Για ένα βιδάκι….
19 Φεβρουαρίου 2012
Με παίρνει τηλέφωνο χθες μεσημέρι ο πατέρας μου και με ρωτάει αν θα κατέβω Παγκράτι…Του απαντάω ότι δεν έχω πρόθεση γιατί έχω δουλειές στο σπίτι να τελειώσω. Ξέρεις θέλω για μια δουλειά… Σου είπα δεν θα πάω… (Το Παγκράτι το βαριέμαι, κατεβαίνω μόνο με μηχανάκι – “χτυπάω” και φεύγω). Να, ξέρεις… μου έφυγε ένα βιδάκι από τα γυαλιά μου…(Σαν να μη μιλούσα εγώ… εκεί μονόλογος…) Σου είπα δεν πάω σήμερα… Τώρα η μάνα σου προσπαθεί να το στερώσει μέσα… αλλά δεν κάθεται στη θέση του… Εμφανώς τσαντισμένος του λέω …καλά θα έρθω. Ο λόγος είναι ότι δεν θεωρούσα ότι το να πάω σήμερα ήταν τόσο σημαντικό… τουλάχιστον για μένα. Και θεωρούσα ότι οι δουλειές που είχα προγραμματίσει είχαν προτεραιότητα. Θα μπορούσα να πάω σήμερα…
Ετσι κατά τις 7 το απόγευμα βρέθηκα στο πατρικό με πλήρη εξάρτηση (κράνος – μπουφάν – γάντια – μπότες και όλα τα καλούδια που σημαίνουν μηχανάκι), για να πάρω τα γυαλιά. Εκεί λοιπόν μου δίνει τα γυαλιά και μου λέει…
Χωρίς τα γυαλιά δεν μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω γιατί ζαλίζομαι και φοβάμει μην πέσω… Και εκεί κατάλαβα τη βιασύνη και την ανάγκη. Αισθάνθηκα άσχημα γιατί το είχα θεωρήσει “γεροντίστικη” παραξενιά την επιμονή του να του τα φτιάξω. Βλέπετε άλλα σημαίνουν για μένα τα γυαλιά και άλλα για τον πατέρα μου.
Έτσι αποφάσισα να μη γυρίσω αν δεν τα φτιάξω. Έφυγα λοιπόν και μπήκα στο πρώτο κατάστημα οπτικών στη γειτονιά μου.
Ο νέος του μαγαζιού, εντελώς διεκπεραιωτικός στις ενέργειες του, εμφανώς σε κατάσταση βαρεμαρίτιδας, παίρνει τα γυαλιά, δοκιμάζει μια βίδα, δεν του κάθεται (γυρνούσε τρελλά), βγάζει τη βίδα “κοιτάζει” το σπείρωμα και αποφαίνεται… “έχουν χαλάσει οι βόλτες” μόνο με κόλλα αν κάνεις κάτι και όσο κρατήσει. Και μου δίνει τα τεύχη.
Δεν μπορεί σκέφτηκα… ο πατέρας μου μου είπε ότι ξεβίδωσε το βιδάκι και έπεσε και δεν μπορούσαν να το βρουν. Άρα ήταν βιδωμένο και από όσο γνωρίζω οι βίδες δεν αυτοκαταστρέφονται. Θα πάω σε άλλο μαγαζί. Όπερ και εγένετο.
Στο δεύτερο μαγαζί, ο νέος – επίσης – του μαγαζιού, βάζει το αυτάκι κάτω κοιτάζει το σπείρωμα, και βρίσκει τη διάσταση της βίδας. Διαλέγει τη κατάλληλη από το κουτάκι με τις εκατοντάδες βίδες, δοκιμάζει, μια χαρά σφίγγει – άρα έχουμε σπείρωμα – αλλά ήταν μεγάλη σε μήκος.
– Ωραία μου λεει τη βρήκαμε…Λίγο κοντύτερη θέλουμε… μισό λεπτό… Νάτη.
Μετά από λίγο μου παραδίδει τα γυαλιά έτοιμα μετά από ένα σύντομο σέρβις (βίδωσε τις λασκαρισμένες βίδες, τα ζύγισε, τα καθάρισε). Τον ρωτάω τι οφείλω και μου απαντάει… Τίποτα. Σιγά… για ένα βιδάκι…
Μη το λες… του απαντάω. Αυτό το βιδάκι έχει τεράστια σημασία για κάποιους… και του εξηγώ.
– Δεν μπορούσα να το φανταστώ… μου απάντησε.
– Και όμως….
Και έφυγα. Μετά από 10 λεπτά γυρνάω στο σπίτι με το “εμπόρευμα” έτοιμο. Βρίσκω τον πατέρα μου μπροστά στη τηλεόραση να βλέπει δεν ξέρω τι…και να περιμένει. Έτοιμα του λέω… Πήγες στον ….. στο Παγκράτι; (ο οπτικός του την προηγούμενη εικοσαετία). Του εξήγησα ότι δεν κατεβαίνω εύκολα αν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου εδώ και γύρισα να φύγω για να πάω στις δουλειές μου. Κλείνοντας τη πόρτα, άκουσα τη σκληρότερη λέξη που θα μπορούσα να ακούσω… “Ευχαριστώ”. Μάζεψα τα βρεγμένα μου και έφυγα.
