Απάντηση στον κ. Κωνσταντίνο Χολέβα
2 Μαρτίου 2012
Στην Ελλάδα μας· χρωστούμε το ευ ζην μας
Απάντηση στον κ. Κωνσταντίνο Χολέβα
της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου
Μόλις διάβασα την επιστολή του κ. Κωνσταντίνου Χολέβα στο ιστολόγιο των φίλων της Μονής Βατοπαιδίου. Κατασυγκινήθηκα. Βεβαίως, γνωρίζουμε το ήθος και την αρετή του ανδρός. Γι’ αυτό θα ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις μου πάνω στο θέμα της συμπαράστασης των Ελλήνων Κυπρίων στη χειμαζόμενη Μητέρα Πατρίδα.
Με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα, η ψυχή μας είναι περίλυπη «άχρι θανάτου». Πώς να μην συγκλονιζόμαστε, όταν οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, οι Έλληνες αδελφοί μας υποφέρουν και ταλαιπωρούνται; Και για να παραφράσω τον μεγάλο ποιητή μας Κώστα Μόντη:
«Δεν του πάει η φτώχεια και η μιζέρια αυτού του λαού, βρε παιδιά,
δεν του πάει, προς Θεού, η κατήφεια!
Πώς να το κάνουμε;».
Πώς θυμήθηκα τον Μόντη; Μα σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του. Πέθανε την 1η Μαρτίου του 2004, στα ενενήντα του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ως ιερή παρακαταθήκη τους στίχους του, με τους οποίους τονίζεται η ελληνικότητα της Κύπρου και οι ακατάλυτοι δεσμοί που τη συνδέουν με τον ευρύτερο ελληνισμό από την αρχαιότητα ως σήμερα. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματά του: «Ο θώρακας του Κινύρα», «Βοηθούντος Ευαγόρου» κ.α. Ο Μόντης είναι ένας ποιητής με βαθιά συναίσθηση της ελληνικότητάς του, περήφανος γιατί είναι Έλληνας. Εξάλλου, ύμνησε όσο λίγοι τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. για την ένωση της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα.
Όταν, λοιπόν, η μάνα μας και τα αδέλφια μας βρίσκονται «εν οδύνη» και ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους, φρονώ ότι όσα γίνονται είναι πολύ λίγα, μπροστά σε όσα οφείλουμε εμείς οι Έλληνες της Κύπρου στην Ελλάδα. Οφείλουμε να ανταποδώσουμε τα τροφεία του πνεύματος, πρωταρχικά, και ύστερα τα τροφεία του σώματος.
Καταρχάς, η Ελλάδα μας μόρφωσε δωρεάν σε καιρούς χαλεπούς για μας, έγινε ο φωτοδότης φάρος για τη διεύρυνση των πνευματικών μας οριζόντων, μας βοήθησε στην κοινωνικοποίησή μας και μας μεταλαμπάδευσε το «modus vivendi», τον τρόπο της ζωής της, ένα εγκόλπιο ανώτερης ηθικής, αξιών και στάσεων που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μας. Επιπλέον, μας γαλούχησε με τα ζείδωρα νάματα της ευγένειας, της ομορφιάς, της χαράς της ζωής, του κεφιού, της ψυχαγωγίας, του χιούμορ και της απλοχεριάς.
Αναντίλεκτα, τον καιρό της προσφυγιάς μας ήταν ο άγγελος που μας σκέπασε με τις φτερούγες της. Που μας πρόσφερε καθημερινά φαγητό στις λέσχες, δωρεάν εισιτήρια στις συγκοινωνίες, που έστειλε στην Κύπρο τόνους βοήθειας.Ένα σακάκι πήρε κι ο πατέρας μου, και στην τζέπη βρήκε μια καρτούλα με το όνομα Γεώργιος Χατζόπουλος, διευθυντής σε κάποιο τμήμα του ΟΤΕ. Η καρτούλα έγραφε: «Γράψτε μας τις ανάγκες σας».
