεια τη μητέρα της για να την εξυπηρετήσει) έσκυβε και με τα δόντια τραβώντας το μανίκι της το ανέβαζε προς τα πάνω. Το πλέον δραματικό ήταν, που δεν μπορούσε ούτε ένα έντομο να διώξει από πάνω της, ούτε ένα μυρμήγκι από το ρούχο της. Κάποτε που είχε έντονο κνησμό στα δάκτυλα των ποδιών, για να βρει κάποια μικρή ανακούφιση, έβαζαν ένα κουβαδάκι με νερό στα πόδια της.
Η μητέρα της αφηγείται ωρισμένες περιπτώσεις με τις συνέπειες της παθήσεώς της:
«Ένα πρωινό, ακόμη δεν είχαμε καροτσάκι, θα ήταν περίπου 13 ετών, χρειάστηκε να λείψω. Την τακτοποίησα καθισμένη κι έβαλα διπλωμένο ένα παπλωματάκι στο πλάι της, να ξεκουράζει το χέρι της. Όταν έφυγα, αύτη πήρε με τα δόντια της και έφερε το παπλωματάκι, που ήταν από μεταξοβάμβακα, στα γόνατα της, για να ξεκουραστεί. Όμως, λύγισε το κεφάλι της κι έγειρε μπροστά και βούλιαξε μέσα στο αφράτο εκείνο παπλωματάκι. Θα πάθαινε ασφυξία και, αφού έστρεψε με πολύ κόπο το κεφάλι της δίπλα, φώναξε -βοήθεια! (ήταν λίγο ανοιχτή η μπαλκονόπορτα). Την άκουσαν από απέναντι, ήρθαν, μα εξώπορτα ήταν κλειστή. Πήγαν στο διπλανό διαμέρισμα και βρήκαν ένα παιδί, πέρασε τα κάγκελα, και τους άνοιξε την πόρτα και την βοήθησαν.
Όταν επέστρεψα, μας είπε ότι αισθάνθηκε δύο φορές, έτσι που ήταν με γερμένο κεφάλι, ένα απαλό αεράκι να τη δροσίζει!».
Και δεν παραπονέθηκε να πει που με άφησες τόση ώρα κ.τλ. Μια άλλη φορά πάλι, πήγε να γυρίσει στο πλάι, έπεσε κάτω από κρεβάτι της, δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το πάτωμα, όπως έπεσε εκεί έμεινε, μέχρι που γύρισε η μητέρα της και τη σήκωσε. Μια άλλη φορά η μητέρα της όταν γύρισε από μια δουλειά δεν είχε κλειδί και η Κλεονίκη σύρθηκε, σκαρφάλωσε μέχρι το πόμολο και άνοιξε την πόρτα.
Καθημερινή άρση σταυρού
Η κλήση του Θεού δεν έχει ποτέ το νόημα να μας μειώσει τον πλούτο της υπάρξεώς μας.
Η Κλεονίκη ανέπαυε πολλούς, που είχαν την ευκαιρία να την δουν και να συζητήσουν μαζί της, γιατί ήταν όλο μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο – αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό στο αξιαγάπητο αυτό πλάσμα.
Είχε πνευματική ωριμότητα, διότι καλλιέργησε τις έμφυτες αρετές της με την μελέτη των εκκλησιαστικών κειμένων. Διάβαζε πολύ, ξενυχτούσε για να τελειώσει ένα βιβλίο. Έλεγε με την διάκριση, που την ξεχώριζε, στη μητέρα της:
-Εγώ θα κοιμάμαι το πρωί, που εσύ έχεις τις δουλειές σου, για να μη σε ενοχλώ, και το βράδυ θα διαβάζω. Και πράγματι, είχε ένα φωτιστικό, δίπλα στο κομοδίνο και διάβαζε. Προγραμμάτιζε να διαβάζει ένα πατερικό βιβλίο την νύχτα και το πρωί κοιμόταν.
Γέμιζε η ψυχή της με το διάβασμα. Τι πατερικά βιβλία, τι βίους αγίων, τι από εγκυκλοπαίδειες, κοινωνικά θέματα, επιστημονικά σύγχρονα σε θέματα Βιοηθικής. Όταν κάτι την ενδιέφερε κρατούσε σημειώσεις για να τα συζητήσει με ειδικούς. Της άρεζε η τελειότητα.