Τελικά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως δείχνουν και αυτά που για εμάς είναι απλά και δεδομένα, για κάποιους έχουν άλλη σημασία και αξία. Γιαυτό καλό θα είναι να σκεφτόμαστε λιγάκι πριν απαντήσουμε. Και αυτό να γίνεται αφού μάθουμε όλες τις παραμέτρους.
Τη καλημέρα μου.
Ετσι κατά τις 7 το απόγευμα βρέθηκα στο πατρικό με πλήρη εξάρτηση (κράνος – μπουφάν – γάντια – μπότες και όλα τα καλούδια που σημαίνουν μηχανάκι), για να πάρω τα γυαλιά. Εκεί λοιπόν μου δίνει τα γυαλιά και μου λέει…
Χωρίς τα γυαλιά δεν μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω γιατί ζαλίζομαι και φοβάμει μην πέσω… Και εκεί κατάλαβα τη βιασύνη και την ανάγκη. Αισθάνθηκα άσχημα γιατί το είχα θεωρήσει “γεροντίστικη” παραξενιά την επιμονή του να του τα φτιάξω. Βλέπετε άλλα σημαίνουν για μένα τα γυαλιά και άλλα για τον πατέρα μου.
Έτσι αποφάσισα να μη γυρίσω αν δεν τα φτιάξω. Έφυγα λοιπόν και μπήκα στο πρώτο κατάστημα οπτικών στη γειτονιά μου.
Ο νέος του μαγαζιού, εντελώς διεκπεραιωτικός στις ενέργειες του, εμφανώς σε κατάσταση βαρεμαρίτιδας, παίρνει τα γυαλιά, δοκιμάζει μια βίδα, δεν του κάθεται (γυρνούσε τρελλά), βγάζει τη βίδα “κοιτάζει” το σπείρωμα και αποφαίνεται… “έχουν χαλάσει οι βόλτες” μόνο με κόλλα αν κάνεις κάτι και όσο κρατήσει. Και μου δίνει τα τεύχη.
Δεν μπορεί σκέφτηκα… ο πατέρας μου μου είπε ότι ξεβίδωσε το βιδάκι και έπεσε και δεν μπορούσαν να το βρουν. Άρα ήταν βιδωμένο και από όσο γνωρίζω οι βίδες δεν αυτοκαταστρέφονται. Θα πάω σε άλλο μαγαζί. Όπερ και εγένετο.
Στο δεύτερο μαγαζί, ο νέος – επίσης – του μαγαζιού, βάζει το αυτάκι κάτω κοιτάζει το σπείρωμα, και βρίσκει τη διάσταση της βίδας. Διαλέγει τη κατάλληλη από το κουτάκι με τις εκατοντάδες βίδες, δοκιμάζει, μια χαρά σφίγγει – άρα έχουμε σπείρωμα – αλλά ήταν μεγάλη σε μήκος.
– Ωραία μου λεει τη βρήκαμε…Λίγο κοντύτερη θέλουμε… μισό λεπτό… Νάτη.
Μετά από λίγο μου παραδίδει τα γυαλιά έτοιμα μετά από ένα σύντομο σέρβις (βίδωσε τις λασκαρισμένες βίδες, τα ζύγισε, τα καθάρισε). Τον ρωτάω τι οφείλω και μου απαντάει… Τίποτα. Σιγά… για ένα βιδάκι…
Μη το λες… του απαντάω. Αυτό το βιδάκι έχει τεράστια σημασία για κάποιους… και του εξηγώ.
– Δεν μπορούσα να το φανταστώ… μου απάντησε.
– Και όμως….
Και έφυγα. Μετά από 10 λεπτά γυρνάω στο σπίτι με το “εμπόρευμα” έτοιμο. Βρίσκω τον πατέρα μου μπροστά στη τηλεόραση να βλέπει δεν ξέρω τι…και να περιμένει. Έτοιμα του λέω… Πήγες στον ….. στο Παγκράτι; (ο οπτικός του την προηγούμενη εικοσαετία). Του εξήγησα ότι δεν κατεβαίνω εύκολα αν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου εδώ και γύρισα να φύγω για να πάω στις δουλειές μου. Κλείνοντας τη πόρτα, άκουσα τη σκληρότερη λέξη που θα μπορούσα να ακούσω… “Ευχαριστώ”. Μάζεψα τα βρεγμένα μου και έφυγα.
Τελικά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως δείχνουν και αυτά που για εμάς είναι απλά και δεδομένα, για κάποιους έχουν άλλη σημασία και αξία. Γιαυτό καλό θα είναι να σκεφτόμαστε λιγάκι πριν απαντήσουμε. Και αυτό να γίνεται αφού μάθουμε όλες τις παραμέτρους.
Τη καλημέρα μου.