Εξήγηση της Δ΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)
8 Μαρτίου 2012
«Ο καθήμενος εν δόξη, επί θρόνου θεότητος, εν νεφέλη κούφη, ήλθεν Ιησούς ο υπέρθεος, τη ακηράτω παλάμη και διέσωσε, τους κραυγάζοντας· Δόξα, Χριστέ, τη δυνάμει σου».
(Αυτός που κάθεται στην Τριαδική δόξα της θεότητος, ήλθε μέσα σε κούφη (ελαφριά) νεφέλη, ο Ιησούς ο υπέρθεος, ο οποίος με τη δύναμη της ακήρατης (αμόλυντης) παλάμης του έσωσε (από την αμαρτία) αυτούς που κραυγάζουν· δόξα, Χριστέ, στην θεία σου δύναμη.)
Η δόξα που απορρέει από τη θεία ουσία είναι κοινή και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Κάθε θεία υπόσταση είναι σε ίσο μέτρο φορέας ολόκληρης της θείας δόξας, όπως και οι άλλες δύο υποστάσεις του τριαδικού Θεού. Ο Πατέρας δοξάζεται απαράλλακτα όπως ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον. Η όποια μείωση της θείας δόξας συνεπιφέρει μείωση και του τριαδικού των προσώπων αξιώματος, υποβάθμιση και κατάργηση της τάξεως και της ισοτιμίας στην Τριάδα.
Ο Χριστός ήλθε στη γη χωρίς να χάσει τίποτε από το τριαδικό του αξίωμα. Ήλθε ντυμένος ολόκληρη τη δόξα του, αν και αυτή κρυβόταν πίσω από το παραπέτασμα της σάρκας, την οποίαν αυτοβούλως προσέλαβε. Αυτή την έννοια είχε η κένωση του Λόγου στο πεδίο της θείας ενανθρωπήσεως: απόκρυψη της τριαδικής δόξας και παράλληλα αμφίεση της ταπεινώσεως της φτωχής και πρόσκαιρης ζωής. Σ’ αυτό το θεοδύναμο πλέγμα ανυψώνεται η ταπείνωση της γης, εγκεντρίζεται στην αιώνια δόξα του Θεού, ο φτωχός άνθρωπος γίνεται ομόθεος, εξυψώνεται και λαμπρύνεται η κτίση, ανακεφαλαιώνεται η πλάση ολόκληρη.
Ο Χριστός, ο ένδοξος Λόγος του Πατρός, ήλθε στη γη επιβαίνων στην κούφη (ελαφριά) νεφέλη της Παρθένου. Το όχημά του ήταν η ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, την οποία δεν βάρυνε κανένα στοιχείο της φθοράς. Με αυτήν έκανε την είσοδό του στον κόσμο ο άϋλος και αναφής Θεός, ο πληρών και συνεχών “παλάμη” τα σύμπαντα. Και ήλθε μεν κατά τα φαινόμενα ως ένας ταπεινός και άσημος άνθρωπος, ντυμένος τη στέρηση και την κακοπάθεια του ανθρωπίνου πλάσματος· όμως παράλληλα ήταν και ο κραταιός δυνάστης και Κύριος, ο οποίος με τη ζωαρχική παλάμη του συνέτριψε τα κλείθρα της φθοράς, χαρίζοντας στον άνθρωπο, που αναγνωρίζει και ανυμνεί την άπειρη δόξα του, λύτρωση αψευδή, σώζοντάς τον από το θανατερό της αμαρτίας αγκάλιασμα.
«Εν φωναίς ασμάτων πίστει, σοι βοώμεν Πανύμνητε· Χαίρε πίον όρος, και τετυρωμένον εν Πνεύματι· χαίρε λυχνία και στάμνε, μάννα φέρουσα, το γλυκαίνον τα των ευσεβών αισθητήρια».
(Με άσματα δυνατά που βγαίνουν από την πιστεύουσα καρδία μας, σου φωνάζουμε Πανύμνητε· χαίρε συ που είσαι όρος εύφορο, το οποίον γέμισε με τη χάρη του αγίου Πνεύματος· χαίρε συ, που είσαι η επτάφωτη λυχνία και η στάμνα που έχει μέσα της το μάννα της ζωής, η γεύση του οποίου γλυκαίνει τα πνευματικά αισθητήρια των ευσεβών, που πιστεύουν στη δόξα σου.)
Με άσματα πολλά που δονούν τους θαλάμους της ψυχής τους, όσοι αποδέχονται το θεομητορικό θαύμα, όσοι πιστεύουν στο απερινόητο θεανδρικό μυστήριο, ξεσπούν σε ανύμνηση της Θεοτόκου. Την προσφωνούν σαν «όρος πίον και τετυρωμένον εν Πνεύματι». Σαν βουνό, το οποίον γέμιζε η χάρη του αγίου Πνεύματος. Και όπως το φυσικό γάλα μετά από κατάλληλη διεργασία πήζει και γίνεται τυρί, έτσι και στο θαύμα της Παρθένου, η υπόσταση της περίσεμνης Κύρης, αφού δέχτηκε το γάλα της Θεότητος μέσα της με την επίσκεψη του Παναγίου Πνεύματος, μετατράπηκε σε τυρί χάριτος και χαράς, που τρέφει και αυξάνει όσους με πίστη και ευλάβεια το γεύονται.
Την προσφωνούν επίσης σαν λυχνία, σαν την επτάφωτη χρυσή εκείνη που βρισκόταν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και σαν στάμνα που φέρει μέσα της το Μάννα της ζωής. Όπως δηλαδή στην παλαιά εποχή οι Ισραηλίτες κατ’ εντολή του Θεού διατηρούσαν σε ειδική στάμνα που λεγόταν «μανναδόχος», μέρος από το μάννα με το οποίον έτρεφε ο Θεός το λαό κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, έτσι και η Θεοτόκος παρομοιάζεται με στάμνα που έχει μέσα της το μάννα του Θεού, τον προαιώνιο του Πατρός Λόγο, ο οποίος ήλθε και κρατήθηκε στο λαμπρό δοχείο της Παρθένου. Και όπως οι Ισραηλίτες δέχονταν από τον ουρανό το παλαιό μάννα που ήταν τροφή πολύ ευχάριστη και γευστική, ώστε να απορούν και να δοξάζουν το Θεό, έτσι και ο νέος της χάριτος Λαός, οι Ισραηλίτες της Νέας Διαθήκης γευόμενοι το νέο μάννα της ζωής, τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό και γεωργήθηκε στη μήτρα της Απειρογάμου, αισθάνονται γλυκύτητα στα πνευματικά τους αισθητήρια, δοξάζουν το άπειρο θαύμα της ζωής, εκπλησσόμενοι για την ύψιστη και μεγάλη δωρεά!
«Ιλαστήριον του κόσμου, χαίρε, άχραντε Δέσποινα· χαίρε κλίμαξ γήθεν, πάντας ανυψώσασα χάριτι· χαίρε η γέφυρα όντως η μετάγουσα, εκ θανάτου πάντας προς ζωήν τους υμνούντάς σε».
(Χαίρε, άχραντε Δέσποινα, που είσαι το ιλαστήριο του κόσμου· χαίρε κλίμακα που με τη χάρη σου ανύψωσες όλους από τη γη στον ουρανό· χαίρε η γέφυρα που πραγματικά μεταφέρεις από το θάνατο στη ζωή όλους που με κατάνυξη και ευλάβεια σε ανυμνούν.)
