Πουθενά δεν είναι ο Θεός· ούτε εδώ ούτε εκεί!
12 Μαΐου 2012
Κυριακή της Σαμαρείτιδας
Ο διάλογος του Ιησού Χριστού με τη σαμαρείτισσα γυναίκα, που ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο, έγινε στην αρχή της τριετίας, αμέσως υστέρα από την παράδοση του βαπτιστή Ιωάννη. Τότε ο Ιησούς Χριστός, που βρισκόταν στην Ιουδαία, έφυγε για τη Γαλιλαία. Η Ιουδαία είναι στα νότια της Παλαιστίνης, η Γαλιλαία είναι στα βόρεια και στη μέση είναι η Σαμάρεια. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν, που ήταν στα Ιεροσόλυμα για την εορτή του Πάσχα, γυρίζοντας τώρα και πηγαίνοντας από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, περνάει από τη Σαμάρεια. Ο καιρός είναι μετά την άνοιξη, έχει αρχίσει πια να παίρνει καλοκαίρι κι είναι δικαιολογημένη η κόπωσή του, πεζοπορώντας καλοκαιριάτικα μέσ’ στο μεσημέρι. Βρίσκεται στην πόλη Σιχάρ, κοντά στον τόπο, που ο Ιακώβ στα παλιά χρόνια είχε δώσει στο γιό του τον Ιωσήφ.
Εκεί ήταν ένα πηγάδι, κι ο Ιησούς Χριστός, «κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας» κουρασμένος όπως ήταν από την οδοιπορία και διψασμένος, πήγε και καθόταν απλά και ταπεινά κοντά στο πηγάδι. Εδώ πρέπει να πούμε τώρα ότι ο Ιησούς Χριστός, καθώς είναι ο Θεός, είναι μαζί και άνθρωπος. Κουράστηκε, πείνασε, δίψασε και, καθώς γράφει ο Απόστολος, «μετέσχε παραπλησίως των αυτών», ήταν δηλαδή σχεδόν σαν κι εμάς. Αυτό το «παραπλησίως», που εμείς τώρα το εξηγήσαμε «σχεδόν», θέλει να πει πως ο Ιησούς Χριστός σε όλα ήταν σαν κι εμάς, με μια μόνο διαφορά, πως δεν είχε πάνω του αμαρτία· «αμαρτίαν ουκ εποίησε…» λέει ο Προφήτης. Κι όχι μόνο δεν έκαμε αμαρτία, μα και δεν είχε καμιά σχέση με την αμαρτία, καθώς ο ίδιος το είπε στους μαθητές του όταν τους μιλούσε μετά το μυστικό δείπνο· «έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν…»· έρχεται ο άρχοντας που εξουσιάζει τούτο τον κόσμο, αν και σ’ εμένα δεν έχει καμιά εξουσία. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος «εκ Πνεύματος Αγίου», άνθρωπος σαν κι εμάς, που κάθεται τώρα κουρασμένος κοντά στο πηγάδι. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, για να δείξει πως δεν μας διηγείται καμιά πλαστή ιστορία, μας καθορίζει με ακρίβεια και τον τόπο και το χρόνο, που ο Ιησούς Χριστός συναντήθηκε με τη σαμαρείτισσα γυναίκα. Όταν οι μαθητές πήγαν στη πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα, τότε ήρθε μια γυναίκα για να πάρει νερό.
«Δος μοι πιείν», δος μου να πιω, είπε ο Ιησούς Χριστός στη γυναίκα κι άρχισε ο διάλογος. Αυτός ο διάλογος είναι από τα πιο χαρακτηριστικά κεφάλαια της ευαγγελικής ιστορίας, έτσι όπως μας τον παραδίδει πολύ ζωντανά ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Ο θείος Διδάσκαλος μιλάει με πολλή απλότητα και η σαμαρείτισσα γυναίκα δείχνει στα λόγια της πως δεν της λείπουν κάποια θρησκευτικά και πνευματικά ενδιαφέροντα. Παραξενεύτηκε στην αρχή πώς μπορούσε ένας Ιουδαίος να ζητάει νερό από μια σαμαρείτισσα· γιατί τους Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες τους χώριζε μεταξύ τους παλιά θρησκευτική έχθρα τόσο, που δεν είχαν μεταξύ τους καμιά επικοινωνία και επαφή.
