Συνέντευξη Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου με θέμα τον όσιο Γέροντα Παναή από την Λύση
30 Απριλίου 2012
Συνέντευξη Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου που παραχώρησε στον π. Ανδρέα Αγαθοκλέους, τη Δευτέρα, 18 Μαρτίου 2012, στην Μητρόπολη Μόρφου στην Ευρύχου, με θέμα τον όσιο Γέροντα Παναή από την Λύση.
Πανιερώτατε, μέχρι την χειροτονία σας σε επίσκοπο ήσαστε στη Λάρνακα. Πολύ φυσικό να γνωρίζατε τον παππού Παναή. Πότε και πώς τον γνωρίσατε; Πέστε μας λίγα λόγια, για να μπούμε μετά και στ’ άλλα.
Στη Λάρνακα πρωτοπήγα την 17η του μηνός Ιανουαρίου το 1987 ή, πιο συγκεκριμένα, τη 16η στον εσπερινό του αγίου Αντωνίου, για να εγκαταβιώσω ως μοναχός στο προσκύνημα του αγίου Γεωργίου του Κοντού, εκεί όπου ζούσε ο π. Συμεών. Ο π. Συμεών ως άνθρωπος, ο οποίος πίστευε και πιστεύει στη δύναμη της λαϊκής ευσέβειας της Κύπρου κι ότι αυτή η ευσέβεια μπορεί να γεννά ακόμα και σήμερα ανθρώπους του Θεού, ενάρετους και αγιασμένους ανθρώπους, και ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς μία λαϊκή ευσέβεια, η οποία έχει σχέση με δεισιδαιμονίες και υπερβολές διαφόρων γραφικών γραϊδίων, αλλά, εάν κάποιοι άνθρωποι αυτήν την λαϊκή ευσέβεια την κρατήσουν σε όρια εκκλησιαστικά και έχουν πνευματική σχέση με κάποιους πατέρες, αυτή μπορεί να καρποφορήσει αρετήν και αγιότητα. Αυτό το πίστευε ο π. Συμεών και το πιστεύει, ιδιαιτέρως για τους παλαιούς Κυπρίους αλλά, από ό,τι βλέπω, ισχύει και για τους νεότερους Κυπρίους. Στο λέω έτσι μ ένα αίσθημα αισιοδοξίας που έχω μέσα μου. Ο π. Συμεών, λοιπόν, ήθελε να μ’ εγκλιματίσει και με την Κυπριακή αγιότητα, όταν ήρθα από την Ελλάδα κουβαλώντας μαζί μου μονάχα την Ελλαδική εμπειρία, του γέροντος Πορφύριου, του γέροντος Παίσιου, τoυ π. Ιάκωβου, του π. Ευμένιου και πολλών άλλων. Αυτούς τους αγίους ανθρώπους γνώρισα και είναι αλήθεια ότι αυτοί εκόμιζαν ένα υψηλού επιπέδου ασκητισμό και γεροντισμό της εποχής εκείνης. Εγώ αισθανόμουν ότι στην Κύπρο ήρθα σ’ ένα φτωχό συγγενή, μπροστά σ’ αυτή την παράδοση που εκόμιζαν αυτοί οι μεγάλοι ασκητές, οι πιο πολλοί της Μ. Ασίας και της Κρήτης, όπως ο Γέρο-Ευμένιος.
Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είχα λάθος. Ότι η Κύπρος, δηλαδή, δεν ήταν ένας φτωχός συγγενής αλλά ότι ήταν μια άλλη εκδοχή της ίδιας παράδοσης, αφού ο γέρο-Παίσιος ήταν από τα Φάρασσα. Όταν ανακάλυψα πού ήταν τα Φάρασσα, διαπίστωσα ότι ήταν στην γειτονιά της Κύπρου. Είναι λίγο πιο πάνω από την Κιλικία, στον Αντίταυρο. Από πού ήταν ο γέρο- Ιάκωβος; Από το Λιβίσι της Μ. Ασίας, δίπλα ακριβώς από τη Ρόδο. Αν σκεφτούμε, λοιπόν, ότι από τα Φάρασσα ήταν και ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, διαπιστώνουμε ότι αυτή η περιοχή, της καθ’ ημάς Ανατολικής Μεσογείου, έχει μία ενιαία παράδοση γύρω από το τι είναι άσκηση, τι εκκλησιαστικό φρόνημα και τι είναι αγιότητα. Αυτά, βέβαια, τα αντιλήφθηκα ύστερότερα.
Ο γέρο-Παναής ήταν ο πρώτος στο πρόσωπό του οποίου είδα την κυπριακή ευσέβεια, όταν με έπιασε ο π. Συμεών από το χέρι και μου είπε: «έλα να πας να δεις κι έναν δικό μας γέρο». Ενώ, λοιπόν, εγώ του μιλούσα μονάχα για τον π. Ιάκωβο και τον π. Ευμένιο, ήταν εν ζωή τότε όλοι οι γνωστοί σήμερα γέροντες, «έλα μου λέει να δεις κι ένα δικό μας γέρο», δεν μου είπε γέροντα, αλλά γέρο, χωρίς να μου βάλει φωτοστέφανα γύρω απ’ αυτόν τον άνθρωπο και θαυμαστικά πολλά. Πήγα, λοιπόν, και συνάντησα το γέρο Παναή, τον Ιανουάριο του 1987.
