Γενικά Θέματα

Η Διοίκηση του Αγίου Όρους

5 Νοεμβρίου 2011

Η Διοίκηση του Αγίου Όρους

Η Διοίκηση του Αγίου Όρους καθ΄ όλη τη μακραίωνη ιστορική του πορεία, από τότε δηλαδή που επίσημα οργανώθηκε σε αυτό ο μοναχικός βίος με την έκδοση του Τυπικού του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή το 972 μέχρι και σήμερα ακόμη, εξακολουθεί να διέπεται από ένα ιδιόμορφο πολιτικό και εκκλησιαστικό καθεστώς. Κι αυτό φαίνεται πολύ καθαρά μέσα από τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα (διατάγματα) και «Τυπικά», τα Πατριαρχικά σιγίλλια (έγγραφα), τα σουλτανικά φιρμάνια, τους «Γενικούς Κανονισμούς» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και τη μεταγενέστερη νομοθεσία. Σήμερα, ύστερα από τη Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920, που επικυρώθηκε με τη συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923, το Άγιο Όρος υπάγεται στην κυριαρχία της Ελλάδος και διοικείται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται ρητά:

 

Πρώτο, στο άρθρο 105 του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδος του 1975/1986, το οποίο αποτελεί ακριβή επανάληψη των όσων περιλαμβάνονταν στα προηγούμενα Συντάγματα. Δηλαδή στα άρθρα: 106-109 του Συντάγματος της Δ΄ Εθνικής Συνελεύσεως των Αθηνών που δημοσιεύτηκε το 1926, στα άρθρα 109-112 του Συντάγματος του 1927, στο άρθρο 103 του Συντάγματος του 1952 και στο άρθρο 122 του Συντάγματος του 1968.

 

Καθεστώς του Αγίου Όρους

 

Άρθρο 105

 

1. Η χερσόνησος του Αθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ’ αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική άποψη το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι όσοι μονάζουν σ’ αυτό αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς άλλη διατύπωση.

 

2. Το Άγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι ιερές μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο. Η διοίκησή του ασκείται από αντιπροσώπους των ιερών μονών, οι οποίοι αποτελούν την ιερή κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των μονών του Αγίου Όρους, ούτε στην ιεραρχική τάξη και τη θέση τους προς τα υποτελή τους εξαρτήματα. Απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο Άγιο Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί.

 

3. Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορειτικών καθεστώτων και του τρόπου της λειτουργίας τους γίνεται από τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι ιερές μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των ελλήνων.

 

4. Η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του Κράτους, στο οποίο ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

 

5. Οι πιο πάνω εξουσίες του Κράτους ασκούνται από διοικητή, του οποίου τα δικαιώματα και καθήκοντα καθορίζονται με νόμο. Με νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η ιερή κοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους.

 

Δεύτερο: στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος αρχικά συντάχτηκε από μια πενταμελή επιτροπή στις Καρυές τον Μάϊο του 1924 και ψηφίστηκε από την Έκτακτη Διπλή Σύναξι των Είκοσι Μονών, που στη συνέχεια υποβλήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία αφού το έδωσε για επεξεργασία σε μια ειδική Επιτροπή που έλαβε υπόψη της και τις τροποποιήσεις που πρότεινε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προχώρησε στην κύρωσή του με το Νομοθετικό Διάταγμα της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926.

 

Τρίτο: στο Νομοθετικό Διάταγμα της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 «περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους». Και τούτο γιατί σ΄ αυτό περιλαμβάνονται και άλλες διατάξεις που ρυθμίζουν την οργάνωση, τη διοίκηση και την απονομή της δικαιοσύνης στο Άγιο Όρος.

 

Τέταρτο: σε διατάξεις αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων, Πατριαρχικών σιγιλλίων, σουλτανικών φιρμανίων κ.α. που δεν καταργήθηκαν από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους και το Νομοθετικό Διάταγμα της 10/16 Σεπεμβρίου 1926.

