Ο άγιος Λουκιανός
15 Οκτωβρίου 2011
Ό άγιος Λουκιανός έζησε στα χρόνια του μεγάλου διωγμού (304-3 12). Καταγόταν από την ‘Αντιόχεια (κατ’ άλλους από τά Σαμόσατα). “Οταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία στους πτωχούς, άφησε τη γενέτειρά του και πήγε στήν Έδεσσα της Όσροηνής γιά να παρακολουθήσει την πνευματική διδασκαλία του Μακαρίου, ένός φημισμένου διδασκάλου. “Ελαβε τό άγιο βάπτισμα και πέρασε κατόπιν εκεί πολλά χρόνια σέ αυστηρή άσκηση. Μοναδική του συναναστροφή ήταν η νηστεία, οι άγρυπνίες και τά δάκρυα. Ό διδάσκαλος του του είχε μεταδώσει μεγάλο πόθο γιά τη μελέτη της Αγίας Γραφής, σέ βαθμό που ό Λουκιανός περνούσε όλες του τις νύκτες χωρίς σχεδόν να κοιμηθεί- τόσο πολύ κοντά στήν επουράνιο και αιώνια πραγματικότητα τον εφερνε η άνάγνωση των Γραφών και η προσευχή. “Εχοντας επίγνωση του θεαρέστου βίου του, η ‘Εκκλησία της ‘Αντιοχείας τον κάλεσε να επιστρέψει και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Έκεί, στήν Αντιόχεια, ό άγιος Λουκιανός ίδρυσε την περίφημη «Σχολή των Ερμηνευτών», όπου υπό την καθοδήγηση του οι μαθητές διδάσκονταν την ερμηνεία της Άγιας Γραφής κατά την ιστορική και φιλολογική έννοια1. Καθώς δέ ήταν γνώστης της εβραϊκής γλώσσας, ήταν σέ θέση να διορθώσει τά κείμενα που είχαν φθαρεί μέ τον χρόνο η από τις επεμβάσεις των αιρετικών. “Οταν πληροφορήθηκε ό αυτοκράτορας Μαξιμίνος Δάια γιά την επιρροή που ασκούσε ό Λουκιανός, διέταξε να τον συλλάβουν και να τόν φέρουν στη Νικομήδεια, όπου διέμενε. Φθάνοντας στήν πόλη αύτη, ο άγιος άρχισε μέ μεγάλο ζήλο να ενθαρρύνει τούς χριστιανούς, που από τόν φόβο των βασανιστηρίων, εγκατέλειπαν την πίστη και ασπάζονταν την ειδωλολατρία. Τούς έδειξε μέ άναφορές στήν Άγια Γραφή, ότι η αιώνια τιμωρία που επιφυλάσσεται στους αποστάτες είναι κατά πολύ φρικτότερη από τά σύντομα βασανιστήρια που επινόησαν οι ειδωλολάτρες. Τά λόγια του είχαν τέτοια δύναμη ώστε όλοι μετανόησαν γιά τή δειλία τους και έτοιμοι ανυπομονούσαν να δώσουν τόν άγώνα του μαρτυρίου. Ό άγιος ακτινοβολούσε τόσο ώστε συχνά άρκούσε στούς συνομιλητές του να δούν το πρόσωπο του, που έλαμπε από τή χάρη τού Άγιου Πνεύματος, γιά να βεβαιωθούν γιά την άλήθεια των λόγων του. Από φόβο μήπως πέσει και ο ίδιος θύμα αυτής τής χάριτος, όταν ό αυτοκράτορας κάλεσε τόν άγιο να παρουσιασθεί ενώπιον του, έβαλε άνάμεσά τους έ’να παραπέτασμα. Καθώς κανένα του επιχείρημα δεν κατόρθωσε να κλονίσει τον άγιο Λουκιανό, ο Μαξιμίνος διέταξε να τον βασανίσουν και να τον αφήσουν επειτα να πεθάνει από την πείνα και τή δίψα στο κελλί του.
Καθώς πλησίαζε η εορτή των Θεοφανείων, μεγάλος αριθμός μαθητών τον αγίου Λουκιανού ήλθε από την Αντιόχεια και από άλλες πόλεις γιά να τον δουν γιά τελευταία φορά και να πάρουν την ευλογία του. “Οταν ήλθε η ημέρα τής εορτής, οι μαθητές του που είχαν καταφέρει να φθάσουν στο κελλί του μέ τον άρτο και τον οίνο που απαιτούνταν γιά την τέλεση των θείων Μυστηρίων, τον παρακάλεσαν να τελέσει μιά άκόμη φορά γι’ αυτούς τή λογική και αναίμακτο θυσία. Καθώς δεν υπήρχε θυσιαστήριο καθαγιασμένο σύμφωνα μέ τους νόμους τής ‘Εκκλησίας, ό Λουκιανός τέλεσε τή θεία Λειτουργία πάνω στο στέρνο του: τό πλέον άξιο θυσιαστήριο του Θεού, αφού κατ’ εικόνα Του έπλάσθη ό άνθρωπος. οι ημέρες περνούσαν και ό άγιος εμενε ακλόνητος στήν πείνα και στή δίψα. Γιά να κάνουν τό μαρτύριο του ακόμα πιο δυσβάστακτο, οι ειδωλολάτρες έβαλαν μπροστά του ένα τραπέζι γεμάτο είδωλόθυτα κρέατα και εδέσματα. Ό άγιος τά καταφρόνησε και κάθε φορά που τον παρακινούσαν να ενδώσει άπαντούσε: «Χριστιανός είμι!» την τρίτη φορά, μετά την άπάντηση, παρέδωσε πράος την ψυχή του στον Κύριο (7 ‘Ιανουαρίου 312). Ό αύτοκράτορας έδωσε εντολή να ρίξουν τό σώμα του στή θάλασσα, αλλά ένα δελφίνι τό πήρε στή ράχη του και τό εφερε στήν ακρογιαλιά, κοντά στο Δρέπανο τής Βιθυνίας, γενέτειρα τής άγιας Ελένης [21 Μαΐου], Μπόρεσαν έτσι οι πιστοί να τον ενταφιάσουν όπως έπρεπε και να γίνουν κοινωνοί τής χάριτος που ανέ βλυζε από το τίμιο λείψανο του. Εκεί ίδρυσε αργότερα ό Μέγας Κωνσταντίνος την Έλενούπολη, όπου κτίσθηκε μεγάλος ναός προς τιμήν τού άγιου Λουκιανού.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος