Κωδικός Αταλάντη
17 Ιανουαρίου 2012
Παρουσίαση βιβλίου
Κλαίρη Αγγελίδου
Κ Ω Δ Ι Κ Ο Σ : Α Τ Α Λ Α Ν Τ Η
Αθήνα, Εκδόσεις Διόπτρα, 2011
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου
Το’ χω ξαναπεί: η κ. Κλαίρη Αγγελίδου είναι μια παραμυθού που κρατά ένα μαγικό ραβδάκι και μας μαγεύει όλους, μικρούς και μεγάλους. Είναι σαν μια νερομάνα, μια βρυσομάνα από ανεξάντλητες ιστορίες. Μόνο που δεν λέει παραμύθια, δεν σκαρφίζεται ιστορίες, δεν είναι μυθοπλάστης. Μας ιστορεί τη ζωή της, την πολυκύμαντη και βασανισμένη που, όμως, είχε και εξάρσεις μεγαλείου, αυτοθυσίας, έρωτα και ομορφιάς.
Η συγγραφέας είναι η γυναίκα που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Είναι η αγωνίστρια της ΕΟΚΑ, η εκπαιδευτικός, η πολιτικός, η ποιήτρια, μα πάνω απ’ όλα η μάνα που ανάστησε τρεις λεβέντες. Είναι, όμως, και η γιαγιά με τα τέσσερα εγγόνια και τη μια την εγγονή, τη μονάκριβη και πολυαγαπημένη, που πήρε τ’ όνομά της, τη μικρή Κλαίρη.
Η κ. Κλαίρη Αγγελίδου με το νέο της πεζό με τον τίτλο «Κωδικός Αταλάντη», με υπότιτλο «Μια γυναίκα στην Αντίσταση», διαζωγραφίζει με μελανά μα και φωτεινά χρώματα τη ζωή της, τις σπουδές της στην Αθήνα, τον εξαίσιο έρωτά της με τον συμφοιτητή της Νίκο Αγγελίδη, την ένταξή τους στην ΚΑΡΗ, τον μυστικό τους γάμο, τη συμμετοχή τους στην ΕΟΚΑ, τα πρώτα χρόνια που έζησαν στη Γιαλούσα, τις δοκιμασίες που πέρασε για να μεγαλώσει τα παιδιά της μόνη της στην προσφυγιά μετά το χαμό του αγαπημένου της…
Είναι, θα λέγαμε, ένα είδος αυτοβιογραφίας, μόνο που η συγγραφέας βρήκε ένα τέχνασμα για να την παρουσιάσει, ίσως από σεμνότητα, σύμφωνα με τον Καθηγητή Πέτρο Παπαπολυβίου, για να αποφύγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, χωρίς εστίαση ή με μηδενική εστίαση. Έτσι, γίνεται ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής με την πανοραμική θέαση, που γνωρίζει τα πάντα για τους ήρωες του έργου, ακόμη και τις μύχιες σκέψεις και πολύ περισσότερο τα ποικίλα συναισθήματα των ηρώων της στους οποίους φορά προσωπείο.
Είναι κατάδηλο, λοιπόν, ότι πίσω από τη συγγραφέα κρύβεται η Αταλάντη και πίσω από τον Νίκο Αγγελίδη, ο Λευτέρης, μια περσόνα που θυμίζει « εκείνην για την οποία ο ποιητής Σολωμός έγραψε το πιο όμορφο τραγούδι του». Αταλάντη ήταν το ψευδώνυμο της συγγραφέως τον καιρό του Αγώνα, από τη μυθική Αταλάντη που ήταν «ωραιότατη και περίφημη δρομέας». Επειδή πολλοί ήθελαν να την παντρευτούν, δήλωσε ότι θα παντρευόταν αυτόν που θα κατάφερνε να την παραβγεί σε αγώνα δρόμου, και ότι θα φόνευε τον ηττημένο απ’ αυτήν. Τελικά, μετά από πολλά θύματα, τη νίκησε, με τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, ο Ιππομένης που τη νυμφεύθηκε.
Ταυτόχρονα, η συγγραφέας χρησιμοποιεί και τη Γραμμική αφήγηση ή «Ad Ovo», από την αρχή, με την εξιστόρηση των γεγονότων κατά χρονολογική σειρά, χωρίς να λείπουν και οι αναδρομές στο παρελθόν που φωτίζουν τα γεγονότα του παρόντος. Βεβαίως, πετιέται αρκετές φορές συνειρμικά από το ένα θέμα στο άλλο, ενώ εγκιβωτίζει πλήθος ιστοριών για πρόσωπα και γεγονότα στην κύρια ιστορία της, όπως η ζωή του πεθερού της ή ο έρωτας των γονιών της ή τα ανέκδοτα με έναν γραφικό τύπο της Γιαλούσας τον «Χάλα Κατέβα».
Επιπλέον, θα λέγαμε ότι ο λόγος της είναι όπως πάντα μικροπερίοδος, σύντομος, λιτός, χωρίς περιττά φτιασίδια, αλλά διανθισμένος με λυρικές εικόνες, έξοχες περιγραφές των ανθρώπων μα και της φύσης, όπως της θάλασσας της Αμμοχώστου. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει έντονα ο λυρισμός και η φυσιολατρία αγκαλιά με την πατριδολατρία.
Ρουφώντας και πάλι άπληστα τις σελίδες του νέου της έργου, ένα μικρό βιβλιαράκι των 159 σελίδων, ευσύνοπτο, γεγονός που συγκαταλέγεται στα θετικά του έργου- μια που διαβάζεται απνευστί σε ένα-δύο το πολύ βράδια- με ένα εξώφυλλο που αναδίδει ρομαντική διάθεση, με μια νέα κοπελίτσα με αλογοουρά να περπατά ανάμεσα στα στάχια και λίγο παραδίπλα οι στρατιώτες να σημαδεύουν μια αγροικία, ενώ τα σύννεφα στον ουρανό είναι μαύρα και απειλητικά, μεταφέρθηκα νοερά στην κατεχόμενη γη μας και στον καιρό του αγώνα που δεν έζησα. Αλήθεια από πόσους κινδύνους πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι; Πόσες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς βίωσαν από τους ευγενείς Άγγλους;
Εύλογα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η Κλαίρη Αγγελίδου επαναλαμβάνει την ίδια θεματολογία: η κατεχόμενη γη μας, η Αμμόχωστος, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η προσφυγιά. Κι όμως. Μπορεί το περίγραμμα να είναι το ίδιο, γιατί είναι τα θέματα που την καίνε-και μας καίνε-άσχετο αν η δική μας δοκιμασία έγινε για άλλους ευλογία, όμως, για πρώτη φορά μιλά τόσο ανοικτά για προσωπικές της στιγμές, για τον έρωτά της, έναν έρωτα αγνό δυο ιδεολόγων νέων, την κοινή τους πορεία σ’ έναν αγώνα που τους καλούσε να λευτερώσουν το νησί τους, παίζοντας τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Μα και για τη μοναξιά της, όταν έφυγε εκείνος…
Είναι, λοιπόν, πρώτα και πάνω απ’ όλα τούτο το έργο, ένα αφήγημα ρεαλιστικής γραφής που απεικονίζει την πραγματικότητα, όπως τη βίωσε η συγγραφέας, με τις αγωνίες, τις λαχτάρες, τις πτώσεις, τους φόβους μα και τις στιγμές εθνικής έξαρσης και μεγαλείου. Διάσπαρτο με διαλόγους που ζωντανεύουν την αφήγηση, το αφήγημα τούτο της Κλαίρης Αγγελίδου, αποπνέει αγάπη για τους μαθητές τους της Γιαλούσας με τους οποίους μοιραζόντουσαν το ίδιο μυστικό, όπως την περίπτωση της ανατίναξης του αστυνομικού σταθμού που ήταν δίπλα στο ταχυδρομείο της κωμόπολης.
Αξίζει να τονιστεί ότι ένας από τους στόχους που η Κλαίρη Αγγελίδου θέλησε να γράψει τούτα τα νέα γεγονότα, που μας τα εκμυστηρεύεται ξεκάθαρα για πρώτη φορά, είναι για να μείνουν «κτήμα ες αεί». Να μην τα ξεχνούν οι παλαιότεροι και να τα γνωρίσουν και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι. Κυρίως, όμως, αποστομώνει όσους επικρίνουν εκ του ασφαλούς εκείνο τον αγώνα και τα παλληκάρια του.
Το έργο είναι πολυπρόσωπο. Γύρω από την κεντρική ηρωίδα, την Αταλάντη, και τον κεντρικό ήρωα, τον Λευτέρη, κινείται ο πληθυσμός του έργου: η μάνα κι ο πατέρας της, κυρίως η μάνα που της έχει αδυναμία, οι συμφοιτητές και ο αγαπημένος τους καθηγητής στο Πανεπιστήμιο που πλαισιώνουν τον μυστικό τους γάμο στην Αθήνα, οι συναγωνιστές τους στην Κύπρο, οι μαθητές τους, οι άνθρωποι που συναναστρέφονται στην Ευρύχου- όπου φιλοξένησαν τον «θείο», όπως έλεγαν τον Αρχηγό- μα και στη Γιαλούσα, όπου έζησαν τρία χρόνια γεμάτα εμπειρίες μοναδικές.
Εκεί ο Λευτέρης ήταν βοηθός του τομεάρχη Φώτη Παπαφώτη, σε έναν τομέα που δεν υπήρχε προδοσία, που όλοι ήξεραν και κανένας δεν μιλούσε. Σκιαγραφούνται με γλαφυρότητα οι άνθρωποι του λαού με τις αρετές τους: με την αγάπη τους για την πατρίδα και τον συνάνθρωπό τους, την αλληλεγγύη, την εχεμύθεια, την εργατικότητα, τη λεβεντιά, την πειθαρχία, την αυταπάρνηση, την ενσυναίσθηση, τη συλλογικότητα, την αρχοντιά της ψυχής τους. Όλοι για έναν και ένας για όλους. Και όπως καταλήγει η συγγραφέας σ’ αυτό το κεφάλαιο:
«Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ δεν ήταν μόνο αγώνας αποτίναξης του ζυγού, ήταν αγώνας ψυχής, ανθρωπιάς. Οι άνθρωποι πάλευαν με τον εαυτό τους, τα πάθη τους, να γίνουν καλύτεροι, για μια πατρίδα απαλλαγμένη από τη σκλαβιά και την εξαθλίωση».
Έντονα τονίζεται, εξάλλου, από τη συγγραφέα και επαναλαμβάνεται κατά κόρον ότι εκείνο που την κράτησε σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής της ήταν η προσευχή. Είναι ένα «modus vivendi», ένα εγκόλπιο ανώτερης ηθικής που θέλει να μεταλαμπαδεύσει στους νεότερους, ένα δίδαγμα ζωής που πηγάζει από τα βιώματά της.
«Αταλάντη, κρατήσου. Έχεις ορκιστεί. Η Παναγιά δεν θα σ’ αφήσει…Σε κρατεί κάτω από τη σκέπη της.
Έτσι άντεχε. Ηρεμούσε, αναπτερωνόταν μέσα της η θέληση και προχωρούσε.
Μονάχα η προσευχή. Με την προσευχή, τα ατέλειωτα βράδια που η αγωνία τριβέλιζε τον νου της για την έκβαση του Αγώνα, έπαιρνε δύναμη.
Το καντήλι της Παναγίας ήταν πάντα αναμμένο».
Θα ήθελα να αναφέρω ότι στα είκοσι κεφάλαια του βιβλίου, που διανθίζονται από φωτογραφίες μαυρόασπρες, και που τελειώνει πολύ αισιόδοξα με την ελπίδα για επιστροφή στη γη της Αμμοχώστου, έχει προσθέσει η συγγραφέας και ένα επίμετρο για τον Αυξεντίου, όπως διηγείται η ίδια την ιστορία του στα εγγόνια της. Βέβαια, μέσα από όλο το έργο παρελαύνουν κι άλλοι ήρωες, όπως ο Ανδρέας Ζάκος που ήταν συμμαθητής του Νίκου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Παναγιώτης Κάσπης, ο Κυριάκος Μάτσης και η ηρωίδα Λουκία Παπαγεωργίου, η μητέρα-σύμβολο.
Επιλογικά, θα μπορούσα να αναφέρω άπειρες πτυχές του έργου, όπως τις επισκέψεις τους με τον Λευτέρη στην Αθήνα στον Φώτη Κόντογλου, τη λιτανεία από τη Γιαλούσα στον Άγιο Θέρισσο για να βρέξει-μετά το ζώσιμο της εκκλησίας πράγματι ξέσπασε η βροχή- σε κάποιες καλές στιγμές με τους Τουρκοκυπρίους, όπως την Τουρκάλα δασκάλα από τον Μούτταλο που μάζεψε και φύλαξε όλα αυτά τα χρόνια τις φωτογραφίες τους από την Αμμόχωστο, κ.ά.. Επίσης, μέσα από τις σελίδες του έργου αυτού περνούν η Αγία Ζώνη, η Αγία Παρασκευή, η Αγία Αικατερίνη, ο Αρχάγγελος της Γιαλούσας, η λαμπρατζιά του Αγίου Νικολάου και τόσα άλλα.
Όμως, ένα είναι το σημαντικό. Ότι το αφήγημα αυτό με τον τίτλο «Κωδικός: Αταλάντη», συγκινεί και καθηλώνει τον αναγνώστη με την αλήθεια, την αμεσότητα, το πάθος και την παραστατικότητά του, όπως και με τη ρέουσα γραφή του και την ομορφιά των ανθρώπων του. Είναι μια «De profundis» εξομολόγηση της κ. Αγγελίδου όχι μόνο για τα δικά της συναισθήματα, αλλά και για όσα βίωσε αυτός ο δύσμοιρος τόπος.
«Εδώ τελειώνει η ιστορία της Αταλάντης. Μια αληθινή ιστορία, όπως την έζησε στα χρόνια της ζωής της, τα πιο όμορφα, τότε που ένιωσε μέσα της ότι είχε χρέος.
Χρέος μεγάλο στην πατρίδα της να πολεμήσει για τη λευτεριά της, για να φυτρώνουν τα σπαρτά και να λικνίζονται στο φύσημα του αγέρα λεύτερα, οι ψαράδες να οργώνουν με τις ψαρόβαρκες τη γαλανή θάλασσα και τα δίκτυα τους να είναι γεμάτα με σπαρταριστά ψάρια, μόχθος ζωής, που τραγουδούν ανέμελα, χωρίς φόβο.
Χρέος να μεγαλώσει παιδιά κι εγγόνια με χαμόγελο πλατύ, όπως πλατιά είναι η θάλασσά της.
Η θάλασσα της Αμμόχωστος…
Εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο δρόμος που ξεκίνησε με τον Λευτέρη κάποτε, θα τελειώσει εκεί, στη θαλασσοφίλητη πόλη, εκεί στη θάλασσα, στην αμμουδιά με τους αλίανθους…».