Ποιά είναι η ζωή των αγγέλων και των δαιμόνων; (+Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου)
8 Νοεμβρίου 2011
Η φύση των πνευμάτων, αν και άυλη και ασώματη, δεν παύει να είναι τρεπτή και αλλοιωτή. Αναλλοίωτη και άτρεπτη είναι μόνο η φύση του Θεού, που είναι το απόλυτο πνεύμα. Σε σύγκριση με αυτή, η φύση των αγγέλων είναι σχετικά άυλη. Κατά την αντίληψη ορισμένων, αυτή περιβάλλεται από ένα λεπτό, αδιόρατο και αιθέριο σώμα, χωρίς καμιά σχέση βέβαια με την υλικότητα των φυσικών κτισμάτων.
Στην ηθική και πνευματική σφαίρα την τρεπτότητα των πνευμάτων προσδιορίζει η ελευθέρη βούλησή τους. Όταν πλάστηκαν, είχαν τη δυνατότητα να μένουν ή να μη μένουν κοντά στο Θεό. Ήσαν ελεύθερα να εμμένουν την πιστότητά τους στο αγγελικό τους αξίωμα ή να μην την τηρούν. Απ’ αυτό προήλθε η κατοπινή τους διάκριση σε αγγέλους αγαθούς και δαίμονες, δηλαδή σε πνεύματα αγαθά και πονηρά.
Η διάκρισή τους αυτή έπρεπε να περάσει από μια πορεία ηθικής δοκιμασίας, χωρίς βέβαια να δοθεί σ’ αυτούς από το Θεό η τήρηση μιας συγκεκριμένης εντολής, όπως δόθηκε στον άνθρωπο. Η ηθική κίνηση του πνεύματος βρισκόταν μέσα στη φύση του, εξαρτώμενη από την ελεύθερη τοποθέτηση και την κίνηση της βουλήσεώς του. Και μέρος μεν των πνευμάτων —ίσως το μεγαλύτερο— κάνοντας καλή χρήση της ηθικής ελευθερίας του και μένοντας πιστά στο λόγο της υπάρξεώς του, στο τέλος παγιώθηκαν στο αγαθό, και εισήλθαν στο στάδιο της μακαρίας δόξης του Θεού, χωρίς να υπάρχει στο έξης το ενδεχόμενο εκπτώσεώς τους από το αγαθό. Οι άγγελοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αμαρτήσουν, την οποία είχαν φυσικά μέχρι της σταθεροποιήσεώς τους στο θέλημα του Θεού. Είναι άτρεπτοι και αμετακίνητοι προς την κακία. Σε αντίθεση με αυτούς, ένα μέρος των πνευμάτων —μικρότερο πιθανότατα εκείνων, οπωσδήποτε όμως μεγαλύτερο του συνολικού αριθμού των ανθρώπων— ακολούθησε άλλη πορεία. Αυτοπροαίρετα αποσκίρτησαν από το αγαθό, αποστάτησαν από τον δημιουργό τους και πρόδωσαν το αγγελικό τους αξίωμα. Έτσι η πεσμένη φύση τους παγιώθηκε στο κακό, χωρίς να έχουν καμιά άλλη δυνατότητα εξελίξεως. Ο Εωσφόρος (ο πρώτος άγγελος, ο φορέας του φωτός της δόξης του Θεού) και η σκοτεινή δορυφορία του ταυτίστηκαν οριστικά με την κόλαση, στην αντιθετική τους διαπάλη με τη βασιλεία του Θεού, τη χώρα των αγαθών πνευμάτων.
Φυσικά ο τρόπος με τον οποίο έγιναν όλα αυτά, είναι κάτι που διαφεύγει την ιστορική μας πείρα και αντίληψη. Είναι κάτι στο οποίο πιστεύουμε σαν φανερωμένο από το Θεό. Είναι λόγος πίστεως και όχι φυσικής πείρας και ιστορικής μαθήσεως.