Έκοβε σελίδες από ενδιαφέροντα άρθρα και τα συγκέντρωνε σε άλμπουμ. Έγραψε με ωραία, βυζαντινά γράμματα τον Ύμνο της Αγάπης του αποστόλου Παύλου και αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, και τα έκανε καδράκια να τα έχει κρεμασμένα στον τοίχο του δωματίου της. Στο ψαλτήρι της είχε γράψει στις πρώτες λευκές σελίδες:
«Φύλαγέ με Κύριε από τις παγίδες των δαιμόνων. Έλα φως αληθινό, κρυμμένο μυστήριο, έλα αμάραντο στεφάνι, έλα Μόνε σε κάποιον άλλο που είναι μόνος».
Ήταν καρδιά ελεήμων, καρδιά γεμάτη τρυφερή αγάπη προς όλους. Αξιοποιούσε κάθε στιγμή του χρόνου της για κάτι το δημιουργικό. Ήταν ακούραστο πλάσμα. Μπροστά της οι υγιείς αισθάνονταν ανίκανοι, «τεμπέληδες».
Αρχοντική ψυχή. Της άρεζαν τα αρμονικά φτιαγμένα σχέδια σε κεντήματα, τα ρούχα με ρομαντικά λουλούδια, το ωραίο, το εκλεπτυσμένο.
Παλαιότερα, που είχε κουράγιο, έκανε σελιδοδείκτες σαν εργόχειρο, κεντούσε, και μάλιστα τα έσοδα από όσα πουλούσε τα έστελνε στην Ιεραποστολή. Κάποτε που δεν είχε δύναμη να περάσει την κλωστή με την βελόνα απ’ τον καμβά, τραβούσε με τα δόντια την βελόνα – δεν το έβαζε κάτω στην προσπάθεια της να προσφέρει. Έτσι κέντησε κι ένα κάδρο με την γνωστή παράσταση «προς Εμμαούς». Είχε μεγάλη κλίση για την Ιεραποστολή. Είχε επικοινωνία με τον ιεραπόστολο π. Κοσμά Γρηγοριάτη, που ήταν στο Κολουέζι του Κογκό (υπάρχει και φωτογραφία της με τον π. Κοσμά) και βοηθούσε όσο μπορούσε, με τον τρόπο της, τα πεινασμένα και τα άρρωστα παιδιά.
Η αγάπη δεν αγνοεί τις φυσικές διεξόδους της στον άνθρωπο. Δεν περιφρονεί γι’ αυτό το συναίσθημα, την ευγένεια, την ιλαρότητα, την χαρά, το γέλιο, την λεπτότητα και την τρυφερότητα. Όλα αυτά ξεπηδούν εξαγνισμένα από μία πλούσια εν Χριστώ Ζωή και Καρδιά, που απαρνήθηκε και συνεχώς απαρνείται τον εαυτό της για να γίνει όλη αγάπη που ποτέ δεν ζητάει τίποτα για τον εαυτό της, αφού ποτέ δεν ευκαιρεί γι’ αυτό.
Όταν της εμπιστεύονταν γνωστοί και φίλοι τα προβλήματά τους η Κλεονίκη δεν απαντούσε αμέσως. Μετά λίγες μέρες, αφού τα σκέπτονταν -και τα έκανε θέμα προσευχής- αναφερόταν παρεμπιπτόντως, στο θέμα του καθενός που είχε ρωτήσει, με λίγα λόγια, μετρημένα. Ενώ δεν λογάριαζε τους κόπους και τον εαυτό της δεν έλεγε εύκολα πολλά λόγια. Έπρεπε να σκεφτεί για να μιλήσει, όμως ό,τι έλεγε το έλεγε με χαριτωμένο τρόπο. Γι’ αυτό πολλοί ζητούσαν τις προσευχές της. Για μία περίπτωση έκανε σε μία ήμερα 3.000 κομποσχοίνια. Κι άλλοτε διάβαζε την παράκληση της Παναγίας και άλλων αγίων.