Και πάλι εδώ η ιδέα του διά της Θεοτόκου εξιλασμού των ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές είναι φυσικό να συνωθούνται στον κάλαμο του ποιητή και να επιζητούν την έκφρασή τους. Η Θεοτόκος είναι πραγματικά, ως Μητέρα του Θεού, εξιλαστήριο του κόσμου. Ο Υιός της εξιλέωσετον άγιο Θεό για τα πολλά του κόσμου παραπτώματα, για τα αμαρτήματα και τις ενοχές των ανθρώπων. Αυτό πέτυχε με το λυτρωτικό έργο του, το σεπτό πάθος και το θάνατό του, ανοίγοντας το δρόμο που οδηγεί πίσω στο Θεό.
Στη συνέχεια ο ποιητής παρομοιάζει την Παρθένο με κλίμακα και γέφυρα. Όπως η κλίμακα εκείνη που είδε στον ύπνο του ο Ιακώβ, το ένα της σκέλος είχε στη γη και το άλλο στον ουρανό, ενώνοντας με τον τρόπο αυτό τα δύο μέρη, και από την οποίαν ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι, υμνολογώντας τον Θεό, έτσι και η Παρθένος Μαρία, σαν άλλη νοητή κλίμακα, ανυψώνει με τη χάρη της από τη γη και μεταφέρει στον ουρανό όλο το γένος των ανθρώπων. Όμοια η περίσεμνη Κόρη είναι η νοητή γέφυρα που απλώθηκε στην άβυσσο που άνοιξε η αποξένωση της αμαρτίας και έστρωσε το χάσμα, από την οποία μπορούν οι αμαρτωλοί άνθρωποι να μεταφερθούν από τη σκοτεινή χώρα του θανάτου, που δημιούργησε το αλόγιστο πταίσμα του Αδάμ, στη φωτεινή χώρα της ζωής. Στην ολόφωτη χώρα του Θεού θα φθάσουν φυσικά όλοι εκείνοι που υμνολογούν τη Μητέρα της ζωής. Τη γεφύρωση, βέβαια, αυτή πέτυχε ο Χριστός στο θεανδρικό του πρόσωπο, ο οποίος άπλωσε τις παλάμες στο σταυρό και «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», δηλαδή Θεό και άνθρωπο, τους οποίους αποξένωσε η αποστασία του Γενάρχη. Στο πρόσωπο του Χριστού συνήλθαν η θεότητα με την ανθρωπότητα σε μια ασύγχυτη και αδιάσπαστη ένωση, καταργήθηκε το φράγμα της εχθρότητας και ο άνθρωπος, παιδί πάλι του Θεού αγαπητό, γύρισε πίσω στον Πατέρα, που τον δέχτηκε με στοργή και αγάπη στο πατρικό σπίτι του.
«Ουρανών υψηλότερα, χαίρε γης το θεμέλιον, εν τη ση νηδύϊ, Άχραντε, ακόπως βαστάσασα· χαίρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βαψασα, εξ αιμάτων σου τω βασιλεί των δυνάμεων».
(Συ που είσαι υψηλότερη από τους ουρανούς, χαίρε Άχραντε, που στη γαστέρα σου βάσταξες χωρίς κόπο αυτόν που είναι το θεμέλιο του κόσμου. Χαίρε, κογχύλη που με το αίμα σου έβαψες τη θεία πορφύρα, που φόρεσε ο βασιλιάς των δυνάμεων.)
Το μεγαλείο της Παρθένου είναι ασύγκριτο. Η δόξα της υπερβάλλουσα. Είναι η άνασσα των ουρανών, η βασίλισσα ολόκληρης της κτίσεως. Ο λόγος του άφθιτου αυτού μεγαλείου, της μεγάλης αυτής και αξεπέραστης δόξας, είναι το θεομητορικό θαύμα της. Ο υμνωδός τη χαιρετίζει ως οικοδομή, στην οποία χωρίς κόπο κατατέθηκε και χώρεσε το θεμέλιο του κόσμου, ο ποιητής του παντός. Ο Λόγος «δι’ ού τα πάντα εγένετο», στον οποίον υπάρχουν οι “λόγοι” όλοι του κτιστού σύμπαντος, ήλθε και χώρεσε μέσα σε μια μικρή μήτρα, σ’ ένα χωρίο ταπεινό και ολοκάθαρο. Και ήταν φυσικό η δόξα του Θεού, η τριαδική αίγλη και λαμπρότητα που ήταν αΐδιο και αναφαίρετο κτήμα του Υιού του Πατρός, να μεταφερθεί και να χωρέσει στην ευλογημένη Μητέρα, την οποίαν αυτόματα ανέδειξε κέντρο φωτοβόλο της μακάριας και άφθιτης τριαδικής δόξας. Το θαύμα δεν είναι μικρό, αλλά παμμέγιστο, παρ’ όλον ότι με τα φτωχικά μέτρα της πρόσκαιρης φύσεώς μας αδυνατούμε να το συλλάβουμε και να το κατανοήσουμε. Το δεχόμαστε απλά με πίστη και το προσκυνάμε με ιερή φρικίαση και ευλάβεια.
Την χαιρετίζει επίσης σαν κογχύλη που με το χρώμα της – τα αγνά της παρθενικά αίματα – έβαψε την πορφύρα, το βασιλικό φόρεμα του Υιού του Θεού, που φόρεσε φανείς άνθρωπος επί της γης. Η βασιλική αυτή αμφίεση ήταν η θεοϋπόστατη ανθρώπινη φύση που κυοφορήθηκε μέσα της με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος, η φύση η οποία, με τη σειρά της, έμελλε να βάψει με τα αίματά της το ζωοποιό ξύλο του σταυρού, για να το καταστήσει φοβερό στους δαίμονες, συντριπτικό των αντίθεων δυνάμεων της αποστασίας της φθοράς και του θανάτου. Στο αίμα του Υιού και του ανθρώπου υφαίνεται η σωτηρία και η δόξα του ανθρώπου. Το αγνό αίμα της Παρθένου, ως δυνατότητα καταβολής της φύσεως, και το άσπιλο αίμα του Υιού του Θεού στον άνθρωπο που ανέλαβε, ως δυνατότητα του μυστηρίου της λυτρώσεως, αποτελούν τα δύο ναι της άπειρης ευδοκίας του Θεού για τη σωτηρία του πεσμένου του πλάσματος. Ω θεοχώρητο και άχραντο μυστήριο! Ποιά γλώσσα ανθρώπινη μπορεί, Παρθένε, να ανυμνήσει τα μεγαλεία σου, να πλέξει το εγκώμιό σου που αγγίζει και υπερβαίνει τους ουρανούς και αναλύεται στον άϋλο αιώνα του Υιού και Θεού σου;
«Νομοθέτην η τεκούσα, αληθώς, χαίρε Δέσποινα, τον τας ανομίας, πάντων δωρεάν εξαλείφοντα· ακατανόητον βάθος, ύψος άρρητον, απειρόγαμε, δι’ ης ημείς εθεώθημεν».
(Χαίρε Δέσποινα, συ που γέννησες αληθινά τον Νομοθέτη Κύριο, ο οποίος εξαλείφει χωρίς κανένα αντάλλαγμα τις ανομίες όλων των ανθρώπων· σε υμνούμε, απειρόγαμε, που είσαι βάθος ακατανόητο και ύψος ανέκφραστο και που έγινες η αιτία της δικής μας θεώσεως.)