Η ζωή των αγγέλων και των δαιμόνων είναι ζωή άυλη και πνευματική, όπως άυλη και πνευματική είναι και η φύση τους. Φυσικά κάτι τέτοιο εμείς, που ζούμε την υλικοπνευματική φύση μας στο χώρο και το χρόνο, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι η φύση των πνευμάτων καλύπτει το χώρο και το χρόνο, ή ότι βρίσκεται έξω και πέρα από κάθε έννοια και κατηγορία χωροχρονική. Αυτό μόνο στο Θεό συμβαίνει, που είναι απόλυτο πνεύμα, βρίσκεται σε όλα και συγχρόνως υπέρκειται όλων. Τα πνεύματα άλλωστε είναι όντα κτιστά και πεπερασμένα και, ως τέτοια, δεν μπορούν να έχουν τις ιδιότητες τού Θεού. Να λέγαμε, ότι ζουν σε ένα ιδιαίτερο «μυστηριακό» τόπο και χρόνο; Πιθανόν. Φυσικά στις κινήσεις τους, που είναι ταχύτατες και αστραπιαίες, τα πνεύματα δεν εμποδίζονται από τη χρονική στιγμή και την παχύτητα των υλικών σωμάτων.
Η ζωή των αγαθών πνευμάτων εξελίσσεται με ηρεμία και γαλήνη στη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας. Είναι πλήρως αφιερωμένα στο Θεό. Είναι λειτουργικά πνεύματα, τα οποία διακονούν τους σκοπούς της θείας Βασιλείας. Εξαγγέλλουν στους ανθρώπους τις βουλές του Θεού (γι’ αυτό και άγγελοι) εκτελούν το θέλημά του, φυλάσσουν και προστατεύουν τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους πιστούς, από κάθε επιβουλή του εχθρού και κάθε λογής κινδύνους, και τους ενισχύουν στη διάπραξη του αγαθού και της αρετής. Ως δορυφορία πνευματική του Θεού, ως υπηρέτες του «Παμβασιλέως της δόξης» και λειτουργοί της θείας βασιλείας, παράλληλα με το διακονικό έργο τους, απευθύνουν διαρκή αίνο και ανύμνηση στο όνομα του παντοκράτορος Θεού, δοξολογώντας ακατάπαυστα τη θεία του μεγαλειότητα. Ποιά να είναι άραγε η φύση της απόκοσμης «μυστηριακής» εκείνης αρμονίας, που βγαίνει από τα φλογισμένα χείλη αναρίθμητων αγγελικών φύσεων και δονεί τα άυλα σώματα της θείας Βασιλείας; Πόσο θελξικάρδιος ο ήχος των εορταζόντων το κράτος της θείας παναρχίας, το μέλος το γλυκύ και παναρμόνιο, το οποίο θα επιτείνει και η χαρά των σωσμένων ανθρώπων στο φωτεινό χώρο του Θεού;
Οι άγγελοι, ως όντα πνευματικά και ασώματα, είναι ελεύθερα από κάθε υλικό συσχετισμό. Δεν έχουν ανάγκη τροφής για να συντηρηθούν. Δεν έχουν ανάγκη αναπαραγωγής του είδους τους, ούτε πάλι πολλαπλασιάζονται -αν και αυτό ελέχθη- κατά ένα τρόπο μυστηριώδη και άρρητο. Πλάστηκαν «εφ’ άπαξ» από το Θεό. Δεν ασθενούν ούτε πεθαίνουν. Δεν κουράζονται στην άσκηση του λειτουργικού και δοξολογικού έργου τους. Ούτε, αντίθετα, αισθάνονται ανία και κόρο, από τη δήθεν μονοτονία της ζωής τους. Αυτά ισχύουν μονάχα για τη ζωή των ανθρώπων, που εξελίσσονται στον τόπο και το χρόνο και υφίστανται μεταβολές και μεταπτώσεις στη ζωή τους, και όχι για τα άυλα πνεύματα του Θεού.