 

Πέμπτο: στις κανονικές διατάξεις της Έκτακτης Εικοσαμελούς Συνάξεως. Οι διατάξεις αυτές εκδίδονται ύστερα από σχετική εξουσιοδότηση, αλλά για να ισχύσουν πρέπει πρώτα να κοινοποιηθούν στο Διοικητή του Αγίου Όρους και στη συνέχεια να επικυρωθούν από τον Υπουργό των Εξωτερικών, εκτός αν και οι διατάξεις αυτές αναφέρονται σε θέματα καθαρά πνευματικής φύσεως, οπότε ανακοινώνονται για έγκριση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 

Έκτο: στους Εσωτερικούς Κανονισμούς των Μονών και των Σκητών, οι οποίοι εγκρίνονται από την Ιερά Κοινότητα και τις Κυρίαρχες Μονές, υπό την προϋπόθεση βέβαια να μην έρχονται αυτοί σε αντίθεση με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους. Και Έβδομο: σε έθιμα που δεν καταργήθηκαν.

 

Και επί τη βάσει των νομοθετικών αυτών κειμένων που προαναφέρθηκαν θα παρουσιαστεί με πολλή συντομία η όλη δομή του διοικητικού συστήματος που επικρατεί σήμερα στο Άγιο Όρος. Έτσι, η χερσόνησος του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πανω σ’ αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική άποψη το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι όσοι μονάζουν σ΄ αυτό αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς άλλη διατύπωση.

 

Το Άγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι Ιερές Μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο.

 

Η διοίκηση του ασκείται από αντιπροσώπους των Ιερών Μονών, οι οποίοι αποτελούν την Ιερή Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Μονών του Αγίου Όρους, ούτε στην ιεραρχική τάξη και τη θέση τους προς τα υποτελή τους εξαρτήματα. Απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο Άγιο Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί.

 

Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορειτικών καθεστώτων και του τρόπου της λειτουργίας τους γίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων.

 

Η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανωτάτη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του Κράτους, στο οποίο ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

 

Οι πιο πάνω εξουσίες του Κράτους ασκούνται από Διοικητή, του οποίου και τα δικαιώματα και τα καθήκοντα καθορίζονται με νόμο. Με νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η Ιερή Κοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους (άρθρ. 105 && 1-5 του Συντάγματος 1975/86).

 

Έτσι από τη διάταξη αυτή του Συντάγματος, στο Άγιο Όρος πρέπει να συνυπάρχουν δύο διοικητικές Αρχές. Μία Πολιτική Διοικητική Αρχή και μία Μοναστηριακή Διοικητική Αρχή. Στην πρώτη, υπάγεται ο Διοικητής του Αγίου Όρους, ο οποίος διορίζεται με Π.Διάταγμα που προκαλείται από τον Υπουργό των Εξωτερικών στη δικαιοδοσία του οποίου και ανήκει. Ο Διοικητής δεν εποπτεύει μόνο σε ότι αφορά στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αλλά και στην τήρηση του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους. Επίσης ο ίδιος προκαλεί και την προσοχή της Ιερής Κοινότητας για τις παραβάσεις που κάνει οποιαδήποτε Μοναστηριακή Αρχή που βρίσκεται στο Άγιο Όρος. Κατά την ενάσκηση δε των καθηκόντων του αυτών, ο Διοικητής έρχεται σε άμεση επαφή με την Ιερή Κοινότητα και τις άλλες Μοναστηριακές Αρχές αλληλογραφώντας με αυτές. Σε περίπτωση δε απουσίας ή κωλύματός του αναπληρώνεται από τον γραμματέα του. Επίσης ο Διοικητής είναι εκείνος, ο οποίος διατάζει τα όργανα που βρίσκονται στη δικαιοδοσία του, δηλαδή τη δύναμη της χωροφυλακής και το προσωπικό της Διοίκησης για την εκτέλεση των αποφάσεων της Ιερής Κοινότητας και των Μοναστηριακών Αρχών (άρθρ.3-5,Ν.Δ. 10/16.9.1926).

 

Και στη δεύτερη, στη Μοναστηριακή δηλαδή Διοικητική Αρχή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυτοδιοίκηση που υπάρχει στο Άγιο Όρος, υπάγονται τόσο τα επιμέρους διοικητικά μονοπρόσωπα και συλλογικά όργανα καθεμιάς από τις είκοσι Ιερές Κυριαρχικές, Βασιλικές, Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές που ούτε ο αριθμός τους, ούτε η ιεραρχική τους τάξη μπορεί να μεταβληθεί, όσο και τα γενικά διοικητικά όργανα του Αγίου Όρους, που είναι η Ιερή Κοινότητα, η Ιερή Επιστασία και η Έκτακτη Εικοσαμελής Σύναξη.

 

Και οι Μονές αυτές λέγονται: «Κυρίαρχες», γιατί όχι μόνον επειδή έτσι ονομάζονται αυτές στο Άγιο Όρος και αυτοδιοικούνται σύμφωνα με το δικό τους Εσωτερικό Κανονισμό, αλλά και γιατί σε αυτές υπάγονται όλα τα Εξαρτήματα που βρίσκονται στο Άγιο Όρος, δηλαδή οι Σκήτες, τα Κελλιά, οι Καλύβες, τα ησυχαστήρια και τα καθίσματα κατά τα ανέκαθεν κρατούντα. «Βασιλικές και Πατριαρχικές» γιατί είτε ιδρύονταν, είτε προστατεύονταν αντίστοιχα από βασιλείς ή Πατριάρχες, και «Σταυροπηγιακές», γιατί τοποθετείται σε αυτές σταυρός που αποστέλλεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι οι Μονές κατά ιεραρχική αμετάβλητη τάξη, η οποία δεν μπορεί να αυξομειωθεί, είναι:

 

1. της Μεγίστης Λαύρας που ιδρύθηκε το 963.

 

2. του Βατοπαιδίου που ιδρύθηκε το 972.

 

3. των Ιβήρων που ιδρύθηκε επίσης το 972.

 

4. του Χιλιανδαρίου που ιδρύθηκε το 1197 και είναι σερβική.

 

5. του Διονυσίου που ιδρύθηκε το 1375.

 

6. του Κουτλουμουσίου που ιδρύθηκε το 12 αιώνα.

 

7. του Παντοκράτορος που ιδρύθηκε το 1363.

 

8. του Ξηροποτάμου που ιδρύθηκε το 970 (;).

 

9. του Ζωγράφου που ιδρύθηκε γύρω στο 973 και είναι βουλγαρική.

 

10. του Δοχειαρίου που ιδρύθηκε γύρω στο 970.

 

11. του Καρακάλλου που ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα.

 

12. του Φιλοθέου που ιδρύθηκε γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα.

 

13. της Σίμωνος Πέτρας που ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα.

 

14. του Αγίου Παύλου που ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα.

 

15. του Σταυρονικήτα από το 1541.

 

16. του Ξενοφώντος που ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα.

 

17. του Γρηγορίου που ιδρύθηκε πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα.

 

18. του Εσφιγμένου που ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα.

 

19. του Ρωσικού (του Παντελεήμονος) που ιδρύθηκε το 10ο αιώνα, και

 

20. του Κωνσταμονίτου που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα.

 

Οι Μονές αυτές παλαιότερα διακρίνονταν σε «κοινόβιες» και σε «ιδιόρρυθμες» ανάλογα με τον τρόπο της οργάνωσης και της διοίκησής τους. Σήμερα εξακολουθούν όχι μόνον να αυτοδιοικούνται, να διοικούνται δηλαδή σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο Εσωτερικός τους Κανονισμός, ο οποίος ψηφίζεται από τις ίδιες και εγκρίνεται από την Ιερή Κοινότητα που τις εποπτεύει, αλλά και να διαχειρίζονται μόνες τους τις περιουσίες τους. Έτσι σήμερα όλες ανεξαιρέτως οι Μονές του Αγίου Όρους είναι κοινόβιες και στα Εξαρτήματα των Κυρίαρχων αυτών Μονών, όπως αναφέρθηκε, ανήκουν: Οι «Σκήτες», δηλαδή ένα σύνολο «καλυβών» (βλ. περισσότερα πιο κάτω) ή «καλυβιών» ή και μικρότερων ακόμη οικημάτων, όπως είναι τα «ησυχαστήρια», τα «καθίσματα », τα «ερημητήρια» και οι «εγκλείστρες», το οποίο διέπεται από έναν Εσωτερικό Κανονισμό που εγκρίνεται από την Κυρίαρχη Μονή. Οι Σκήτες είναι δώδεκα. Τέσσερις κοινόβιες και οκτώ ιδιόρρυθμες. Κοινόβιες είναι: 1) η Σκήτη επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Βογορόδιτσα) της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος (του Ρωσικού), 2) η Σκήτη επ’ ονόματι του Προφήτη Ηλία της Μονής του Παντοκράτορος, 3) η Σκήτη επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου της Μονής Μεγίστης Λαύρας και 4) η Σκήτη επ’ ονόματι του Αγίου Ανδρέου της Μονής Βατοπαιδίου. Και ιδιόρρυθμες είναι: 1) η Σκήτη επ΄ ονόματι της Αγίας Άννας της Μονής Μεγίστης Λαύρας, 2) η Σκήτη της ίδιας Μονής επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδας- Καυσοκαλυβίων, 3) η Σκήτη επ΄ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου της Μονής των Ιβήρων, 4) η Σκήτη του Αγίου Δημητρίου της Μονής Βατοπαιδίου, 5) η Σκήτη επ΄ ονόματι του Αγίου Παντελεήμονος της Μονής Κουτλουμουσίου, 6) η Σκήτη επ΄ ονόματι του Γενεσίου της Θεοτόκου (Νέα Σκήτη) της Μονής του Αγίου Παύλου, 7) η Σκήτη της ίδιας Μονής επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου (Λάκκου) και 8) η Σκήτη επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Μονής Ξενοφώντος. Κάθε Σκήτη οφείλει να τηρεί αναλλοίωτη την οργάνωση και τη διοίκησή της που της καθορίζεται από έναν Εσωτερικό Κανονισμό, ο οποίος εγκρίνεται από την Κυρίαρχη Μονή και ο οποίος δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους.

 

Τα «Κελλιά», ένα είδος, δηλαδή, μοναστικών αγροτικών οικημάτων, όπου σε κάθε ένα από αυτά ασκείται ένας μοναχός που καλείται γέροντας και είναι εξοικειωμένος με τη μοναστική ζωή, γιατί ασκήθηκε ως αδελφός στην Κυρίαρχη Μονή. Αν και τον γέροντα αυτόν συνήθως τον ακολουθούν και δύο ακόμη μοναχοί. Παρά ταύτα τα τρία αυτά πρόσωπα του κάθε Κελλιού μπορούν να προσλάβουν και άλλους ακόμη τρεις δόκιμους μοναχούς ή υποτακτικούς χωρίς όμως να επιτρέπεται η παραπέρα αύξηση του αριθμού της.

 

Οι «Καλύβες», τα «ησυχαστήρια», τα «καθίσματα», τα «ερημητήρια» και οι «εγκλείστρες» είναι τόποι ιεροί των Κυρίαρχων Μονών, στους οποίους ασκείται ένας συνήθως μοναχός, ο οποίος ζει από τα ελέη των Μονών και τους καρπούς της γης.

