Βαρτίμαιος
15 Ιανουαρίου 2012
Η απώλεια της ελπίδας είναι πάλι άλλος ένας τρόπος για να συναντήσουμε τον Θεό. Έχουμε κάμποσα παραδείγματα στα Ευαγγέλια και στους βίους των αγίων. Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο δέκα, συναντούμε την ιστορία του Βαρτιμαίου, του τυφλού ζητιάνου που καθόταν στις πύλες της Ιεριχώ. Η ευαγγελική διήγηση της θεραπείας του μας δίνει μερικά καίρια στοιχεία για να κατανοήσουμε την προσευχή.
Εκπλησσόμαστε συχνά που δεν εισακούεται η προσευχή μας. Νομίζουμε πως αρκεί να προσφέρουμε την προσευχή μας στον Θεό για να Τον αναγκάσουμε να μας απαντήσει. Στην πραγματικότητα, άμα εξετάσουμε αυστηρά τα κίνητρα της προσευχής μας και τις ανάγκες μας, θα ανακαλύψουμε πως πολύ συχνά δεν προσευχόμαστε για πράγματα απαραίτητα αλλά για πράγματα περιττά.
Η ευκολία με την οποία εγκαταλείπουμε την προσευχή μας όταν δεν εισακουόμαστε, αποδεικνύει ότι ακόμη κι όταν προσευχόμαστε για πράγματα εντελώς απαραίτητα στη ζωή μας, δε διαθέτουμε ούτε την υπομονή ούτε την καρτερία να επιμείνουμε. Σε τελευταία ανάλυση προτιμούμε να ζούμε χωρίς αυτό για το οποίο προσευχόμαστε παρά να πασχίσουμε με κάθε τρόπο να το πετύχουμε.
Ένας Πατέρας της Εκκλησίας μας λέει ότι η προσευχή είναι σαν το βέλος. Είναι φτιαγμένο για να πετάξει, να πετύχει το στόχο του, να διασχίσει εμπόδια, αλλά πετάει μόνο αν εκτοξευτεί από ένα γερό τόξο που το χειρίζεται ένα στιβαρό χέρι. Και ευστοχεί μόνο όταν ο τοξότης σημαδεύει σωστά και σταθερά. Αυτό που λείπει από την προσευχή μας είναι συχνά αυτή η δύναμη της θέλησης, η αίσθηση της σοβαρότητας της καταστάσεώς μας.
Ο Βαρτίμαιος είναι τυφλός. Δε γνωρίζουμε αν η όρασή του τον εγκατέλειψε σταδιακά, κι η γνώριμη ομορφιά του κόσμου χάθηκε από τα μάτια του σιγά-σιγά, ή αν γεννήθηκε τυφλός. Εκείνο που βλέπουμε μπρος μας είναι ξεκάθαρα ένας ενήλικας να ζητιανεύει καθισμένος στην άκρη του σκονισμένου δρόμου. Πόσες φορές στη ζωή των 30 ίσως χρόνων του δεν πρέπει να προσπάθησε να κερδίσει την όρασή του; Πόσο συχνά δε θα πρέπει να επισκέφτηκε γιατρούς, ιερείς, θεραπευτές, να ζήτησε να προσευχηθούν ή να τον βοηθήσουν όσοι ήταν σε θέση να το κάνουν; Πόσο συχνά δεν πρέπει να είχε ελπίσει, με την ελπίδα που στηρίζεται στους ανθρώπους, στη λογική και στην πείρα, αλλά και στην πεποίθηση του ελέους, της συμπόνιας και στην καλοσύνη της ανθρώπινης αλληλεγγύης; Πόσο συχνά δε θα αναθάρρεψε για να ξαναπέσει σε απογοήτευση; Και τώρα τον βρίσκουμε στην άκρη του δρόμου, κοντά στην είσοδο της πόλης, νικημένο από τη ζωή, χωρίς τη διάθεση να επιζητήσει την όρασή του, να προσπαθεί απλώς να επιβιώσει από την ελεημοσύνη των περαστικών — όχι από τη ζεστή προσφορά τους, που τη συνοδεύει το ενδιαφέρον, αλλά από την παγερή ελεημοσύνη που δίνει χωρίς συμπόνια κάποιες δεκάρες που τις πετάμε ανώνυμα σ’ έναν πεινασμένο ζητιάνο, χωρίς καν να γυρίσουμε να τον δούμε,
Ο περαστικός είναι εξίσου τυφλός με το ζητιάνο του πεζοδρομίου και η τύφλωσή του είναι πιθανόν μεγαλύτερη γιατί πρόκειται για τύφλωση της καρδίας και της συνείδησης — δε συμμετέχει πια στην αδελφοσύνη των ανθρώπων.