Η παράβαση της εντολής του Θεού μάς κατέστησε όλους ένοχους ενώπιον της αγιότητας και της δικαιοσύνης του. Μας κατέστησε παραβάτες του νόμου του, υπεύθυνους τιμωρίας και κυρώσεων. Διότι ο Θεός είναι αληθινός και ακριβοδίκαιος νομοθέτης. Ο νόμος του εκφράζει το άγιο θέλημά του, τη θεία του ενέργεια, που ρυθμίζει, διέπει, κυβερνά και συνέχει όλα τα όντα και ιδιαίτερα τις λογικές φύσεις. Σ’ αυτές συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος, ο οποίος πλάστηκε νοερός και ελεύθερος και στη λογική του συνείδηση ακούγεται η φωνή του Θεού. Σκοπός δε της ζωής του είναι να θέλει και να τελεί αβίαστα το θέλημα του Πλάστη του, που παίρνει τη μορφή νόμων που πρέπει αυτός με αγάπη και με ευλάβεια ν’ ακολουθεί. Αν δεν κάνει αυτό ο άνθρωπος, αν αντίθετα καταπατεί αναιδώς τη θεία νομοθεσία, παραβαίνοντας τις εντολές και τα προστάγματα του πλαστουργού του, καθίσταται ένοχος απέναντι στο θείο Νομοθέτη και φυσικά υπόλογος και τιμωρίας άξιος. Δεν υπάρχει άλλη διαφυγή. Όσοι «ανόμως ήμαρτον και ανόμως απολούνται». Η αλήθεια αυτή είναι το αλφαβητάρι της ηθικής της ζωής των ανθρώπων. Ο Θεός όμως δεν αντιμέτρησε το μέγεθος της αγάπης του με τη φύση και την έκταση των αμαρτημάτων των ανθρώπων. Γνωρίζοντας την ασθένεια του πλάσματος και ότι οι πολλές παραβάσεις του, αν μετριούνταν κατά λόγο δικαιοσύνης, θα το αφάνιζαν, ήλθε ο ίδιος και σήκωσε το προσωπικό βάρος της ενοχής όλων των ανθρώπων, έσχισε το χρεοφειλέσιο που υπέγραψε η Εύα στην Εδέμ, και έδωσε δωρεάν άφεση σε όλα τα πλάσματά του, που τα βάρυνε τόση κακοπραγία και αθλιότητα. Τιμωρήθηκε αυτός για κείνα, για να ζήσουν ελεύθερα πια στο φωτεινό χώρο της μεγάλης του θυσίας.
Αυτό φυσικά συνιστά ενέργεια του Θεού που δεν μπορεί να μετρηθεί και να εκτιμηθεί με τα κοινά μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας. Συνιστά μυστήριο βαθύ και υψηλό που δεν μπορεί να εκφρασθεί με λόγια ανθρώπινα, μυστήριο ανεξιχνίαστο και ανερμήνευτο. Πίσω δε στο μυστήριο αυτό βρίσκεται η περίσεμνη Κόρη, προσφέροντας στην ανθρωπότητα τον άφθαρτο Τόκο της, ως δωρεάν του απύθμενου κλέους και της άφθαρτης δόξας της. Έτσι η Μάννα που αγάπησε τον Υιό της, αγαπά εξίσου και τα παιδιά Εκείνου που γέννησε στη μήτρα της χάριτός του, προστατεύοντάς τα με τον πλούτο των ευλογιών του θεομητορικού της θαύματος. Η απειρόγαμος, τέλος, Μητέρα του Θεού δεν συνέργησε απλά στη συγχώρηση των αμαρτημάτων των ανθρώπων, αλλ’ έγινε συνάμα αίτια θεώσεως των ανθρώπων. Στο θαύμα της Παρθένου οι πιστοί, συνενούμενοι στενά και ζυμωνόμενοι με την άφθαρτη χάρη, γίνονται και αυτοί ζύμη θεότητας, ενέργεια Θεία και φως και αϊδιότητα ζωής στον άφθαρτο αιώνα του Θεού!
«Σε την πλέξασαν τω κόσμω, αχειρόπλοκον στέφανον, ανυμνολογούμεν· χαίρε σοι Παρθένε κραυγάζοντες, το φυλακτήριον πάντων, και χαράκωμα, και κραταίωμα και ιερόν καταφύγιον».