 

Στα μονοπρόσωπα διοικητικά όργανα των Μονών και των Εξαρτημάτων τους υπάγονται: Ο Ηγούμενος για τις Μονές. Αυτός είναι αιρετός και ισόβιος. Και για να εκλεγεί πρέπει όχι μόνο να έχει: α) χρηστό ήθος, σταθερή ευσέβεια, ανεπίλεπτη διαγωγή, εκκλησιαστική μόρφωση, εγκύκλια παιδεία και διοικητική ικανότητα, β) ηλικία 40 τουλάχιστον ετών, και γ) κουρά στο Άγιο Όρος, προτιμωμένου εκείνου που είχε εγγραφεί στη Μονή πριν από 10 χρόνια, αλλά και να μην έχει καταδικαστεί για κατάχρηση μοναστηριακής περιουσίας. Και σε περίπτωση που διαπιστωθεί από την αδελφότητα της Μονής, πως δεν υπάρχει μεταξύ των αδελφών της κανένας υποψήφιος με τα προσόντα που ορίζει ρητά ο Καταστατικός Χάρτης, τότε επιτρέπεται να προσκληθεί οποιοσδήποτε μοναχός από το Άγιο Όρος, ο οποίος θεωρείται κατάλληλος για Ηγούμενος της Μονής. Τον Ηγούμενο τον εκλέγουν με μυστική ψηφοφορία όλοι οι αδελφοί της Μονής που έχουν συμπληρώσει εξαετία από τότε που εκάρησαν μοναχοί. Το αντίγραφο του Πρακτικού της εκλογής αποστέλλεται στην Ιερή Κοινότητα για την εγκατάσταση του Ηγουμένου σύμφωνα με τα έθιμα που ισχύουν και για τη γνωστοποίηση της εκλογής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 

Ο Ηγούμενος, ως πνευματικός πατέρας, ασκεί μόνος του την πνευματική εξουσία πάνω στους αδελφούς της Μονής. Επιβλέπει, δηλαδή, την ψυχική τους κατάσταση, προλαμβάνει κάθε εκτροπή τους και τους καθοδηγεί με τη διδασκαλία και την υποδειγματική του ζωή στον προορισμό τους. Γι’ αυτό και οι αδελφοί του μοναχοί οφείλουν να τον σέβονται και να τον υπακούουν. Ενώ κατά την άσκηση της διοικητικής του εξουσίας ωφείλει να συνεργάζεται υποχρεωτικώς με την «Επιτροπή» (βλ. πιο κάτω) έτσι, ώστε να μην είναι δυνατή καμιά ενέργειά του χωρίς τη γνώμη της «Επιτροπής», όπως και της «Επιτροπής» χωρίς τη γνώμη του Ηγούμενου. Κι αυτό γιατί τόσο ο Ηγούμενος, όσο και η «Επιτροπή» αποτελούν και οι δύο μαζί την εκτελεστική Αρχή των αποφάσεων της «Γεροντίας» (βλ. πιο κάτω). Τέλος, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται τόσο η συγκέντρωση όλης της διοικητικής εξουσίας στα χέρια του Ηγούμενου, όσο και ο σφετερισμός των δικαιωμάτων της «Επιτροπής» ή της Γεροντίας από τον ίδιο.

 

Και ο Δικαίος για τις Σκήτες. Αυτός για να εκλεγεί, πρέπει να είναι ένας από τους γέροντες των Καλυβών που να διακρίνεται για την αρετή του και τη διοικητική του ικανότητα από την κυρίαρχη Μονή του. Τον Δικαίο τον εκλέγουν στις αρχές Μαΐου οι Γέροντες των Καλυβών και η θητεία του είναι ετήσια. Τα καθήκοντα του εκάστοτε Δικαίου είναι να κατοικεί στο οίκημα και όχι στην καλύβα του, να φροντίζει για την εσωτερική τάξη της Σκήτης, να φιλοξενεί τους ξένους, να τελεί τις ακολουθίες στο Κυριακό, δηλαδή στο ναό, να επαγρυπνεί μαζί με τους «Συμβούλους» για τη διαγωγή όλων που βρίσκονται στη Σκήτη, νουθετώντας τους και συμβουλεύοντάς τους, να καταγγέλλει εκείνους που είναι δύστροποι και αδιόρθωτοι στη «Σύναξη των Γερόντων» και μέσω αυτής στην Κυρίαρχη Μονή, να επιδιώκει μαζί με τους «Συμβούλους» συμβιβαστική λύση για τις διαφορές που αναφύονται και να εκτελεί επίσης μαζί τους τις αποφάσεις της «Συνάξεως των Γερόντων» και να διαφυλάττει υπευθύνως τα ιερά κειμήλια, σκεύη, άμφια, χειρόγραφα, βιβλία και όλα τα γενικά τα αντικείμενα της Σκήτης που έχουν αξία.