Ο μπαμπάς μου του απάντησε ότι δεν χρειάζονται τίποτα -γιατί ευτυχώς ήμασταν από τους τυχερούς που είχαμε χρήματα-, αλλά θα ήθελε να γνωριστούν ως οικογένεια με την κόρη του που σπούδαζε στην Αθήνα. Έτσι, μια Κυριακή, αρχές του 1975, τους επισκέφτηκα, κι από τότε έγιναν η οικογένειά μου στην Αθήνα. Δεθήκαμε πάρα πολύ, και μέχρι σήμερα δεν έχω πιο δικούς μου ανθρώπους στον κόσμο, εκτός από την οικογένειά μου στην Κύπρο.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επαναλάβω και εδώ την πολυποίκιλη προσφορά της Ελλάδας διαχρονικά στην Κύπρο. Θα σταθώ μόνο σε τρεις περιπτώσεις: η πρώτη είναι οι ελλαδίτες καθηγητές και η συμβολή τους στην εθνική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική αφύπνιση του ελληνισμού της Κύπρου, που είναι και το θέμα της διατριβής μου. Σε εποχές απόλυτης αμάθειας, αυτοί οι άνθρωποι σαν φάροι τηλαυγείς φώτισαν τις ψυχές των ελληνόπουλων του νησιού και τους έκαναν να μεθύσουν με το κρασί της λευτεριάς. Κυρίως, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν είχαμε τα καλύτερα μυαλά του Πανεπιστημίου Αθηνών στα σχολεία μας.
Νομίζω ότι ως εκπαιδευτικός δεν θα’ πρεπε να παραλείψω να αναφερθώ και στα χιλιάδες βιβλία που μας έστελλε για δεκαετίες δωρεάν η Ελλάδα, που στο τέλος του χρόνου, δυστυχώς, κατέληγαν τα πιο πολλά να γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Οι μαθητές είχαν την αίσθηση ότι επειδή ήταν δωρεάν, δικαιούνταν να τα καταστρέφουν. Ενώ, αν πλήρωναν, θα είχαν άλλη συμπεριφορά. Άρα, έχουμε κι εμείς ευθύνη για το χρέος της Ελλάδας. Φάγαμε κι εμείς μαζί τους.
Τρίτη περίπτωση που θα ήθελα να αναφέρω, που είναι και η αιχμή του δόρατος της συμπαράστασης της Ελλάδας προς την Κύπρο, ήταν η αμυντική κάλυψη που προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια των «ολβίων», όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, που εμείς ως λαμπροί θηρευτές της ευημερίας, με την άμετρη υλοφροσύνη, ξεχνώντας τον «έσω» άνθρωπο, βρεθήκαμε σ’ αυτό το πέλαγος, στο χάος του μηδενισμού.
Καταλήγοντας, όσα και να δώσουμε στην Ελλάδα είναι το ελάχιστο που οφείλουμε. Γιατί εμείς της οφείλουμε το εύ ζην μας. Την ευτυχία μας. Την ποιότητα της ζωής μας. Την προκοπή μας. Πρέπει να δώσουμε από το περίσσευμά μας. Και έχουμε πολύ! Έχουμε οι πιο πολλοί περισσότερα απ’ όσα μας χρειάζονται, απλώς μας υπέβαλαν με τον μηχανισμό του εξανδραποδισμού πλαστές, κίβδηλες ανάγκες, μας μετέτρεψαν σε τοξικομανείς της ευμάρειας, σε homo consumens που θεωρούμε ότι είμαστε ελεύθεροι, επειδή μπορούμε να ικανοποιούμε αυτές τις ψεύτικες ανάγκες. Όσα, λοιπόν, μπορεί ο καθένας, ας στείλει για την Ελλάδα μας. Της το χρωστάμε.
Γι’ αυτό και η οικονομική κρίση, όπως έχει λεχθεί και από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο είναι κατ’ εξοχήν κρίση κοινωνική, κρίση αξιών. Πώς να μην έρθει κρίση, όταν οι πολλοί χλευάζουν τα θεία, όταν λοιδωρούν το Άγιο Όρος, όταν διαστρέφουν εμπαθώς την αλήθεια και διασύρουν ανθρώπους του Θεού και τους φυλακίζουν σαν κοινούς εγκληματίες; Ζούμε, αλήθεια, στην εποχή της παράνοιας.