Τι σας έκαμε εντύπωση από την προσωπικότητα του;
Πρωτίστως, μου έκαμε εντύπωση το μάτι του. Το μάτι του είχε φως. Κι ήταν φως που έμπαινε μέσα σου και επειδή είχα εμπειρία από τέτοιους ανθρώπους – από τους προαναφερθέντες που γνώρισα εν Ελλάδι -, αντιλήφθηκα ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε μέσα σου. Τώρα θυμήθηκα και ποια ήταν η πρώτη μου αίσθηση, η πρώτη μου όραση για το Παναή. Δεν ήταν αυτή που προανάφερα, όταν δηλαδή με πήρε ο π. Συμεών. Προηγήθηκε μια αγρυπνία, ήταν η πρώτη αγρυπνία που πήγαινα ως λαϊκός – δόκιμος στη Μονή. Εγώ αγαπούσα πολύ τις αγρυπνίες, είχα συνηθίσει στην Ελλάδα να πηγαίνω. Ο π. Συμεών μού είπε: «εμείς δεν κάναμε ποτέ εδώ αγρυπνία αλλά, αν θες να πηγαίνεις, κάμνει η Φανερωμένη και ο Άγιος Γεώργιος ο Μακρής».
Έτσι ανακάλυψα και τη δική σας ύπαρξη. Επήγα με το Νώνη Αντωνιάδη – ένας από τους πρώτους φίλους που γνώρισα – ποδοσφαιριστής του Πεζοπορικού από την Τερσεφάνου, έκανε τον ψάλτη, και πήγαμε στη Φανερωμένη. Εκεί γνώρισα και τον π. Μιχαήλ, πρόσφυγα παπά από τον Άγιο Νικόλαο Λευκονοίκου. Κι αυτός κομμάτι της λαϊκής ευσέβειας της Κύπρου. Κι εκεί θυμούμαι το γέρο Παναή, όταν όλοι παραμέρισαν, ήλθε να διαβάσει τον εξάψαλμο. Η πρώτη μου, λοιπόν, αίσθηση, ήταν η αίσθηση του ανθρώπου που ζωγραφίζει τον εξάψαλμο, που εικονίζει τον εξάψαλμο. Ήταν πολύ συγκλονιστικό για μένα. Θυμούμαι που τα μάτια μου «έτρεχαν»! Είδα εκείνο το κλίμα μέσα στο ναό, ήταν το 1987, με τις μαυροφορημένες γυναίκες της Κύπρου, τις μητέρες των αγνοουμένων, ήταν η Ελλού, η πιο χαρούμενη από τις μάνες των αγνοουμένων, η λεγόμενη εκατομμύριο, η Δέσποινα, η Κυριακού, οι οποίες είχαν πολύ πόνο, ήταν Λυσιώτες, Κοντεάτες, Καρπασίτες, κόσμος της Μεσαορίας. Στην ουσία τι ήταν όλοι αυτοί; Ήταν ο προσφυγόκοσμος, που είχε μετασχηματίσει τον πόνο του σε προσευχή και αγρυπνία. Δεν είδα πολλή παρουσία Λαρνακέων, γηγενών δηλαδή Λαρνακέων, πλην της κ. Αντωνιέττας που κι αυτή κόμιζε μίαν άλλου είδους αστική ευσέβεια. Κι εκεί μέσα ξεχώριζε ο Παναής. Οπόταν επιστρέφω πίσω στο μοναστήρι και το πρωί μεταφέρω αυτές τις εμπειρίες μου στον π. Συμεών.
Για τον π. Συμεών ο Παναής ήταν ένας γέρων του γεροντικού, όχι μια γραφικότης, ένας ευσεβής βρακάς. Ένας γέρων του γεροντικού, σε Κυπριακή όμως εκδοχή. Οπόταν κανονίσαμε να τον επισκεφτούμε το απόγευμα. Πηγαίναμε στη συνέχεια διάφορα απογεύματα και γνωρίσαμε έτσι όλη τη συνοδεία του: Το Βασίλη, την Τρυφωνού, τη Θεωρού, που έμενε σε παρακείμενο σπιτάκι, και αργότερα συναντώ ξανά τον Παναή, στο κλίμα το δικό σας, στον Αγ. Γεώργιο Μακρή. Έτσι γνωριστήκαμε λοιπόν. Εντύπωση, όπως προανάφερα, μου έκανε το μάτι του, το οποίο ήταν εποπτικό, μου θύμισε το μάτι του π. Ιάκωβου κι αισθανόσουν έναν άνθρωπο που έβλεπε μέσα σου, με σεβασμό όμως, όχι με κρίση και κατάκριση, αλλά με αγάπη, με έλεος. Η εξυπνάδα του όμως και η ευστροφία του, το χιούμορ του, η δυνατότητά του να δίνει άμεσες απαντήσεις, γεμάτες φως, ήταν κάτι που μου θύμιζε πάρα πολύ το γέρο Παίσιο. Ο γέρο Παίσιος είχε αυτό το ιδίωμα της αγιασμένης εξυπνάδας. Αλλά είχε και το άλλο κομμάτι που είπα, του π. Ιακώβου, μια πατρότητα, μια γλυκύτητα, ένα έλεος.
Τούτη η γνωριμία έγινε το ’87;
Ναι, τους πρώτους μήνες του 1987.