Ο Θεός προτιμά να φανερώνεται μέσω των ταπεινών ανθρώπων που ο κόσμος τους περιφρονεί. (Α’ Κορινθ. 1, 25-28)
Είχε μεγάλη πίστη μα και λογική. Ήταν χωρίς συμπλέγματα, αυτό που λένε στην καθημερινή ζωή, κόμπλεξ, σχετικά με την κατάστασή της. Δεν ήθελε να την λυπούνται, ο τρόπος της ζωής της το έδειχνε. Δεν την άγγιζε ούτε η προσβολή, ούτε την έθιγε κάτι ή όταν κάποτε εκδήλωναν μερικοί τον οίκτο τους, «την καημένη! πώς το έπαθε! κ.τ.λ.».
Δεν είχε ούτε θυμό, ούτε σχολίαζε, είχε μία απάθεια μοναδική. Όταν την στεναχωρούσαν με λόγια ή με υπονοούμενα, δεν τα φανέρωνε αλλού, τα κρατούσε μυστικά μέσα της – χωρίς όμως να συσσωρεύει στο υποσυνείδητο της κακίες, αντιπάθειες κ.τ.λ. Μια μέρα θέλησαν να πάνε με την μητέρα της στα γραφεία της εξωτερικής ιεραποστολής του γιατρού π. Παπαδημητρακόπουλου, κοντά στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, κι επειδή υπήρξε και σχετική καθυστέρησι με το καροτσάκι, ο ταξιτζής έκανε φασαρία με ανάγωγο τρόπο.
Η Κλεονίκη όμως ούτε που σχολίασε τίποτα, ούτε εξεδήλωσε παράπονο πικρίας, που της φέρθηκαν με τέτοιο τρόπο.
Μια άλλη φορά όμως, συνέβη ένας άλλος οδηγός ταξί να τους φερθεί με τέτοιο φιλότιμο όταν τους μετέφερε, μέχρι που προσφέρθηκε να λαδώσει το καροτσάκι κι ούτε τους πήρε χρήματα, παρά είπε «εγώ πήρα την αμοιβή μου!».
Η συναισθηματικότητά μας είναι πλούτος και ευλογία. Είναι δώρο πολύτιμο του Θεού και γίνεται πολύ μεγάλη δύναμη και ισχύς, όταν κατευθύνεται από μία εν πίστει φωτισμένη λογική. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι…. μια υποταγή με εμπιστοσύνη και αμοιβαιότητα, χωρίς να νοιώθουμε ντροπή ή συστολή για ό,τι αποτελεί κληρονομική μας καταβολή.
Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε. Και αυτό θα το πετύχουμε αν ό,τι κάνουμε το κάνουμε με τον Ιησού και την χάρι Του, προσπαθώντας να βλέπουμε και να αγαπούμε με την καρδιά του Ιησού…. Να συσταυρωθούμε με τον Ιησού. Να τον αντικαταστήσουμε στο σταυρό της οδυνόμενης αγάπης Του, συνοδυνώμενοι και συμπάσχοντες. (Ύποτυπώσεις πνευματικής ζωής π. Ευσεβίου Βίττη).
Στην προϊούσα εξέλιξη της ασθένειας η Κλεονίκη είχε την δική της αντίδραση. Ήταν ολοκληρωμένη, έτοιμη για όλα, για κάθε δυσκολία. Ήθελε να είναι ενημερωμένη για την πορεία της ασθένειάς της, είχε έφεση να πραγματοποιεί ό,τι καινούργιο διάβαζε π.χ. παρήγγειλε από την Αμερική ένα ειδικό «εργαλείο» για να γυρίζει τις σελίδες των βιβλίων κάτι σαν καλαμάκι, που στην άκρη είχε μία «βεντούζα» κι απ’ την άλλη ρουφούσε τον αέρα κι’ έτσι γύριζε τις σελίδες των βιβλίων.
Ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα ωρίμου ανθρώπου μα με το αστείρευτο χαμόγελο αθώου παιδιού. Έβλεπε με μάτι αθωότητος τα νέα παιδιά, εντελώς απονήρευτα. Αποδεχόταν ακόμη και το παράξενο ντύσιμο ορισμένων, γιατί δεν ήξερε τι θα πει πονηρία ή κακός λογισμός. Ήταν μία αθώα, αγνή ψυχή μα και σύγχρονη. Δεν άφηνε ούτε ήθελε να στερηθεί κάτι καλό και ευγενικό, π.χ. όταν περνούσε η ολυμπιακή φλόγα από την γειτονιά τους, την πήγαν με το καροτσάκι μέχρι το κεντρικό δρό¬μο και κρατώντας με ενθουσιασμό μικρές Ελληνικές σημαίες, έκανε μεγάλη χαρά σαν μικρό παιδί.
Την διέκρινε πνεύμα μαθητείας γι’ αυτό και πίστευε έμπρακτα στην διά βίου μάθηση. Μάθαινε Αγγλικά, Γερμανικά, για ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει Βουλγάρικα, γιατί είχε βοηθό μία κυρία ξένη. Το «δεν μπορώ» ήταν για όσα αφορούσαν την αρρώστια. Οτιδήποτε άλλο όμως, το επιχειρούσε με πίστη στο Θεό και την δύναμη της θελήσεως. Ήταν φωτισμένη ψυχή, μας είπε η αδελφή της: μας έδινε ιδέες πώς να γράφουμε γράμματα, με τι να στολίσουμε τις ευχετήριες κάρτες, βοηθούσε στα μαθήματα τα ανιψάκια της, είχε μάθει να χειρίζεται τον υπολογιστή όπου έπαιζε κάποτε και για να χαλαρώσει σκάκι με την Ιωσηφίνα, η οποία είχε παρόμοια πάθηση με αυτήν. Το κινητό το χρησιμοποιούσε κρατώντας ένα μολύβι με τα δόντια της και έτσι πατούσε τα πλήκτρα.
Μια άλλη γνωστή της, που έζησε τα τελευταία χρόνια κοντά της εξυπηρετώντας την αναφέρει:
«Περισσότερο εξηρτημένο άτομο (αφού δεν μπορούσε ούτε το χέρι της να μετακινήσει, ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί) δεν είδα αλλά συγχρόνως δεν είδα και περισσότερο ανεξάρτητο άτομο με δίψα για δραστηριότητα. Δεν ήθελε να υστερεί σε τίποτα, πάντα ήταν απασχολημένη με κάτι. Τα χέρια της και τα πόδια της ήταν εξαρθρωμένα, θαρρείς και κρατιόνταν με νήματα από τον κορμό της, όμως πόση αξιοπρέπεια είχε στις καθημερινές στιγμές της (όταν την έλουζαν, όταν την άλλαζαν κ.τ.λ.) Ήταν θαρρείς φευγάτη από το σώμα της, χωρίς όμως να αδιαφορεί γι’ αυτό η να ντρέπεται γι’ αυτό που ήταν. Δεν μας επέτρεπε να την δούμε «σαν χάλια».
Ήταν εκλεκτική, τελειομανής, ετοιμόλογη και με τα χαριτωμένα πνευματώδη «αστεία» που έλεγε, δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα – πολλές φορές επειδή δεν είχε υπερηφάνεια, έφτανε ως τον αυτοσαρκασμό, άλλοτε έπαιζε με τις λέξεις. Κάποτε, που έψαχναν μία μπλούζα για να φορέσει, η μητέρα της είπε επειδή βιαζόταν – διάλεξε γρήγορα, έχεις του κόσμου τις μπλούζες! Και η Κλεονίκη τότε απάντησε, μα ακριβώς, έχω του κόσμου… ας έχω και μία δική μου! Μια άλλη φορά όταν την έκανε μπάνιο η μητέρα της γλίστρησε και της ξέφυγε από τα χέρια και τότε χτύπησε στο κεφάλι της και αντί να κλάψει και να διαμαρτυρηθεί είπε χαριτωμένα: -αύριο θα γράφουν οι εφημερίδες ψυχοπαθής μητέρα στραγγάλισε νήπιο 15 ετών! Υστερόγραφο: το αθώο πλάσμα πλήρωσε για όσα έκανε στην μητέρα της, άρα δεν ήταν και τόσο αθώο! Από τότε δεν την έβαλαν στο μπάνιο».