Η ιστορία αυτή, όμως, λαμβάνει χώρα την εποχή του Χριστού. Τούτος ο τυφλός ζητιάνος πρέπει να ’χει ακούσει για το δάσκαλο που πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλιλαία και ταξιδεύει τώρα στην Ιουδαία, και σ’ όλους τους αγίους τόπους, κάνοντας θαύματα. Για τον άνθρωπο που, όπως λένε, θεραπεύει τους τυφλούς, που έχει δώσει το φως και σ’ έναν εκ γενετής τυφλό.
Πόσο θα πρέπει αυτή η απίθανη παρουσία ενός Θεού που θεραπεύει να ξαναζωντάνεψε την πίστη και την ελπίδα, αλλά και την απόγνωση· την ελπίδα γιατί τα πάντα είναι δυνατά στον Θεό, την απόγνωση γιατί τίποτε δεν είναι μπορετό στον άνθρωπο!
Αν ο Θεός τον πλησίαζε, θα μπορούσε να γιατρευτεί. Πώς όμως αυτός, ένας τυφλός, ήταν δυνατό να συναντήσει αυτόν το δυσεύρετο θαυματουργό στη Γαλιλαία ή στην Ιουδαία, αφού μετακινείτο συνεχώς και συχνά εμφανιζόταν σ’ ένα μέρος για να εξαφανιστεί από εκεί ευθύς αμέσως;
Ο τρόπος αυτός με τον οποίο η προσέγγιση του Θεού ξυπνάει μια τελευταία ελπίδα αλλά και μια βαθύτερη απόγνωση δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση του Βαρτιμαίου. Ισχύει και στην περίπτωσή μας. Η παρουσία του Θεού σαν σπαθί χωρίζει το φως από το σκοτάδι, μα εξίσου συχνά μας ρίχνει πίσω στο σκοτάδι γιατί μας θαμπώνει. Επειδή ακριβώς ο Θεός υπάρχει, επειδή η αιώνια ζωή είναι δυνατή, γι’ αυτό είναι απελπιστικά επείγον να πάψουμε να εμμένουμε σε μια ζωή πρόσκαιρη.
Μια μέρα ο Βαρτίμαιος, καθώς κάθεται στην άκρη του δρόμου, ακούει τα βήματα μιας ομάδας ανθρώπων να περνά από κοντά του. Το εξασκημένο του αυτί διακρίνει κάτι το ιδιαίτερο στο βάδισμα, στη συζήτηση, στον τρόπο τους. Δεν πρόκειται για ένα θορυβώδη όχλο ή μπουλούκι· η ομάδα έχει κάποιο πυρήνα.
Ρωτά τους περαστικούς: ποιός είναι; Του απαντούν: ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Την ίδια στιγμή όλη η ελπίδα, όλη η απόγνωση της ζωής του κορυφώνονται. Βρίσκεται στο πιο βαθύ σκοτάδι και στο πιο λαμπερό φως. Μπορεί να γιατρευτεί αφού ο Θεός περνάει από δίπλα του. Αλλά χρειάζεται να αδράξει την κατάλληλη στιγμή που δε διαρκεί παρά ελάχιστα. Ο Ιησούς θα περάσει από κοντά του μόνο για λίγες στιγμές. Λίγο πριν θα είναι μακριά, απορροφημένος στη συζήτηση με τους άλλους· λίγο μετά θα έχει προσπεράσει για πάντα.