Τέλος του χρόνου, 27 Δεκεμβρίου χειροτονείστε διάκονος.
Ναι, είμαστε φίλοι πια.
Αυτό διακρίνεται και στη φωτογραφία που έχετε κι εσείς κι εγώ. Όταν πάει να σας συγχαρεί, δείχνει ένα ενθουσιασμό, μια χαρά , μιαν αγάπη. Φαίνεται ότι είχατε μια ιδιαίτερη σχέση.
Ίσως προετοιμάστηκα από τους ανθρώπους που προανέφερα, τον γέρο Ιάκωβο ιδιαίτερα, τον π. Ευμένιο και τον π. Παίσιο και από την Κύπρο, από τον π. Συμεών και τον γέροντα Αθανάσιο του Σταυροβουνίου. Πλέον έχω με τον Παναή μία σχέση, «πιάνω» δηλαδή τις συχνότητές του και αυτός «πιάνει» τις δικές μου .
Πάντως, στη φωτογραφία δείχνει να ’χει κι ο ίδιος – εσείς βέβαια χαίρεστε – ένα ενθουσιασμό …
Εκεί μου είπε κάτι, το οποίο ίσως να ήταν προφητικό.
Μπορείτε να μας το πείτε;
Έσκυψα να μου ευχηθεί, εγώ είμαι πανύψηλος, αυτός ήταν κοντός άνθρωπος, ήρθε με τη βρακούδα του, επαραμέρισαν όλοι – δείγμα του σεβασμού που ετύγχανε σε όλη τη Λάρνακα – και έσκυψα, φαίνεται στη φωτογραφία, για να τον ακούσω. Και μου είπε με αυτή τη στεντόρεια φωνή του «ά ξ ι ο ς! και σ ’ανώωωτερα …» κι όπως έδειξε, «και εις ανώτερα», εγώ γύρισα το κεφάλι και είδα τον Κιτίου που έδινε δίπλα το αντίδωρο.
Ώστε κάτι πράγματι έλεγε η φωτογραφία
Ναι , ναι είναι φωτογραφία με νόημα αυτή.
Μπορείτε να μας πείτε και κάποια άλλα περιστατικά;
Ναι, θυμούμαι επίσης όταν έβαλα τα ράσα για πρώτη φορά. Πριν γίνω διάκος, έγινα ρασοφόρος, την ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως, όπως χθες δηλαδή. Μετά, όταν έφυγε ο κόσμος, απόγευμα πάλι, με έπιασε ο π. Συμεών «να πάμε, μου είπε, να ευλογήσει τα ράσα σου, που έβαλες για πρώτη φορά, ο γέρο Παναής». Φαίνεται, λοιπόν, με ποιο τρόπο με εισήγαγε ο π. Συμεών σ’ αυτή την παράδοση της Κύπρου. Μου έκανε εντύπωση, όταν μου είπε ο γέρο Παναής: «άλλος άνθρωπος, Όμηρε, με τα ράσα, μεταμορφωμένος. Λέω κι εγώ, ποιος είναι αυτός ο ψηλός, ο φωτεινός άνθρωπος;». Δηλαδή, σ’ έκανε να αισθάνεσαι τιμή να φορείς ράσο και πόσο έπρεπε να το τιμήσεις, διότι το ράσο είναι ένα φωτεινό ένδυμα – «χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν»- ότι είναι ένα βάπτισμα η ρασοφορία. Και σου το έλεγε αυτός που δεν ρασοφόρησε ποτέ…
Ναι, ήταν άλλες οι συνθήκες τότε.
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον παππού ως οσιακή μορφή; Ως έναν Άγιο των ημερών μας;
Βεβαίως, βεβαιότατα, χωρίς υπερβολή. Αλλά θέλω να πω κάτι, π. Ανδρέα. Όταν μου είπατε να μιλήσουμε για το γέρο Παναή, είπα τι να πω πέρα από κάποιους χαρακτηρισμούς; Όμως ο γέρο Παναής δεν είναι ένα φυτό, το οποίο βλάστησε στη Λύση και μεταφυτεύτηκε στη Λάρνακα λόγω προσφυγιάς. Είναι κι αυτό. Ένα φυτό εννοώ αγιότητας, ένα δέντρο ευσκιόφυλλο. Ο γέρο- Παναής ανήκε σε μία παρέα ανθρώπων του Θεού. Κι αυτή η παρέα φαίνεται ότι ήταν μια παρέα που υπήρχε από το ’60 στην Κύπρο. Αυτό που θα πω είναι πολύ βαρύ. Τώρα που διάβασα τον Χατζη-Φλουρένζο, που γνώρισα κι έναν ανάλογο άνθρωπο εδώ στην Ευρύχου όλα αυτά τα χρόνια που είμαι επίσκοπος εδώ, ζει ακόμα, γέρος πια και ξέροντας επίσης για έναν ψάλτη του χωριού μου, το Δημήτρη του Πρωτόπαπα τι κοινόν είχαν, λοιπόν, αυτοί οι ανθρώποι; Ο ένας στη Μηλιά Αμμοχώστου, ο άλλος στη Λύση, ο άλλος στη Ζώδια, κι ο άλλος εδώ στην Ευρύχου.
Που δεν γνωρίζονταν βέβαια.
Οι δύο γνωρίζονταν .
Ναι, ο Χατζηφλουρέντσος και ο Παναής. Ήταν και φίλοι μάλιστα.
Το κοινόν που είχαν ήταν ότι τους αποκάλυψε και τους τέσσερις η Παναγία ότι θα γίνει η εισβολή. Αυτό είναι πολύ δυνατό σημείο. Τους αποκάλυψε η Παναγία ότι έρχονται μεγάλα κακά στην Κύπρο και «πρέπει να επιστρατευτείτε» κατά την έκφραση ενός εκ των τεσσάρων, «με αγρυπνίες, νυχτερινές προσευχές, μετάνοιες». Μετάνοια. Και στους τέσσερις το είπε αυτόν η Παναγία.
Ο παππούς ο Παναής σάς είπε ποτέ αυτό το πράγμα; Εμένα δεν θυμούμαι να μου είχε πει.
Ο Παναής έλεγε στους Λυσιώτες: «τι κρίμα που χτίζετε μεγάλα σπίτια, Τούρκοι θα τα κατοικήσουν». Άρα, είχε αίσθηση ότι έρχεται κακό στον τόπο. Το ίδιο, αυτός ο χωριανός μου ο ψάλτης, λίγο πριν την εισβολή, ξεκίνησε να κλαίει. Κι όταν η κόρη του η Μηλού τον ρώτησε γιατί κλαίεις, αυτός είπε: «Αχ κόρη μου, Τούρκοι θα ’ρθουν στο χωριό μας και θα γίνουμε πρόσφυγες». «Τι λες πατέρα, θα μείνουμε για πάντα πρόσφυγες»; «Όχι, της είπε, όταν ακούσετε ότι ιδρύθηκε στην Τουρκία μία καινούρια χώρα που θα λέγεται Κουρδία τότε να ξέρετε ότι θα επιστρέψουμε όλοι πίσω. Αλλά μέχρι τότε, πολλοί θα πεθάνουν με την πίκρα της επιστροφής και θα μείνουν πρόσφυγες».
«Και μέχρι πού θα ’ρθουν οι Τούρκοι, πατέρα»; «Μέχρι τον Αστρομερίτη» της απάντησε.
Αυτό ήταν αδιανόητο τότε. Είναι σαν να έλεγες κάποιου ότι θα πιάσουν την Αραδίππου οι Τούρκοι, όχι όμως και τη Λάρνακα. Αυτή είναι η γεωγραφική σχέση Ζώδιας – Αστρομερίτη. Εδώ στην Ευρύχου τα ίδια. Σ’ ένα άνθρωπο που ζει ακόμα, άνθρωπο του Θεού, είπε η Παναγία τα ίδια, από το 1964. Παναγία μου, της λέει «γιατί να μην κοιμούμαι τη νύχτα και να κάμνω αγρυπνίες, αφού θα ’ρθουν οι Τούρκοι»; Και του λέει η Παναγία: «Για να ’ρθει το κακό λιγότερο». Πόσο προληπτικά, προνοητικά ενεργεί ο Θεός! Θα μπορούσε να γίνει μεγαλύτερο κακό από αυτό που συνέβηκε.
Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι πήγαιναν χαμένες οι προσευχές.
Καθόλου χαμένες οι προσευχές. Αντίθετα ήρθε μικρότερο κακό. Τι θα γινόταν αν δεν είχαμε αυτούς τους ανθρώπους; Και υπάρχουν κι άλλοι σε διάφορα χωριά που δεν τους συγκρατά τώρα η μνήμη μου, που επιστρατεύτηκαν τότε για να προσεύχονται. Άλλοι από κάποιο άγγελο, άλλοι από κάποιο άγιο, άλλοι από την Παναγία. Ενας εξ αυτών ήταν και ο γέρο Παναής. Και το ξέρω αυτό μέσα από τη μαρτυρία, που έλεγε στους Λυσιώτες: «χτίζετε μεγάλα σπίτια, Τούρκοι θα ’ρθουν να κατοικήσουν». Άρα ήξερε ο Παναής πριν το 74 ότι το χωριό του θα γίνει κατεχόμενο.
Κάποτε του είπε ο π. Συμεών: «θα βγάλουμε πολλούς αγιογράφους». Αυτός απάντησε: «Εν να χρειαστούν, Συμεών, εν να χρειαστούν. Αύριο που θα ’ρθει εποχή να πάμε στα χωριά μας- όσοι πάνε- ποιος θα ζωγραφίσει αυτές τις εικόνες; Θα θέλουμε πολλούς αγιογράφους». Ο Παναής ήταν μια συγκλονιστική προσωπικότητα. Το διαπίστωσα, επειδή γνώρισα τον π. Ιάκωβο, που είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα αλλά το έκρυβε. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν μιλάς μαζί τους, αυτοί μιλούν σε διάφορα επίπεδα την ίδια ώρα. Ένα επίπεδο είναι αυτό που βλέπουν απέναντί τους , ένα είναι αυτό της μνήμης, γεμάτης φως, κι ένα το επίπεδο του μέλλοντος που βλέπουν την ίδια ώρα. Αυτό το είχα μάθει, ότι με αυτούς τους ανθρώπους οι κουβέντες δεν είναι τυχαίες, δεν τους πέφτουν κουβέντες, έχουν γρήγορο νούν, «καρδίαν νήφουσαν». Λοιπόν, έβλεπα στον γέροντα Παναή αυτά τα κοινά και οι κουβέντες του για μένα ήταν όλες σημαντικές.