Στη συνέχεια ο διάλογος προχωρεί ήρεμα και φυσικά, σαν υπόδειγμα που μας δίνει ο θείος Διδάσκαλος για τον τρόπο, με τον όποιο κι εμείς πρέπει να συζητούμε, κι όταν συμβαίνει να έχουμε διαφορετικές μεταξύ μας γνώμες, κι όταν θέλουμε να διορθώσουμε εκείνους που μπορεί να πλανιούνται. Η σαμαρείτισσα απορεί και ρωτάει, γιατί τα λόγια που ακούει της φαίνονται ανεξήγητα, κι ο Ιησούς Χριστός αφήνει σιγά-σιγά να φανεί ποιός είναι. Συνομιλούν κι ό καθένας στέκει σε μια δική του και ξεχωριστή βάση. Η σαμαρείτισσα ακούει για νερό κι εννοεί το φυσικό νερό του πηγαδιού και σκέφτεται τον κόπο της να πηγαίνει κάθε μέρα για να πάρει απ’ αυτό το νερό. Ο Ιησούς Χριστός μιλάει για το πνευματικό νερό, για τη δροσιά του Αγίου Πνεύματος, που αν το πιεί κανένας μια φορά, δεν ξαναδιψάει. Η γυναίκα μιλάει με πολύ σεβασμό και εκτίμηση προς τον Ιησού Χριστό, χωρίς βέβαια να ξέρει ποιός είναι. Τον ονομάζει πάντα Κύριο και σε μια στιγμή του λέει· «Κύριε, δος μου αυτό το νερό για το οποίο λες, για να μη διψώ και για να μην έρχομαι κάθε μέρα εδώ να βγάζω νερό από το πηγάδι».
Στο σημείο αυτό γίνεται ένα μεγάλο βήμα στο διάλογο. Ο Ιησούς διακόπτει απότομα τη συνέχεια του λόγου και με πολλή διάκριση θίγει μια μυστική πτυχή της ζωής της γυναίκας με την οποία συνομιλεί. Εκείνη με ειλικρίνεια ξεσκεπάζει έμμεσα τη συνείδησή της. Αισθάνεται να πέφτει πάνω της και να την ερευνά μέσα της το μάτι του Θεού. Και τα λόγια της τώρα είναι μια ανεπιφύλακτη ομολογία για τον Ιησού Χριστό και συγχρόνως μια ταπεινή εξομολόγηση για τον εαυτό της· «Κύριε, βλέπω και καταλαβαίνω πως είσαι προφήτης!».
Στο δεύτερο τελευταίο τούτο μέρος του διαλόγου φαίνεται πως η σαμαρείτισσα δεν είναι μια γυναίκα χωρίς κάποια πνευματικά ενδιαφέροντα. Μόλις διαπιστώνει πως ο Ιησούς Χριστός είναι προφήτης, αμέσως θυμάται να τον ρωτήσει για ένα θρησκευτικό ζήτημα, που χωρίζει τους Σαμαρείτες από τους Ιουδαίους. Σε ποιό τόπο πρέπει να λατρεύεται ο Θεός; Οι Ιουδαίοι πιστεύουν πως τόπος της θείας λατρείας είναι ο ναός στα Ιεροσόλυμα· οι Σαμαρείτες αντίθετα ότι είναι το όρος Γαριζίν στη Σαμάρεια. Η σαμαρείτισσα λοιπόν θαρρεί τώρα ότι στο πρόσωπο αυτού του προφήτη βρήκε τον άνθρωπο για να μάθει την αλήθεια. Και καθώς προχωρεί η συζήτηση, ο Ιησούς Χριστός φτάνει να πει τον μοναδικό εκείνο λόγο, που αποτελεί τη βάση της αληθινής λατρείας. «Ο Θεός είναι πνεύμα, κι εκείνοι που τον προσκυνούν πνευματικά κι αληθινά πρέπει να τον προσκυνούν».
Το ζήτημα ήταν καίριο και βασικό. Πού είναι ο Θεός και πού και πώς πρέπει στ’ αλήθεια να προσκυνούμε το Θεό; Πουθενά δεν είναι ο Θεός· ούτε εδώ ούτε εκεί. Γιατί ο Θεός είναι παντού και μέσα μας. Ο Θεός είναι πνεύμα, και το πνεύμα «όπου θέλει πνεί»· πνέει όπου θέλει, πνέει παντού και δεν δεσμεύεται από το χώρο και το χρόνο. Όλος ο κόσμος πλέει και κολυμπά μέσα στο Πνεύμα του Θεού, καθώς λέγεται στη θεία Γραφή, ότι στη δημιουργία του κόσμου «πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω της αβύσσου»· το πνεύμα του Θεού απλωνόταν πάνω από τον ανήλιαγο και σκοτεινό κόσμο. Ο Θεός, το πνεύμα του Θεού είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Εδώ δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε την αλήθεια, αν δεν ερχόταν ο ίδιος ο Θεός στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, για να μας εξηγήσει. Η σαμαρείτισσα καλά το πίστευε πως γι’ αυτά τα πράγματα θα μας έλεγε και θα μας εξηγούσε ο Μεσσίας. Το Θεό δεν τον είδε κανένας ούτε μπορεί να τον δει. Τον είδαμε στο πρόσωπο του Ιησού· «ο εωρακώς εμέ εώρακε και τον πατέρα», είπε ο ίδιος· εκείνος που είδε έμενα είδε και τον πατέρα. Ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος του Θεού, που έγινε άνθρωπος, «εκείνος εξηγήσατο», μας εξήγησε και μας είπε για το Θεό. Ό,τι πιστεύουμε για τον Πατέρα το ξέρουμε από τον Υιό με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος· το Άγιο Πνεύμα μας φωτίζει και μας φέρνει προς τον Υιό, και ο Υιός μας οδηγεί και μας ανεβάζει προς τον Πατέρα. Αυτός είναι ο δρόμος της θεογνωσίας, καθώς γράφει ό Μέγας Βασίλειος, «από ενός Πνεύματος διά του ενός Υιού επί τον ένα Πατέρα».
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στο διάλογο. Η σαμαρείτισσα γυναίκα νόμισε πως προχώρησε πολύ ο λόγος. Ίσως και να κουράστηκε και να μην μπορεί πια να πετάξει ο λογισμός της, για να φτάσει και να καταλάβει το «Πνεύμα ο Θεός…». Γι’ αυτό τα περισσότερα πάνω σ’ αυτό το θέμα αφήνει να τα ακούσουν οι άνθρωποι από το στόμα του Μεσσία, που πιστεύει πως θα ‘ρθει σταλμένος από το Θεό. Βλέπει πως έχει ενώπιον της ένα προφήτη, μα δεν βάζει με το νου της πως αυτός μπορεί να είναι ο Μεσσίας. Και το θέμα είναι τόσο σπουδαίο, που μόνο ο Μεσσίας θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό με απόλυτο κύρος. Τότε ο Ιησούς Χριστός με μια σύντομη φράση της αποκαλύπτει πως αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός· «εγώ ειμί ο λαλών σοι», εγώ είμαι που σου μιλώ.
Με τον τελευταίο αυτό λόγο του Ιησού κλείνει ο διάλογος. Στο μεταξύ ήρθαν οι μαθητές κι έλεγαν στο Διδάσκαλο· «Διδάσκαλε, φάγε». Εκείνος τους είπε· «Εγώ έχω να φάγω φαγητό, που εσείς δεν το ξέρετε… Δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε και να τελειώσω το έργο του». Πεινούσε, μα πριν από τη φυσική τροφή έθετε την αποστολή του· όπως και διψούσε, όταν ζήτησε νερό από τη σαμαρείτισσα, μα δεν φαίνεται πως ήπιε. Γιατί πριν από το φυσικό δικαίωμα βάζει πάντα το ηθικό χρέος· κάτι, που εμείς οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουμε εύκολα.
Στο μεταξύ η σαμαρείτισσα γυναίκα άφησε τη στάμνα της κι έτρεξε στη πόλη, και σχεδόν εξομολογήθηκε δημόσια και ανάγγειλε την παρουσία ενός προφήτη, με τη βεβαιότητα μάλλον πως αυτός ήταν ο Χριστός. Ξεκίνησαν από τη πόλη ο κόσμος κι έρχονταν να δουν και να ακούσουν μόνοι τους τον προφήτη και για να ομολογήσουν μόνοι τους ύστερα ότι «ούτος εστίν αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός». Όπως τους είδε να έρχονται, ο Ιησούς Χριστός τους έδειξε στους μαθητές του και τους παρομοίασε με τα σπαρμένα χωράφια, που αυτή την εποχή ήταν έτοιμα για θερισμό. Είχαν ωριμάσει οι άνθρωποι κι ήσαν έτοιμοι να ακούσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, να δώσουν καρπό μετανοίας. Μακάρι κι εμείς, αδελφοί μου, να είμαστε πάντα έτοιμοι για να δεχτούμε το κήρυγμα του Ευαγγελίου και πρόθυμοι για να δώσουμε καρπό μετανοίας, που θα είναι η σωτηρία μας και η δόξα του Θεού. Αμήν.
(ο Σ.Κ.Δ. «Ο λόγος του Θεού»)