ΚΛΕΟΝΙΚΗ Η ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”
ΜΕΡΟΣ Β’
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΜΟΥ ΕΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΕΛΕΙΟΥΤΑΙ
Το διακόνημα της αγιογραφίας
Η Κλεονίκη με τα τόσα κινητικά προβλήματα κατόρθωσε να αξιοποιήση τα έμφυτα χαρίσματά της και να επιδοθεί στο διακόνημα της αγιογραφίας έτσι που να φανερωθεί -σ’ αυτήν την αδύναμη σωματικώς- η δύναμη του Θεού. Είναι σαν να είχε εφαρμογή αυτό που γράφει ο προφήτης Ησαΐας:
«Διό τας παρημένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα ανορθώσατε» δηλαδή, ενισχύσατε τα άτονα κουρασμένα χέρια σας και τα παραλυμένα γόνατά σας.
Κάποτε είπε η Κλεονίκη στον πνευματικό της τον π. Ευσέβιο: θέλω να γίνω μοναχή και εκείνος της απάντησε, μα εσύ είσαι μοναχή!
Ο μοναχός είναι ο εν ασθενεία δυνατός. Τι είναι ο μοναχός παρά η προσωποποίηση της υλικής αδυναμίας στον κόσμο αυτόν; Έχει ανακαλύψει όμως το μυστικό «όταν ασθενή δυνατός έστι» και τούτο γιατί «επισκηνοί επ’ αυτόν η δύναμις του Κυρίου Ιησού Χριστού» που ευδοκεί να παρουσιάσει το μεταμορφωτικό της μεγαλείο ακριβώς διά μέσου των οστρακίνων σκευών. Για το λόγο αυτό και ο μοναχός με όλη του την καρδιά «ευδοκεί εν ασθενείαις υπέρ Χριστού». Στην αδύναμη φύση του μοναχού «τελειούται» φανερώνεται πλήρης η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταμορφώνει τον αδύναμο σε δυνατό.
Όπως αναφέραμε, τα χέρια της, ήταν εντελώς χαλαρά, σαν λυμένα… Κι όταν της πρότεινε ο πνευματικός της ο π. Ευσέβιος, να ασχοληθεί με την αγιογραφία, εκείνη, θα ήταν τότε 17 ετών περίπου, δεν τόλμησε να δεχθεί και είπε: Όχι! (τρόμαξε με την σκέψη πώς εγώ θα κάνω τέτοια έργα)! Μετά αρκετά χρόνια, όταν ήταν 23 ετών περίπου, ο πατήρ με τη διάκριση που είχε, της είπε, αρχικά θα κάνεις σκίτσα κι εγώ θα σε βοηθήσω. Άρχισε σταδιακά να σχεδιάζει με σινική μελάνη, μέχρι που της είπε, θα κάνεις 5-6 ζευγάρια μάτια και εγώ θα έλθω να τα δω. Τότε, εκείνη έκανε προσχέδια, όμως ήθελε να τα σβήσει γιατί δεν της άρεζαν. Κι όμως, όταν ήλθε ο πατήρ Ευσέβιος, είπε: Αυτά ακριβώς τα μάτια (εκείνα δηλαδή, που αυτή ήθελε να σβήσει!) είναι πολύ καλά. Κι έτσι, κάνοντας υπακοή άρχισε από το 1991 να παρακολουθεί ειδικά μαθήματα στο Ησυχαστήριο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Στην αρχή έκανε μαθήματα για το χρώμα των ενδυμάτων και μετά τον επόμενο χρόνο για το χρώμα στα πρόσωπα των αγίων.
To 1993 απέκτησε ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα (καβαλλέτο), κατασκευή και δωρεά πνευματικών αδελφών. Αυτό το καβαλλέτο, το σχεδίασε ο π. Ευσέβιος και το έθεσαν σε εφαρμογή δύο πνευματικοί αδελφοί – μηχανικοί (ο αείμνηστος κ. Μίμης Θεοδοσέλης και ο κ. Φώτης Αλεξανδρίδης). Ήταν ειδικά κατασκευασμένο και είχε στην δεξιά πλευρά του ελάσματα – πλήκτρα, που όταν τα πίεζε η Κλεονίκη μετακινούσε την εικόνα που αγιογραφούσε όπου ήθελε (πάνω – κάτω – δεξιά – αριστερά).
Καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της, ακουμπούσε τους αγκώνες της σ’ ένα υποστήριγμα και κινούσε μόνο την παλάμη αγιογραφώντας.
Έβαζε στο κασετόφωνο την παράκληση του εκάστοτε αγίου ή αγίας που αγιογραφούσε και έλεγε την ευχή.
