H θαυμαστή ιστορία της Μαρίας Γκιούλ-Μπαχάρ
22 Οκτωβρίου 2011
Ο δρόμος προς το μαυσωλείο της Ελληνίδας σουλτάνας Γκιούλ – Μπαχάρ στην Τραπεζούντα.
Η μεταξύ μύθου και πραγματικότητας ιστορία της Γκιουλ-Μπαχάρ, που μεταφέρω εδώ, με δικά μου λόγια, προέρχεται από το «Μικρασιατικόν Ημερολόγιον» που έβγαινε από το 1808 στην Κωνσταντινούπολη, στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες (τα λεγόμενα καραμανλήδικα) από όπου και τη μετέγραψε ο Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Ι. Ιωαννίδης το 1913.
Κάποτε, λοιπόν, στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Χαν Σαλίς, ζούσε στην κωμόπολη Λιβερά, κοντά στην Τραπεζούντα, ο παπα-Χρυσόστομος, που είχε μια κόρη, τη Μαρία, που η ομορφιά της ήταν ξακουστή ώς την Τραπεζούντα και πιο πέρα.
Τον καιρό εκείνο (1578) ο σουλτάνος Μουράτ αποφάσισε να κάνει εκστρατεία για να κατακτήσει τη Βαγδάτη που ήταν στην κυριαρχία των Περσών.
Ξεκίνησε λοιπόν, με το ασκέρι του, και δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στην Τραπεζούντα κι από κει στο Τζεβιλίκ (Καρυαί). Εκεί, έκανε μια στάση κι ο ίδιος για να ξεκουραστεί και να χαρεί τον καθαρό αέρα, αποφάσισε να κάνει λίγες μέρες διακοπές στην κωμόπολη Λιβερά, όπου, όπως είπαμε, ζούσε η ωραία παπαδοπούλα Μαρία.
Βγήκε λοιπόν ένα πρωί να σεργιανίσει και το ‘κανε η τύχη να περάσει κι από την πηγή του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου, η τύχη πάλι, φρόντισε και εκείνη ακριβώς την ώρα βρέθηκε στο ίδιο μέρος και η ωραία Μαρία, μαζί με άλλες κοπέλες, για να πάρει νερό. Μόλις την είδε ο σουλτάνος, την ερωτεύτηκε στη στιγμή, τόσο δυνατά, που κόντεψε να πέσει από το άλογό του. Προσπάθησε όμως να φανεί ψύχραιμος. Εβγαλε από το σακούλι του το χρυσό του κύπελλο και το έδωσε στη Μαρία, λέγοντας της ποιος είναι και ζητώντας της με ευγενικό τρόπο να του το γεμίσει νερό από την πηγή.
Η μικρή Μαρία, από την πλευρά της, κοκκίνισε πρώτα, όπως όφειλε, από ντροπή και ύστερα πήρε το κύπελλο, το γέμισε νερό και το πρόσφερε στο βασιλέα, βάζοντας όμως μέσα στο νερό και το μεγάλο της δάχτυλο. Ο Μουράτ το πρόσεξε και του κακοφάνηκε. Χωρίς να πει τίποτα, έχυσε το νερό και της το έδωσε πάλι για να το ξαναγεμίσει. Η σεμνή Μαρία το ξαναγέμισε, αλλά αυτή τη φορά έβαλε μέσα δυο μικρά φυλλαράκια και το πρόσφερε στο σουλτάνο. Εκείνος πια θύμωσε, και στην παρατήρησή του, η νέα του απάντησε πως το έκανε αυτό για να κόψει την κρυάδα του νερού, μην τύχει και, ιδρωμένος όπως ήταν, αρρωστήσει ο αυτοκράτορας.
Ο Μουράτ ρώτησε τους αξιωματικούς του αν έπρεπε να μείνει ικανοποιημένος από αυτή την απάντηση κι επειδή οι άνθρωποι είχαν καταλάβει τι ήθελε, κατά βάθος, του είπαν ότι η εξήγηση αυτή τους φαίνεται καλή, και πως το κορίτσι δεν ήθελε να τον προσβάλει.
Επίσης, του είπαν, ότι καλά θα κάνει να τ’ αφήσει αυτά και να προχωρήσει στα περαιτέρω. Ο σουλτάνος, που δεν μπορούσε πια να κρατηθεί, αναφώνησε τότε, σουλτανιστί, το περίφημο:
-«Ιστέ χαλντέ μπουλμάκ μπιρ σου γιαλαντσί ντουνιά μπιρ γκιουλ ιικμπαχάρ!!!» το οποίο θα πει: «Ιδού λοιπόν που βρήκα κι εγώ, σ’ αυτό τον ψεύτη κόσμο, ένα τριαντάφυλλο της άνοιξης…».
Τα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου. Ο Μουράτ ζήτησε τη Μαρία απ’ τον πατέρα της κι εκείνος τι να κάνει; δέχτηκε. Παντρεύτηκαν επί τόπου και αποχώρησαν ολοταχώς προς Βαγδάτη. Τη Μαρία Γκιουλ-Μπαχάρ(=”άρωμα ρόδου” (τριανταφυλλένιο άρωμα) δεν τη ρώτησε κανένας αν ήθελε να παντρευτεί τον Μουράτ, αλλά τότε έτσι γινόταν με τις Μαρίες. Δεν ήταν όμως και λίγο πράγμα να γίνει, από απλή Μαρία, ολόκληρη σουλτάνα!