Η ζωή όμως των δαιμονικών φύσεων είναι εντελώς αντίθετη από τη ζωή των αγαθών πνευμάτων. Ούτε και το ασήμαντο ίχνος θείας ενέργειας δεν υπάρχει στη φύση τους. Ούτε και η παραμικρότερη λάμψη στο αβυσσώδες έρεβος της σκοτεινιασμένης ουσίας τους. Είναι πλάσματα πωρωμένα και αναίσθητα. Είναι ντυμένα στο πυκνό ηθικό σκοτάδι, όπως κατάντησαν μετά την αποστασία τους. Τόση είναι η κακομορφία και τόση η κακοσμία της ηθικής τους σήψεως, ώστε να μη μπορεί να τις αντικρύσει γυμνές το κτιστό πλάσμα και να ζήσει. Ένα απύθμενο μίσος σαλεύει την αγριεμένη φύση τους ενάντια στο Θεό και τα κτίσματά του. Μισούν θανάσιμα τη δημιουργία και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, του οποίου ζηλεύουν τα υψηλά προνόμια και τη δόξα του. Σπείρουν παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Η ιδιαίτερη χαρά τους είναι να βασανίζουν τον άνθρωπο και να τον απομακρύνουν μακριά από το Θεό, κατά το δικό τους αποτρόπαιο πρότυπο. Αυτό εννοείται κάνουν πάντοτε με την ανοχή του Θεού. Αν και η δύναμή τους, ως σκοτεινή συμπυκνωμένη ενέργεια, είναι τόση, ώστε εν ριπή οφθαλμού να καταστρέψει ολόκληρο το σύμπαν, όμως δεν έχουν εξουσία να κάνουν αυτοπροαίρετα εκείνο που θέλουν. Η δύναμή τους είναι πάντοτε ελεγχόμενη. Κάνουν τόσο, όσο τους επιτρέπει το σχέδιο της πρόνοιας του Θεού για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Απόλυτη εξουσία θα έχουν μόνο στη κόλαση, που θα είναι ο αιώνιος φυσικός βιότοπος της σκοτεινής τους υποστάσεως στον οποίο, βασανιζόμενοι πρώτα αυτοί, θα βασανίζουν στη συνέχεια με όλη την φρικαλεότητα του κολασμένου πάθους τους και σε βαθμό υπέρτατο και ασυγκράτητο το μακάβριο περιεχόμενο της εγκληματικής βουλιμίας τους, τα κολασμένα πλάσματα!
Μια κάποια αίσθηση της κακότητας αυτής των δαιμονικών φύσεων —τηρουμένων φυσικά των αναλογιών— έχουμε εδώ στη γη την περίπτωση των δαιμονισμένων ανθρώπων! Ο διάβολος (ένας ή πολλοί) μπαίνουν μέσα στο πλάσμα και κυριαρχούν στο σώμα και το πνεύμα του. Του αφαιρούν την προσωπικότητά του και στη θέση της τοποθετούν το δικό τους εγώ. Κυριαρχούν στο άθλιο πλάσμα, το δυναστεύουν και το βασανίζουν. Πολλές φορές προσπαθούν να το οδηγήσουν στο θάνατο. Πώς επιτρέπει άραγε αυτό ο Θεός; Κανένας δεν γνωρίζει. Φρίττουμε από φόβο μπροστά στο φαινόμενο, αγνοούντες το βαθύτερο λόγο της ανεξιχνίαστης θείας βουλής. Φυσικά πολλοί από τους δαιμονιζόμενους γίνονται καλά, πράγμα που κατά έναν τρόπο εκφράζει την κρύφια παιδαγωγία του Θεού. Πάντως το φαινόμενο είναι μια μικρή πικρή πρόγευση του τί μέλλει να συμβεί στο μελλοντικό τόπο της βασάνου. Κόλαση προ της κολάσεως!
(Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά», εκδ. Απ. Διακονία, σ.51-65)