Πριν να αρχίσει το έργο της διάβαζε μία προσευχή που την είχε γραμμένη πάνω – δεξιά στο πλαίσιο.
«Δέσποτα Θεέ των όλων, φώτισον, συνέτισον την ψυχήν, την καρδίαν και την διάνοιαν του δούλου σου και τας χείρας αυτού εύθυνον προς το αμέμπτως και αρίστως διαγράφειν το είδος της εμφορείας σου και της Πανάχραντου Μητρός Σου και εις φαιδρότητα και ωραϊσμόν της Αγίας Σου Εκκλησίας».
Κάποτε, συνέβαινε, όπως μας είπε η μητέρα της, να παγώνουν τα δάκτυλά της, ξύλιαζαν και δεν μπορούσε να τα κινήσει και της έπεφτε κάτω το πινέλο. Τότε τα ζέσταινε η μητέρα της με την αναπνοή της, και της ξανάδινε το πινέλο για να συνεχίσει με εκείνα «τα απαλά δάκτυλα που είχαν μοναδική πλαστικότητα».
Και στις αναποδιές, δεν της έλειπε το χιούμορ. Κάποτε, μετά το χρύσωμα που έκανε στην εικόνα, έπεφταν ψήγματα χρυσού στην ποδιά της και είπε -είδες τι χρυσό κορίτσι έχεις;
Αξιώθηκε να αγιογραφήσει περισσότερες από 50 εικόνες, του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων.
Σε μία αγιογραφία είχε γράψει κάτω απ’ την εικόνα «Κύριε κάθε μου έργο να αρχίζει με Σένα και να τελειώνει σε Σένα» (στάρετς Αντώνιος).
Αγιογράφησε ακόμα μεγαλύτερες εικόνες, που τοποθετήθηκαν στο τέμπλο του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ηλιουπόλεως: την Αγία Κυριακή και την Αγία Υπομονή.
Μετά από πρόσκληση του σωματείου Άγιος Χριστόφορος (βοήθεια στα μυοπαθή παιδιά) πήγε επί τρία συνεχόμενα έτη, τους καλοκαιρινούς μήνες, στην Παιανία Αττικής, όπου μετέδωσε σε παιδιά με κινητικά προβλήματα, τις γνώσεις και την εμπειρία της για την τέχνη της αγιογραφίας.
Τον Απρίλιο του 1997 μετά από εισήγηση του κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Νικολάου Ματσούκα έγινε έκθεση έργων της Κλεονίκης στη Θεολογική Σχολή. Μάλιστα η ίδια μίλησε στα εγκαίνια, χωρίς προετοιμασία, σε φοιτητές και καθηγητές, ήταν και ο τότε Πρύτανης κ. Μιχαήλ Παπαδόπουλος, και μεταξύ άλλων είχε πει ότι το έργο της και η ζωή της στηρίχθηκε στην πίστη του Ιησού Χριστού και στην βοήθεια του γέροντος Ευσεβίου. Μετά την έκθεση και την ομιλία της οι καθηγητές κ. Ν. Ματσούκας και Λ. Σιάσιος έλεγαν – δεν μπορούμε να ξεχάσουμε αυτό που ζήσαμε!
Ζωγράφισε ακόμη τον στρατηγό Μακρυγιάννη και έγραψε δίπλα από το πορτραίτο του με καλλιγραφικά γράμματα τα εξής: Χωρίς Αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους τα έθνη δεν υπάρχουν. Συνολικά αγιογραφούσε επί 13 συνεχή έτη (από την ηλικία των 26 ετών έως τα 38 χρόνια της, που κοιμήθηκε).
Τιμήθηκε με 4 βραβεία από εκθέσεις αγιογραφίας. Ένα ποσόν από τα έσοδα από τις πωλήσεις των έργων της έστελνε στην Ιεραποστολή της Αφρικής (όπως έκανε παλαιότερα που κεντούσε και έκανε εργόχειρα με χάντρες, σταυρούς μικρούς, σελιδοδείκτες, τσαρουχάκια κ.τ.λ.). Την χαρακτήριζε η τάξη, η νοικοκυροσύνη. Όλα στο γραφείο της ήταν καταχωρημένα με ευταξία π.χ. είχε ένα ημερολόγιο όπου έγραφε λεπτομερώς όλα τα βιβλία, πού βρίσκεται το καθένα, σε ποιο ράφι, ποιο συρτάρι όλα ήξερε πού βρίσκονται ακριβώς. Στην πρώτη σελίδα αυτού του ημερολογίου έγραφε: «Κάνε Κύριε όσα κάνω διαβάζω και γράφω, διαλογίζομαι και σκέφτομαι να είναι για την δόξα του Ονόματός Σου» (στάρετς Αντώνιος.)