Από κει και πέρα, η Γκιουλ-Μπαχάρ άρχισε μια λαμπρή σταδιοδρομία. Πονόψυχη και δραστήρια, έκανε πλήθος αγαθοεργίες υπέρ των χριστιανών. Ο Σουλτάνος, εν τω μεταξύ, στη Βαγδάτη έκανε τον πόλεμό του, νίκησε, και στο δρόμο της επιστροφής, όπου σταματούσαν, η Μαρία έχτιζε εκκλησίες και εκκλησάκια. Τόσο πια τον είχε σκλαβώσει τον μεγάλο βασιλέα, που σιγά σιγά γινόταν κρυπτοχριστιανός χωρίς να το παίρνει μυρωδιά. Οι χριστιανοί μακαρίζανε τη Μαρία και έκαναν προσευχές να την έχει ο Θεός καλά για να σέρνει το Σουλτάνο από τη μύτη. Οι Τούρκοι τα έβλεπαν αυτά με μισό μάτι και σχολίαζαν:
-Ινσαλλάχ ωρέ, ο σεβντάς σέρνει καράβι…
-Αλλάχ κερίμ…
Κερίμ ξεκερίμ, όταν φτάσανε στην Πόλη, το 1586, ο Μουράτ σύστησε την Γκιουλ-Μπαχάρ στη μητέρα του Καλιγέ, που ήταν κι αυτή ελληνικής καταγωγής από την Πρέβεζα (γι’ αυτό λέμε ότι κάτι έτρεχε μ’ αυτόν τον σουλτάνο) και της είπε πως από δω και μπρος η Μαρία θα ‘ναι «βας καδίν», δηλαδή, επικεφαλής των συζύγων. Ακολούθησε, τότε, μια σκανδαλώδης εκδήλωση εύνοιας υπέρ των χριστιανών της πρωτεύουσας. Και δεν είχαν περάσει παρά 130 χρόνια από την άλωση! Τι δημόσιες θέσεις, τι ρουσφέτια, τι το ένα τι το άλλο. Οργίαζαν. Οι Τούρκοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι το φυσούσαν και δεν κρύωνε.
-Μα αφού εμείς είμαστε οι κατακτητές, γιατί κυβερνάνε τώρα αυτοί;
-Αμα είναι έτσι, να φωνάξουμε πίσω και τους Παλαιολόγους να τελειώνουμε.
Ετσι περνούσε ο καιρός, μέχρι που πέθανε, το 1592, η μητέρα του σουλτάνου, η… σουλτανομήτωρ, σαν να λέμε, και τότε η Γκιουλ-Μπαχάρ άρχισε να δυσκολεύεται στο έργο της, αφού, το μίσος των άλλων γυναικών του χαρεμιού και των Τούρκων αξιωματούχων άρχισε σιγά σιγά να εκδηλώνεται.
Ζορίστηκε και ο Σουλτάνος κι άρχισε κι αυτός να προσέχει μην του ‘ρθει «τυχαία» στην πλάτη κανένα στιλέτο. Αποφάσισε, λοιπόν, να στείλει την Γκιουλ-Μπαχάρ στην Τραπεζούντα για να ζήσει εκεί με ασφάλεια και ησυχία. Ετσι κι έγινε. Η Γκιουλ-Μπαχάρ, έζησε με τιμές εκεί, μέχρι που ένα πρωί του 1610 εγκατέλειψε τον ψεύτικο τούτο κόσμο (γιαλαντσί ντουνιά). Ο Μουράτ διέταξε να γράψουν στον τάφο της τα παρακάτω λόγια:
«Οταν αυτή η χριστιανή γυναίκα θα στρέψει το πρόσωπό της από ετούτο τον κόσμο εις τον άλλο, θα πρέπει να της δοθεί ο θρόνος του Παραδείσου και η αιώνια βασιλεία». Τόσο πολύ ερωτευμένος ήταν.
Ετσι τελείωσε ο βίος της σουλτάνας Μαρίας Γκιουλ-Μπαχάρ του παπα-Χρυσόστομου από το χωριό Λιβερά της Τραπεζούντας, που είχε ομορφιά, χάρη και αρκετή τόλμη για να κάνει όσα έκανε και να γίνει θρύλος ανάμεσα στους χριστιανούς της Ασίας.
Να έφτασε άραγε κάποιος απόηχος αυτού του θρύλου μέχρι την εποχή που ο μικρός Βασίλης Τσιτσάνης άκουγε τα παραμύθια που του ‘λεγε η γιαγιά του πριν κοιμηθεί; Καθόλου απίθανο, αν σκεφτούμε πως απ’ το θάνατο της Γκιουλ-Μπαχάρ, μέχρι την εποχή που υποθέτουμε πως μάθαινε τα παραμύθια της η γιαγιά του Τσιτσάνη, πέρασαν μόλις 2 αιώνες, δηλαδή 5-6 γενιές, πράγμα που, για το μέσο όρο ζωής των θρύλων, δεν είναι παρά μια στιγμή.