 

Στα συλλογικά διοικητικά όργανα των Μονών και των Εξαρτημάτων τους υπάγονται:

 

Η «Επιτροπή» και η «Γεροντία» για τις Κυρίαρχες Μονές και οι «Σύμβουλοι» και η «Σύναξη των Γερόντων» για τις Σκήτες. Εδώ θα πρέπει να ειπωθεί πως παλαιότερα στα συλλογικά διοικητικά όργανα των Ιδιόρρυθμων Μονών υπάγονταν η «Διοικούσα Επιτροπή» και η «Σύναξη των Προϊσταμένων». Η «Επιτροπή» αποτελείται από δύο ή τρία μέλη τα οποία προέρχονται από τη «Γεροντία». Η θητεία τους είναι ετήσια και εκλέγονται επίσης από τη «Γεροντία». Η «Επιτροπή» συνεργάζεται πάντοτε με τον Ηγούμενο που είναι Πρόεδρος της και ασκούν μαζί με τη διοίκηση και τη διαχείριση της Μονής. Οι υποψήφιοι για μέλη της «Γεροντίας» πρέπει να διακρίνονται για το χρηστό τους ήθος και τη διοικητική τους ικανότητα. Αν και προτιμούνται πάντοτε οι κάτοχοι εκκλησιαστικής μόρφωσης και κάθε εγκύκλιας παιδείας. Τα περί της εκλογής τους αναφέρονται στον Εσωτερικό Κανονισμό της κάθε Μονής. Όσοι όμως εκλεγούν είναι ισόβιοι, εκτός κι αν εκπέσουν από το αξίωμά τους εξαιτίας καταδικαστικής αποφάσεως. Σε περίπτωση που ο Ηγούμενος ύστερα από την πρώτη και τη δεύτερη παρατήρηση της «Γεροντίας», η οποία αναγράφεται στα Πρακτικά, εξακολουθεί να μη διορθώνεται, τότε παύεται, αν το θελήσουν τα 2/3 των μελών της «Γεροντίας». Διαφορετικά, εάν δεν το θελήσει η πλειοψηφία της αδελφότητας, τότε προσκαλείται η Ιερή Κοινότητα για να λύσει τη διαφορά, επειδή είναι η Ανώτατη Αρχή, η οποία εποπτεύει για την πιστή τήρηση του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους.

 

Τόσο τα μέλη της «Επιτροπής», όσο και τα μέλη της «Γεροντίας» οφείλουν να προβάλλουν τους εαυτούς τους ως παράδειγμα της κοινοβιακής ζωής με το να παρακάθονται σε κοινή τράπεζα με τους αδελφούς τους, να διδάσκουν εμπράκτως της ακτημοσύνη και την αγάπη, να φροντίζουν για τους ασθενείς και τους γέροντες, παρέχοντας πρώτα αυτοί πλήρη σεβασμό και κύρος προς τους κοινοβιακούς όρους και θεσμούς.

 