Επιστρέφω στο ίδιο ερώτημα. Αφού θεωρείτε, όπως και άλλοι βέβαια, μια κοινή αντίληψη του λαού του Θεού, ότι ο παππούς ο Παναής ήταν ένας σύγχρονος άγιος, γιατί η Σύνοδος της Κύπρου δεν τον ανακηρύσσει άγιο; Ξέρουμε ότι έχει αιώνες να ανακηρύξει άγιο. Γιατί άραγε, δεν θα μπορούσε να γίνει;
Διότι δεν έχουμε στην Κύπρο την εμπειρία της αγιοκατάταξης, κάτι που το επιτρέπουν βέβαια οι κανόνες. Η σύνοδος των Ιεροσολύμων έκαμε αγιοκατάταξη του αγίου Φιλουμένου. Τώρα για το γέροντα Παναή, ακόμα πρέπει να περιμένουμε την ελευθερία της Κύπρου.
Τι σχέση έχει ;
Έχει σχέση. Αυτό που είπα προηγουμένως, ότι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι είχαν αυτήν την αίσθηση, αυτή την πίστη. Πρώτον ότι οδηγούμαστε σε διχασμό, μιλώ προ του 74 και προ της ΕΟΚΑ Β, και ότι αυτός ο διχασμός θα φέρει τους Τούρκους και οι Τούρκοι θα προκαλέσουν κατοχή και μίαν παρατεταμένη διχοτόμηση, πράγμα που ζούμε τώρα και 38 χρόνια. Τώρα εναπομένουν τα επίλοιπα να πραγματοποιηθούν. Αν αυτά γίνουν, που θα γίνουν κατά την άποψή μου, τότε η Εκκλησία, όποιοι κι αν είναι τότε οι ιεράρχες θα είναι μπροστά σ ένα φοβερό γεγονός. Αυτά που θα γίνουν δεν θα αφορούν μόνο την Κύπρο. Θα είναι οικουμενικά πράγματα. Οι απλοί καλόγεροι, όπως ο π. Παίσιος, ο π. Ιάκωβος, ο γέρο Πορφύριος είχαν αυτά τα έκτακτα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Και δεν είναι μόνο το προορατικό και διορατικό, είναι μικρότερα χαρίσματα αυτά μπροστά στην πατρότητα, την οποία εξέπεμπαν σ’ αντίθαση με πολλούς άλλους, ακόμα και κληρικούς και αρχιερείς.
Ένα χάρισμα που δεν τονίστηκε, το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος.
Ναι κι εγώ θεωρώ αυτό το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας, το ύψιστο χάρισμα.
Πράγμα που σημαίνει ότι παρ όλο που ο παππούς ήταν λαϊκός, είχε το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας.
Μα το απέδειξε ο γέροντας του Σταυροβουνίου. Πώς τον απεκάλεσε, όταν έγινε ο επικήδειός του . Αυτός που ήταν ο πνευματικός των πνευματικών, ο γέροντας των γερόντων της Κύπρου, ο ηγούμενος της μονής Σταυροβουνίου, τον απεκάλεσε «ΠΑΤΕΡ Παναή» και μας επέρασε όλους ρεύμα ηλεκτρικό. Τι γίνεται εδώ; Πώς ένας ηγούμενος Σταυροβουνίου, ο οποίος είναι φειδωλός σε επαίνους και σε λόγους, τον αποκαλεί έτσι; Και ήταν εκεί 25 ιερείς, 3 διάκονοι και ένας ηγούμενος όταν τον εκηδεύσαμε μέσα σε μία παράγκα. Ήταν η, λυόμενη τότε, εκκλησία της Αγίας Θέκλας.
Τι σήμαινε να τον αποκαλεί πατέρα; Ήταν κατ’ αρχήν πατέρας όλων εκείνων των παπάδων που πήγαιναν να βρουν παρηγοριά κοντά του, να βρουν νόημα ζωής , νόημα θανάτου. Ήταν πατέρας σε όλες της μάνες των αγνοουμένων, σε όλους τους εγκλωβισμένους σε όλους τους χαμένους . Ο γέρο-Παναής έμαθε τη Λάρνακα να κάμνει αγρυπνίες, η Λάρνακα μέχρι τότε ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο του φραγκολεβαντινισμού. Κακά είν’ τα ψέματα. Αν το Σταυροβούνι έμαθε τη Λάρνακα να εξομολογείται και ύστερα ο π. Αντώνιος, που το κράτησε μέχρι σήμερα και το αύξησε και το μετέδωσε και σε άλλους πνευματικούς, ο π. Συμεών την έμαθε να αγαπά την εικόνα. Αυτή είναι η αλήθεια της Λάρνακας. Ο γέρο Παναής ήταν ένας σημαντικός γέροντας της Λάρνακας. Από τους σημαντικότερους. Κι αυτό θα το δείξει η ιστορία. Άρα για την αγιοκατάταξή του νομίζω να το αφήσουμε. Θέλουμε ακόμα χρόνο. Χρόνο τι; Να εισπράξουν αυτήν την προσφορά του, αυτοί που την δέχτηκαν και να την καταθέσουν επίσημα στην εκκλησία. Τώρα αν αυτό θα το κάνει η εκκλησία της Κύπρου, η Σύνοδος της Κύπρου, ούτε το αποκλείω ούτε το επιδιώκω. Και η αγιοκατάταξη, για να γίνει, ιδιαίτερα σε οσιακής μορφής ανθρώπους, πρέπει να μιλήσει κι ο ουρανός πιο έντονα, με θαύματα!