Ο Βαρτίμαιος βγάζει μια απεγνωσμένη κραυγή ελπίζοντας: «Ιησού, γιε του Δαυίδ, ελέησέ με». Η κραυγή αυτή καθεαυτή είναι μια ομολογία πίστεως. Ο τυφλός αυτός άνθρωπος πρέπει να την είχε δουλέψει πολύ στο μυαλό του από τότε που είχε ακούσει τις ιστορίες για τα θαύματα του Κυρίου. Για κείνον ο Ιησούς δεν είναι ένας πλανώμενος προφήτης. Είναι ο γιός του Δαυίδ. Κι έτσι Τον φωνάζει, Τον εκλιπαρεί. Τριγύρω φωνές διαμαρτυρίας ακούγονται που του ζητούν να σωπάσει. Πώς τολμά να διακόπτει τη συζήτηση του Κυρίου με τους οπαδούς Του; Πώς τολμά να προβάλλει ένα τέτοιο ασήμαντο αίτημα στον Κύριο, τη στιγμή που ομιλεί για θέματα επουράνια;
Όμως εκείνος ξέρει πως όλη του η ζωή, όλη η χαρά και απελπισία της ζωής του βρίσκονται στην τύφλωσή του και στη δυνατότητα της θεραπείας της. Γι’ αυτό κραυγάζει, κι όσο περισσότερο προσπαθούν να τον σωπάσουν τόσο δυνατότερα κραυγάζει. Κι ακριβώς επειδή παρακαλεί με επιμονή για το μοναδικό και πιο σπουδαίο πράγμα που υπάρχει για κείνον, γι’ αυτό ο Κύριος τον ακούει. Ο Θεός τον γιατρεύει και του ανοίγει την πόρτα μιας νέας ζωής.
Δύσκολο μάθημα για μας αυτό. Πόσο πολύ στα σοβαρά πρέπει να πάρουμε την προσευχή μας εάν θέλουμε να είναι άξια της σπουδαιότητας του προορισμού μας κι Εκείνου που μ’ όλη την ταπείνωση του κόσμου δέχεται να μας ακούσει.
Η απόγνωση, η δίψα του Θεού, η ζωτική σημασία που έχει για μας αυτό που ζητάμε — να οι προϋποθέσεις που θα κάνουν το βέλος της προσευχής μας να πετάξει με σιγουριά στο στόχο του, καθώς τον σημαδεύει με τεντωμένη χορδή ένα στιβαρό χέρι κι ένα σταθερό μάτι.
Κάτι ξεχωριστό υπάρχει σ’ αυτή την ιστορία που με κάνει να θέλω να επιμείνω λίγο ακόμη. Είναι η ταραχή που χαρακτηρίζει αυτή την προσευχή καθώς φθάνει στ’ αυτιά του Κυρίου. Γιατί αυτή η προσέγγιση του Κυρίου με τον Βαρτίμαιο λαμβάνει χώρα μέσα σε κλίμα διπλής ταραχής: είναι η εσωτερική ταραχή που του προξενούν τα συγκρουόμενα συναισθήματά του ελπίδας, απόγνωσης, φόβου, συγκίνησης — και η ταραχή έξω απ’ αυτόν, όλες εκείνες οι φωνές που τον διατάζουν να σιωπήσει γιατί ο Κύριος είναι απασχολημένος με πράγματα πιο αξιόλογα από ό,τι η προσωπική αξιοπρέπεια και το στάδιο της αγιότητάς του.
Ο Βαρτίμαιος δεν είναι ο μόνος που συναντά τον Κύριο μέσα στην αναταραχή. Όλη μας η ζωή είναι μια αδιάκοπη αναταραχή. Είναι μια διαδοχή περιστάσεων που απαιτούν την εγρήγορσή μας, τα αισθήματα, τις σκέψεις, την καρδιά, τη θέλησή μας, πότε σε αρμονική σχέση μεταξύ τους πότε αντιμαχόμενα, και ούτω καθεξής·
Μέσα σ’ αυτή την αναστάτωση η ψυχή μας στρέφεται προς τον Κύριο, κραυγάζει προς Αυτόν, αποζητά ανάπαυση σ’ Αυτόν. Πόσο συχνά δε νομίζουμε πως θα ήταν εύκολο να προσευχηθούμε αρκεί να μην υπήρχε κάποιο εμπόδιο στη μέση — κι εν τούτοις πόσο συχνά δεν είναι ακριβώς αυτή η αναταραχή που μας βοηθά να προσευχηθούμε!
(Μητροπ. Αντωνίου του Σουρόζ, «Θέλει τόλμη η Προσευχή», εκδ. Ακρίτας, σ. 42-47.)