Οι «Σύμβουλοι» σε κάθε Σκήτη είναι δύο ως τέσσερις. Οι μισοί εκλέγονται όπως και ο Δικαίος και οι άλλοι μισοί εκλέγονται από την Κυρίαρχη Μονή. Σε περίπτωση που οι «Σύμβουλοι» είναι δύο, η θητεία τους είναι ετήσια. Σε περίπτωση όμως που οι «Σύμβουλοι» είναι τρεις, τότε κάθε έτος αντικαθίσταται ένας ή και περισσότεροι. Ενώ όταν είναι τέσσερις αντικαθίστανται ή μόνο οι δύο ή και οι τέσσερις σύμφωνα με όσα ισχύουν σε κάθε Σκήτη. Κάθε Σκήτη έχει δική της σφραγίδα, η οποία φέρει το όνομά της καθώς και το όνομα της Κυρίαρχης Μονής. Είναι δε διαιρεμένη σε τρία ή τέσσερα τμήματα έτσι, ώστε κάθε «Σύμβουλος» να κρατάει το ένα τμήμα της. Ο Δικαίος και οι «Σύμβουλοι» οφείλουν να συνεργάζονται και να προάγουν τα συμφέροντα της Σκήτης τους. Διαφορετικά καμιά μονομερής πράξη τους, εκτός από τα συνηθισμένα καθήκοντά τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη. Στη «Σύναξη των Γερόντων» υποβάλλονται όλες οι σπουδαίες υποθέσεις της Σκήτης, αλλά οι αποφάσεις της πρέπει απαραιτήτως να εγκριθούν από την Κυρίαρχη Μονή. Τέλος, στα γενικά διοικητικά όργανα του Αγίου Όρους, όπως αναφερθήκε, υπάγονται η Ιερή Κοινότητα, η Ιερή Επιστασία και η Έκτακτη Εικοσαμελής Σύναξη.

 

Η Ιερή Κοινότητα του Αγίου Όρους, η οποία εδρεύει στις Καρυές είναι σώμα διαρκές που αποτελείται από τους είκοσι αντιπροσώπους των ισάριθμων Κυριαρχικών Μονών του Αγίου Όρους. Οι αντιπρόσωποι αυτοί εκλέγονται ο καθένας από τη Μονή που προέρχεται σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό της Μονής του το βραδύτερο μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους. Οι υποψήφιοι για αντιπρόσωποι πρέπει να προέρχονται από τους αδελφούς της Μονής, να έχουν ηλικία πάνω από 30 χρόνια, να διακρίνονται για τη σύνεση και το ανεπίληπτο της ζωής τους, προτιμούμενοι πάντοτε όσοι έχουν εκκλησιαστική μόρφωση και εγκύκλια παιδεία. Επίσης η υπηρεσία τους είναι ετήσια, αλλά μπορεί να παραταθεί και για άλλα έτη, αν η Μονή του τον επανεκλέξει.

 

Η Ιερή Κοινότητα συνεδριάζει τακτικώς τρεις φορές την εβδομάδα και εκτάκτως όσες φορές παραστεί ανάγκη. Γι’ αυτό και οι αντιπρόσωποι παραμένουν μονίμως στις Καρυές, για να προσέρχονται ανελλιπώς στις συνεδριάσεις της Ιερής Κοινότητας. Τη συζήτηση των συνεδριάσεων αυτών τη διευθύνει ο Πρωτοεπιστάτης. Και απαρτία σε αυτές υπάρχει όταν παρευρίσκονται τα 2/3 των αντιπροσώπων δηλαδή 14 αντιπρόσωποι. Επίσης σε αυτές μπορεί να παρευρίσκεται και ο Διοικητής του Αγίου Όρους σε περίπτωση που προσκληθεί.

 

Η Ιερή Επιστασία αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της Ιερής Κοινότητας και αποτελείται από τέσσερα μέλη. Γι’ αυτό και οι είκοσι Ιερές Μονές διαιρούνται σε πέντε τετράδες κάθε μία από τις οποίες ασκεί την Ιερή Επιστασία για ένα χρόνο ανά πενταετία και πιο συγκεκριμένα από την 1η Ιουνίου μέχρι τέλος Μαϊου. Προς τούτο αποστέλλονται κάθε έτος από κάθε Μονή καθεμιάς τετράδας ένας Επιστάτης που έχει τα ίδια προσόντα με εκείνα των αντιπροσώπων των Μονών. Ο Επιστάτης της πρώτης στην τάξη Μονής καλείται Πρωτεπιστάτης, είναι ο πρόεδρος της Ιερής Επιστασίας και ως σύμβολο της εξουσίας του κρατάει τη ράβδο του Πρώτου. Οι πέντε τετράδες που προαναφέρθηκαν έχουν ως εξής:

 

Α΄ Τετράς: Μεγίστης Λαύρας, Δοχειαρίου, Ξενοφώντος και Εσφιγμένου.