Το θεωρείτε αναγκαίο η Σύνοδος να κάνει την αγιοκατάταξη;
Όχι δεν είναι αναγκαίο, ούτε στην ιστορία της εκκλησίας ήταν αναγκαία η θαυματοποιία. Ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος π.χ. δεν άφησε φήμη θαυματουργού αλλά η θεολογία του κάνει θαύματα. Τώρα στους οσίους, όπως έζησε ο γέρο Παναής ως όσιος, είναι κάπως έτσι, μία απάντηση.
Ούτε κι εμείς που γνωρίσαμε κάποιους οσίους ανθρώπους πρέπει να αγωνιούμε για την αγιοκατάταξή τους. Μάλλον να αγωνιούμε για τη μίμησή τους. Τώρα αν τον γέροντα Ιάκωβο τον κατατάξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε άγιο ή όχι, για μένα είναι άγιος. Τι σημαίνει είναι; Έχω πατέρα μετά θάνατον . Και δεν έχω πατέρα, γιατί τον εγνώρισα εν ζωή. Ξέρω ανθρώπους που έμαθαν για τον γέροντα Ιάκωβο από μένα. Και είναι πιο έντονη η παρουσία του, η πατρική, στη ζωή τους, από ό,τι σε μένα.
Χρειάζεται όμως και η γνωριμία του πατέρα εν ζωή.
Ναι, ο δικός μου ο ρόλος ήταν τούτος. Να μιλήσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ότι υπάρχουν άνθρωποι θεοφόροι, ότι υπάρχουν άνθρωποι που το Άγιο Πνεύμα το γνωρίζουν και συνοικεί μαζί τους . Ο γέρο Παναής ήταν ένας τέτοιος. Βλέπεις, ενώ μιλώ για το Γέρο Παναή, πάω στο γέρο Παίσιο, πάω στο γέρο Ευμένιο, στο Γέρο Ιάκωβο κλπ. Είναι τυχαίο αυτό; Για μένα είναι το ίδιο. Οι μεν είναι μικρασιάτες, οι δε Κύπριοι.
Εκαθάρισε τον εαυτό του ο Γέρο Παναής, εφώτισε τον εαυτό του . Και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του ήταν κι αυτοί σημαντικοί: Η Τρυφωνού, ο Βασίλης. Μας έδωσαν ένα ρυθμό από τότε. Κάτι που έκαμνε, αλλά αργότερα κατάλαβα την αξία του, κι ο γέρο Ιάκωβος και ο γέρο Ευμένιος. Εκείνοι, βέβαια, το έκαμναν καθηκόντως ως παπάδες, αυτός δεν ήταν παπάς. Τι έκαμνε; Μνημόνευε ονόματα. Κάθε μέρα μνημόνευε γύρω στις δυόμισι χιλιάδες, νομίζω. Είχε παράκληση κάθε μέρα στις μία η ώρα και κατά τη διάρκεια της παράκλησης, γονατιστός κι αυτός και η συνοδεία του μνημόνευε από ένα δεφτέρι ονόματα πολλών ανθρώπων. Δείγμα μιας λαϊκής ευσέβειας το ότι λαϊκοί μνημονεύουν ονόματα. Και νεκρών και ζωντανών. Ξέρω ανθρώπους στη Λάρνακα που μου είπαν πως εμείς μάθαμε να μνημονεύουμε ονόματα από το γέροντα Παναή. Αυτό δείχνει μια λαϊκή ιεροσύνη. Και αυτό δεν ήταν κάτι μονάχα του Γέροντος Παναή. Ο Γέρο Παναής το παρέλαβε από την παράδοση. Διότι υπήρχε στην Κύπρο, στη Μολδαβία, στη Μικρασία . Εξομολογώ διαφόρους ανθρώπους τώρα και τους λέω να μνημονεύετε ονόματα τις νύκτες και ζωντανών και νεκρών. Μου λέν ότι το κάνουν. Πού το μάθετε; Μας το είπε η γιαγιά μας, ο παππούς μας. Άρα είναι παράδοση αυτό, παράδοση της Ανατολής.
Εκτός από το χάρισμα αυτό της πατρότητας, ποιο άλλο χάρισμα είχε;
Σας είπα, ήταν άνθρωπος που είχε συναίσθηση του πνευματικού πατέρα , του δασκάλου, ήξερε να διδάσκει κάποιον και να τον πείθει ν ’αγωνιστεί. Γιατί μπορεί κι εγώ κι εσύ να μπορούμε να διδάξουμε, όμως να μην μπορούμε να πείσουμε. Αυτός ήταν παθών και μαθών, καλός μαθητής και κατ’ επέκταση καλός δάσκαλος. Αυτό το ένιωθες, ότι σε έπειθε, σε μάθαινε να μετανοείς, να μην απελπίζεσαι από τα χάλια σου. Έμπαινε σ’ αυτή τη διαδικασία άμα έβλεπε ότι είχες διάθεση μαθητείας. Επίσης είχε μια λαϊκή ιεροσύνη. Άλλο χάρισμά του ήταν αυτό που είπα πιο πάνω και φαινόταν στη μνημόνευση, η λαϊκή ιεροσύνη. Και λέω δεν ήταν μεμονωμένο χάρισμα τούτο. Ήταν κάτι που καλλιεργείτο από πολλούς Κυπρίους και καλλιεργείται και σήμερα.
