Οι Αγιοι Βαρνάβας, Γεννάδιος, Γεράσιμος, Γερμανός, Θεόγνωστος, Θεόκτιστος, Ιερεμίας, Ιωάννης, Ιωσήφ, Κόνων, Κύριλλος, Μάξιμος και Μάρκος οι Οσιομάρτυρες της Ιεράς Μονής Καντάρας
19 Μαΐου 2012
Η Κυπριακή Εκκλησία διατήρησε τη λυχνία της Πατρίδος και της Ορθοδοξίας σταθερά ακοίμητη και σε χρόνους κατά τους οποίους χωρίς την Εκκλησία η λυχνία θα είχε προ πολλού σβεσθεί.
Μέσα από το φωτόλαμπρο νέφος των δαδοφόρων ηρωικών αθλητών της Κυπριακής Εκκλησίας, ολόφωτες προβάλλουν οι μορφές των αγίων δεκατριών Μοναχών και Ομολογητών της ιεράς μονής Παναγίας Καντάρας.
Οι Αγιοι αυτοί Οσιομάρτυρες εζησαν το 13ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους πού η νήσος της Κύπρου ευρισκόταν κάτω από την φράγκικη κυριαρχία. Οι κατακτητές εκαναν το πάν, για να υποτάξουν την Εκκλησία στην εξουσία του Πάπα. Η προσπάθειά τους αρχισε από το 1220. Σε ενα συνέδριο, πού εγινε στην πόλη της Λεμεσού και στο οποίο ελαβαν μέρος αντιπρόσωποι του κλήρου των Λατίνων και της αρχουσας τάξεως, αποφασίσθηκε να επιβληθούν καταπιεστικά μέτρα για την ολοκληρωτική επικράτηση της Λατινικής Εκκλησίας. Μπροστά στα μέτρα αυτά η στάση του Ορθοδόξου κλήρου και των μοναχών υπήρξε πραγματικά υπέροχη και αξιοθαύμαστη.
Περί το 1228 οι ασκητές Ιωάννης και Κόνων, πού εγκαταβιούσαν σε ενα από τα μοναστήρια του Καλού Ορους της Σίδης (Αλλαγιάς) της Μικρασιατικής Παμφυλίας και πού διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, αφησαν το μοναστήρι τους και ήλθαν στην Κύπρο. Στην αρχή πήγαν στη μονή Μαχαιρά. Αργότερα αποσύρθηκαν από εκεί μαζί με εναν αλλο ασκητή, τον Θωμά, στην ιερά μονή του Χρυσοστόμου. Μα και εδώ δεν ευρήκαν ανάπαυση. Ετσι εγκαταστάθηκαν στο απόμερο μοναστήρι της Παναγίας της Καντάρας και αρχισαν την ασκησή τους.
Η ευλάβεια των ασκητών μαζί με την εκκλησιαστική τους δραστηριότητα, τη φιλανθρωπία και την αγάπη για τους πάσχοντες αδελφούς, εκαμαν ωστε σε λίγο καιρό να προστεθούν και αλλοι μοναχοί στην ασκητική τους παλαίστρα. Η φήμη της ευλάβειας και της αρετής των ταπεινών Οσίων εφθασε και στα αυτιά των Λατίνων. Στο ακουσμα της φήμης αυτής ο φθόνος αναψε στην καρδιά των Λατίνων. Ο Φράγκος Αρχιεπίσκοπος Ευστόργιος, πού εμενε στην Λευκωσία, αμέσως κάλεσε κοντά του τον ιεροκήρυκά του Ανδρέα και τον διέταξε να πάρει το βοηθό του, κάποιον Ηλίερμο, για να πάνε στο μοναστήρι της Καντάρας. Επρεπε οι ιδιοι να δούν και να πιστοποιήσουν τα λεγόμενα, μα και να παρασύρουν τους Οσίους στο δικό τους δόγμα. Ομως αυτό δεν ήταν δυνατόν. Οι αντιπρόσωποι του Ευστοργίου εφυγαν από τη μονή απρακτοι και προσβεβλημένοι.
Οι πατέρες της Καντάρας κλήθηκαν να λογοδοτήσουν στον Λατίνο Αρχιερέα στη Λευκωσία. Ετσι και εγινε. Οι Οσιοι, ενώπιον του Ευστοργίου, εμειναν αμετάθετοι στην Ορθόδοξη πίστη και υπερασπίσθηκαν την Ορθόδοξη διδασκαλία. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν, να μαστιγωθούν και να ριχθούν στη φυλακή, οπου παρέμειναν εγκλειστοι επί τρία χρόνια. Στις 5 Απριλίου του 1231 οι αβάσταχτες κακουχίες προκάλεσαν το θάνατο του Οσιομάρτυρος Θεογνώστου. Οι Λατίνοι πήραν το τίμιο λείψανο, το εσυραν στους δρόμους της Λευκωσίας και στη συνέχεια το εριξαν στη φωτιά και το εκαψαν.
Ο Φράγκος Αρχιεπίσκοπος, οντας υποχρεωμένος να απουσιάσει από την Κύπρο, εγραψε στον Πάπα της Ρώμης Γρηγόριο Θ’ (1227-1241) και ζήτησε οδηγίες τί να κάνει με τους μοναχούς της μονής Καντάρας. Και αυτός συμβούλεψε να κληθούν για τρίτη φορά οι μοναχοί και να ερωτηθούν τί πιστεύουν. Εάν επιμένουν στη γνώμη τους, τότε να τιμωρηθούν ως αιρετικοί.
Υστερα από την υπόδειξη αυτή, ο Ευστόργιος ανέθεσε την υπόθεση των Οσίων Πατέρων στον αντιπρόσωπό του Ανδρέα. Οι Αγιοι ομολόγησαν και πάλι την Ορθόδοξη πίστη τους και διεκήρυξαν το Συνοδικόν της Ζ’ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο αναγιγνώσκεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ετσι κάηκαν, κατόπιν πολλών βασανιστηρίων, «ράβδοις ανηλεώς τυπτόμενοι και την σάρκα κατατεμνόμενοι», οπως λέγει ανώνυμος χρονογράφος, από τους Φράγκους, το 1231, επειδή ενέμεναν με πνευματική ανδρεία την Ορθόδοξη πίστη, αρνούμενοι τις καινοτομίες των Λατίνων.