(Ανυμνολογούμε σε που έπλεξες για τον κόσμο στεφάνι που δεν το έφτιαξαν χέρια ανθρώπινα. Σου απευθύνουμε το χαίρε, Παρθένε, που είσαι το φυλακτήριο όλων, το χαράκωμα και το κραταίωμα και το ιερό (των ανθρώπων) καταφύγιο.)
Ο ποιητής επανέρχεται και πάλι στην ιδέα του παρθενικού Τόκου της Μαρίας. Τον παρομοιάζει με στεφάνι που δεν έπλεξαν χέρια ανθρώπινα, αλλ’ η δημιουργική ενέργεια του Πνεύματος του Θεού. Με το στεφάνι αυτό η Παναγία στεφάνωσε τον κόσμο, για να τον στολίζει, να τον ομορφαίνει και να μυρίζει τη ζωή του με τα λουλούδια της χάριτος και της χρηστότητας του Θεού. Γιατί ο Χριστός είναι η ομορφιά και η δόξα του κόσμου. Από αυτόν προήρθε και σ’ αυτόν καταλήγει η πλάση ολόκληρη. Είναι το άλφα και το ωμέγα της κτίσεως. Έξω από αυτόν ο κόσμος δεν έχει νόημα και σκοπό. Είναι μια μάζα σκοτεινή, άμορφη και αδιάγνωστη. Από τότε που άλλαξε στην Εδέμ η αρχέγονη θεομορφία του, έγινε σκοτεινός και αγνώριστος. Άλλαξε το στεφάνι του Θεού με το πυκνό στεφάνι του θανάτου, τα λουλούδια της αρχέγονης χάριτος με τα πικρά αγκάθια της φθοράς, την πρώτη του ομορφιά με την ασχήμια του διαβόλου. Η Μαρία όμως κατέβασε από την κεφαλή του κόσμου το παλαιό στεφάνι της παρακοής, που έπλεξε για τον κόσμο η προμήτωρ Εύα στην Εδέμ, και το αντικατέστησε με το νέο στεφάνι της χάριτος και της χαράς, το οποίον έπλεξε με τη δική της χάρη και υπακοή στη φωταύγεια του Πνεύματος του Θεού, με τον αΐδιο βλαστό του Θεού Πατέρα, συνταιριασμένο με τα άνθη του νέου κήπου της Εδέμ, που τόσο όμορφα βλάστησαν στη θεοχώρητη και θεοϋπόστατη μήτρα της.
Με αυτά τα αισθήματα οι πιστοί, θαρρούντες στις μεγάλες χάρες της Υπερευλογημένης, εξωτερικεύουν τα αισθήματα χαράς που πλημμυρίζουν την καρδιά τους, κραυγάζοντας προς την Θεοτόκο. Χαίρε Παναγία μας, που είσαι το φυλακτήριο των ανθρώπων, δηλαδή φυλάσσεις τους πιστούς από κάθε κίνδυνο και κακό, κυρίως από τις ασταμάτητες επιβουλές του νοητού δράκοντα· είσαι το χαράκωμα, μπροστά στο οποίο ξεσπά και διαλύεται η κακουργία των πνευμάτων της ακαθαρσίας, που με λύσσα πολεμούν τη χαρά και την ευτυχία των τέκνων σου· είσαι το κραταίωμα, η ενίσχυση όσων παλεύουν κατά της αμαρτίας και των δυνάμεων του σκότους και της ανομίας· είσαι τέλος το καταφύγιο, το υπήνεμο λιμάνι όπου καταφεύγουν οι πιστοί, που ανελέητα δέρνονται από τα μανιασμένα κύματα, τις θύελλες και τους άγριους άνεμους της ταραγμένης επίγειας ζωής.
(+Ανδρέα Θεοδώρου,Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαιρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 26-35.)