Αυτό είναι αποδεχτό βέβαια από την εκκλησία.
Βεβαίως, όχι μόνο είναι αποδεχτό, αλλά το παροτρύνουμε να γίνεται. Από κάποια μικρά δείγματα επίσης φαίνεται ότι ήταν άνθρωπος που είχε μία διόραση, μια προόραση κάποιων γεγονότων , μια σχέση με το τι συνέβηκε στην εισβολή και με το τι προσδοκούμε να γίνει με την ελευθερία του τόπου. Θέλουμε κι άλλα;
Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είχε γέροντά του, πνευματικό του πατέρα , ένα μοναχό, το Συμεών τον Ευλαβή. Ο παππούς ο Παναής ως λαϊκός ήταν πνευματικός πατέρας . Αναλύστε μας λίγο, εξηγήστε μας το ρόλο του εξομολόγου ιερέα και αυτό του λαϊκού πνευματικού πατέρα και πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη;
Εγώ ξέρω ότι και σήμερα εφαρμόζεται. Εξομολόγος είναι ο ιερέας που θα πας να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και να σου διαβάσει τη συγχωρητική ευχή. Ο πνευματικός, είτε είναι ιερέας, αρχιερέας , διάκος , είτε είναι μοναχός, όπως ο π. Παίσιος , είτε είναι λαϊκός όπως ο γέρο Παναής και ξέρω σημερινούς λαϊκούς, είναι πνευματικοί πατέρες, με την έννοια ότι μπορούν να διδάξουν την μετάνοια. Ζουν τη μετάνοια και μπορούν να διδάξουν τη μετάνοια, κι αυτό γίνεται, διότι είναι μαθητές πρώτα, γι αυτό μπορούν και να τη διδάξουν. Και η μετάνοια είναι έργο του Αγίου Πνεύματος. Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αφού ακούουν στην καρδία τους το Χριστό και το Αγιο Πνεύμα να μιλούν. Και μπορούν έτσι να γεννήσουν ανθρώπους, να καθοδηγήσουν ανθρώπους, με ασφάλεια. Όχι με διαλεχτική, όχι με κηρυγματική, όχι με ρητορική νοησιαρχική παιδεία όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλούς παπάδες, που είναι εξομολόγοι από τον επίσκοπό τους, αλλά δεν έχουν μέσα τους την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος.
Πόσο απαραίτητο είναι τότε να πηγαίνει ένας σε τέτοιους πνευματικούς και για ποιο λόγο, εφ όσον ο πνευματικός πατέρας είτε ως μοναχός είτε ως λαϊκός που έχει το Άγιο Πνεύμα μπορεί να αναγεννήσει τον άνθρωπο; Εάν ο πνευματικός ιερέας δεν αναγεννά, πόσο απαραίτητο είναι να προσέρχεται κανείς κοντά του;
Εάν δεν αναγεννά, θα πηγαίνει τότε μόνο για την εξομολόγηση.
Μόνο για μια ευχή;
Όχι μόνο για ευχή, αλλά και για συμβουλές, να του πει τις εντολές του Χριστού.
Ναι, αλλά αυτές τις συμβουλές μπορεί να τις πει κι ο άλλος που ενεργεί ως πνευματικός πατέρας και δεν είναι ιερέας.
Βεβαίως! Και σιγά-σιγά θα δεις ότι ο πνευματικός – ιερέας που δεν έχει μέσα του την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος δεν θα γεννά πνευματικά τέκνα, αλλά συγχυσμένους ανθρώπους. Και θα του δημιουργούν και του ιδίου πρόβλημα. Ίσως καταλάβει ότι φταίει κι αυτός τελικά και πει «μήπως φταίω κι εγώ; Μήπως οικειοποιούμαι ένα χάρισμα το οποίο δεν το έχω μόνο και μόνο επειδή ο Δεσπότης μου έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και με έκανε εξομολόγο;».
Αυτό όμως που θέλω ακριβώς να ρωτήσω είναι κατά πόσο είναι αναγκαίο να πηγαίνω σ’ έναν πνευματικό ιερέα που δεν έχει το χάρισμα εκ Θεού, εφ όσον όμως έχω πνευματικό πατέρα, ο οποίος είναι όντως πνευματικός πατέρας.
Είναι αναγκαίο, όπως πάμε στον ιερέα να κοινωνήσουμε. Ο ένας μαθαίνει τη μετάνοια, τη συγχώρεση. Από πού όμως θα την πάρει την συγχώρεση; Από τον ιερέα ασφαλώς.
Η οποία όμως επενεργεί κατά ένα μαγικό τρόπο. Εφ όσον η συγχώρεση σημαίνει θεραπεία.
Μα ο ιερέας είναι άνθρωπος που χορηγεί Πνεύμα Άγιο. Ο άλλος πληροφορεί περί Πνεύματος Αγίου, αλλά δεν χορηγεί.
Εξ αιτίας της χάριτος της ιεροσύνης λέτε, αλλά την καθοδήγηση και τη θεραπεία βασικά θα την κάμει ο όντως πατέρας . Εάν δε αυτά τα δύο συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, καλύτερα βέβαια.
Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα. Εγώ έχω ζήσει αυτό το γεγονός. Είναι και ζήτημα φύσεως, χαρακτήρων ίσως. Δηλ., ενώ είχα εξομολόγο το γέροντα Ευμένιο, πήγαινα και συμβουλευόμουν πνευματικά τον γέροντα Ιάκωβο κι ο λόγος του ήταν δεσμευτικός για μένα.
Ήταν όμως και οι δύο ιερείς. Γιατί χρειαζόταν να πάτε αλλού για εξομολόγηση;
Ο χαρακτήρας μου ήταν πιο κοντά στον γέροντα Ιάκωβο. Παίζει ρόλο η φύση του ανθρώπου. Όλες είναι γυναίκες όμως μία γυναίκα παντρεύεσαι. Είναι έργο φύσεως νομίζω. Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να το σχηματοποιούμε . Τα παλαιά χρόνια, πάτερ, πήγαιναν να ακούσουν ένα λόγο πνευματικό στον αββά Αντώνιο . Μια φορά μονάχα πήγαιναν. Κι αυτός ο λόγος ήταν αρκετός, για να κρατηθούν μια ζωή. Τώρα με τις πολλές ερωτήσεις και τα πολλά πρέπει συγχύσαμε τα πράγματα. Εγώ βλέπω λαϊκούς που έχουν ωραία «κατάσταση» και τους χαίρομαι.
Υπάρχει μια ελπίδα δηλαδή. Βλέπω ότι έχετε αυτή την ελπίδα.
Βεβαίως. Υπάρχουν αυτοί οι λαϊκοί που γνωρίζουν τη μετάνοια, η οποία έτρεφε την οικουμένη και θα την τρέφει εσαεί. Κι εμείς οι ιερείς έχουμε μία διακονία, αλλά πρέπει να ’χουμε λίγη έγνοια εάν έχουμε γνωρίσει τη μετάνοια. Αυτό είναι το μήνυμά μου. Όταν βλέπουμε λαϊκούς να την έχουν γνωρίσει, να ταπεινωνόμαστε. Εγώ συμβουλεύομαι λαϊκούς πάντως. Δεν δίνω την εντύπωση του ανθρώπου που τα ξέρει όλα επειδή είμαι αρχιερέας. Βλέπω ότι δεν τα ξέρω, ότι κάμνω λάθη ενώ βλέπω ανθρώπους λαϊκούς με ταπείνωση και μετάνοια. Ρώτησα κάποτε κάποιον πώς ζει τη μετάνοια. Και μου είπε: «γονατώ κάθε βράδυ και φέρνω μπροστά μου τα αμαρτήματα της ημέρας, τα πάθη – για μένα τα πάθη είναι αμαρτήματα που έχουν χρονίσει μέσα μου κι επαναλαμβάνονται. Έστω κι αν προσπαθώ να τα μειώσω, να τα διώξω. Εν τούτοις δεν φεύγουν». Και το τρίτον «είναι τα γονίδια». Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, πάτερ. «Υπάρχουν γονίδια μέσα μου, μου είπε, που μπαίνουν από παππού σε παιδί κι από παιδί σε εγγόνι, και πρέπει εγώ να βρω αυτά τα γονίδια της μάνας μου, του πατέρα μου, του παππού μου, αφού βλέπω ότι επενεργούν και μέσα σε μένα. Μετανοώ για τα λάθη εκείνων και τους σώζω και με σώζουν, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ταπεινώνομαι και γι’ αυτούς». Όταν βλέπεις, λοιπόν, ένα τέτοιο λαϊκό , αυτός είναι πλανεμένος;
Φωτισμένος είναι!
Φωτισμένος, βέβαια! Σου είπα προηγουμένως για το γέροντα Παναή ότι υπήρχε μια παρέα στην Κύπρο που τους ένωνε το ένα πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα. Αυτοί οι άνθρωποι για να έχουν αυτή τη φώτιση και να βλέπουν τα μέλλοντα, σημαίνει ότι είχαν μετάνοια. Γιατί τους διάλεξε αυτούς η Παναγία; Δηλαδή, εάν όντως πιστεύουμε στο γέροντα Παναή ως θεοφόρο άνθρωπο, τότε γιατί να μην πιστέψουμε στους σημερινούς ανθρώπους, που είναι κι αυτοί λαϊκοί, αλλά δεν είναι βρακάδες; Φορούν παντελόνια, γιατί άλλαξε η μόδα, ή φούστες, αν είναι γυναίκες.
Ο γέρο Παναής έχει αφήσει στον τόπο μας ανθρώπους, που μπορεί να μη γνώρισαν το γέροντα Παναή, όμως γνώρισαν τη ζωή του μέσα από την μετάνοια.
Ευλογία μεγάλη και ευθύνη για μας που τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε.
Κυρίως ευθύνη.
Μακάρι η ευχή του να μας στηρίζει και η ευχή σας να μας δυναμώνει.
Αμήν, για όλους.
Ευχαριστούμε πολύ.
Παρακαλώ.
Πηγή: http://isagiastriados.com/index.php?option=com_content&view=article&id=139&Itemid=296