 

Β΄ Τετράς: Βατοπαιδίου, Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου και Σταυρονικήτα.

 

Γ΄ Τετράς: Ιβήρων, Παντοκράτορος, Φιλοθέου και Σίμωνος Πέτρας.

 

Δ΄ Τετράς: Χιλιανδαρίου, Ξηροποτάμου, Αγίου Παύλου και Γρηγορίου.

 

Ε΄ Τετράς: Διονυσίου, Ζωγράφου, Ρωσικού και Κωνσταμονίτου.

 

Οι Επιστάτες μένουν διαρκώς στις Καρυές και απουσιάζουν εναλλάξ και κατά ιεραρχική τάξη όσες φορές το απαιτήσει καθήκον τους. Ο Πρωτεπιστάτης όμως δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την έδρα του. Οι Επιστάτες είναι μεταξύ τους ίσοι και ο Πρωτεπιστάτης πρώτος μεταξύ ίσων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας υποβάλλεται η υπόθεση στην κρίση και απόφαση της Ιερής Κοινότητας. Κάθε δε απόφαση της Ιερής Επιστασίας που λαμβάνεται εν αγνοία ενός Επιστάτη είναι άκυρη.

 

Η Ιερή Επιστασία οφείλει να διεκπεραιώνει και να σφραγίζει την αλληλογραφία της Ιερής Κοινότητας. Η δε σφραγίδα της Ιερής Κοινότητας που φέρει στο μέσο την εικόνα της Θεοτόκου, παραδίδεται κάθε φορά στους νέους Επιστάτες κατά την ανέκαθεν κρατούσα τάξη κι αυτό γιατί είναι διαιρεμένη σε τέσσερα κομμάτια και ο κάθε Επιστάτης κρατάει και από ένα. Επίσης η Ιερή Επιστασία οφείλει να φροντίζει για την καθαριότητα και την επισκευή των δρόμων στις Καρυές, καθώς και για το φωτισμό τους, να διενεργεί αστϋιατρικές επιθεωρήσεις, να προβαίνει στη διατίμηση των τροφίμων, να επιβλέπει την ευπρεπή και κόσμια συμπεριφορά, απαγορεύοντας τις αταξίες, τα άσματα κ.λ.π. στους κεντρικούς δρόμους, να παρακολουθεί τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων κ.α.

 

Τέλος, η Ιερή Επιστασία διαχειρίζεται το Κοινό Ταμείο με την ευθύνη των Μονών. Η Έκτακτη Εικοσαμελής Σύναξη αποτελείται από τους Ηγουμένους και τους Προϊσταμένους των Είκοσι ιερών Μονών. Αυτή συνέρχεται αυτοδικαίως δύο φορές το χρόνο. Μία φορά 15 ημέρες μετά το Πάσχα και μία φορά στις 20 Αυγούστου. Η Έκτακτη Εικοσαμελής Σύναξη αποτελεί το ανώτατο νομοθετικό και δικαστικό σώμα στο Άγιο Όρος.

 

Τέλος, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως ανώτατο δικαστήριο υπάγονται όλες οι πνευματικές υποθέσεις. Επίσης το Οικουμενικό Πατριαρχείο εγκρίνει τις Κανονιστικές διατάξεις που έχουν πνευματικό χαρακτήρα και ψηφίζονται από την Έκτακτη Εικοσαμελή Σύναξη.

 

Και με τον τρόπο αυτόν της οργάνωσης και διοίκησης των ιερών Μονών του Αγίου Όρους, διαφυλάσσεται με κάθε ακρίβεια η ησυχία, η υπομονή, η υπακοή, η ταπεινοφροσύνη και γενικά η τάξη και η πειθαρχία που πρέπει να επικρατεί στο Άγιο Όρος.

πηγή: Αγιορείτικες Μνήμες