Οι δοκιμασίες και η ευεργετική επίδραση του παραδείγματός της.
«Όλα να τα κάνετε χωρίς γογγυσμούς και διαλογισμούς για να γίνετε άμεμπτοι και ακέραιοι, παιδιά του Θεού αγνά μέσα σε μία γενεά διεφθαρμένη και διεστραμμένη, μεταξύ των οποίων λάμπετε στον κόσμο σαν αστέρια» (Φιλιπ. 2, 14).
Με την πάροδο του χρόνου, λόγω της προϊούσης πορείας της ασθένειάς της, η Κλεονίκη παρουσίαζε περισσότερες κινητικές δυσκολίες. Κάποτε, αυτό επιδρούσε και στην ψυχολογική της κατάσταση. Σε μία δύσκολη περίπτωση, επικαλέσθηκε τρεις φορές τον πνευματικό της – αχ! Πάτερ που είσαι; Επειδή ήταν και μυστική, δεν είπε τίποτε σε κανένα. Και την επόμενη μέρα, ο π. Ευσέβιος ήρθε και την επισκέφτηκε και μίλησαν για αρκετή ώρα.
Η μητέρα της αναφέρει: «όταν είχε επιδείνωση η αρρώστειά της μού έλεγε, μη με αφήνεις να κοιμηθώ πάνω από δυο ώρες, γιατί αισθανόταν ότι κόβεται η αναπνοή της. Πολλές νύχτες ξημερωνόμασταν.
Αν και ποτέ δεν παραπονιόταν, δεν γόγγυζε, είχε υπομονή σε όλα, σαν άνθρωπος όμως είχε τις δυσκολίες της, ιδίως φοβόταν όταν χρειαζόταν να λείψει η μητέρα της για ιατρικές επεμβάσεις. Αναφέρει η μητέρα της:
«Πολλές νύχτες ξημερωνόμασταν άγρυπνες γιατί πιανόταν το σώμα της, πονούσε όλο, ήθελε να της γυρίζω τα πόδια στην άλλη πλευρά, δεν την χωρούσε το κρεβάτι, που το έβλεπε σαν κάτι που της φέρνει μόνο πόνο, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήθελε να αλλάζει δωμάτιο, δεν ησύχαζε. Ένα βράδυ, ήταν άρρωστη, είχε κολλήσει από εμένα οξεία βρογχίτιδα, ξενυχτήσαμε και οι δύο, είχε πυρετό και βήχα.
Από τις 10 το βράδυ ως τις 6 το πρωί δεν κλείσαμε μάτι ούτε λεπτό στο κρεβάτι, ούτε λεπτό στο καρότσι. Από το κρεβάτι την έβαζα στον γερανό, έχοντας τους ιμάντες στις μασχάλες και στους μηρούς, και από το καρότσι πάλι στο κρεβάτι.
Τι άσκηση πνευματική, λέω τώρα, ήταν εκείνη την νύχτα! Έτρεχαν τα μάτια μου δάκρυα και είπα – Θεέ μου, δεν μπορώ άλλο! Αυτό ήταν – μαχαίρι! Σταμάτησε, ησύχασε από τότε, έγειρε και κοιμήθηκε. Ήταν φαίνεται κι αυτό στο πρόγραμμα του Θεού. Από τότε! έκανα 7 χρόνια να αρρωστήσω με τη χάρι του Θεού.
Στα 30 χρόνια που είχε την ασθένεια με τα σοβαρά προβλήματά της μόνο δυο νύχτες κοιμηθήκαμε όλη την νύχτα από θαύμα. Συνήθως ξυπνούσαμε τρεις έως τέσσερεις φορές κάθε νύχτα».
ΚΛΕΟΝΙΚΗ Η ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/kleonikh-symeonidou.el.aspx