Η Θεία Ευχαριστία
13 Οκτωβρίου 2011
Ενώ το βάπτισμα δημιουργεί τη νέα πνευματική γέννηση, την οποίαν το χρίσμα σφραγίζει με τις δωρεές του αγίου Πνεύματος, η δε μετάνοια θεραπεύει τις πνευματικές της ασθένειες, η θεία Ευχαριστία την τρέφει με το άχραντο σώμα και το τίμιον αίμα του Χριστού.
Το μυστήριο αυτό είναι πραγματικά πολύ μεγάλο. Καλείται «Κυριακόν» (όπως και το βάπτισμα), διότι έχει απ ευθείας τη σύστασή του από τον Κύριο. Τόσο δε πολύ, ώστε και οι Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι απορρίπτουν γενικώς τα εκκλησιαστικά μυστήρια, δεν απετόλμησαν να το αρνηθούν, δεχόμενοι βέβαια αυτό κατά το δικό τους τρόπο και φυσικά διαφορετικά από ό,τι το δεχόμαστε εμείς. Τη διαφορά θα δούμε στη συνέχεια.
Εισαγωγικά στη φύση και τη δύναμη του μυστηρίου είναι όσα μας παρέδωσε ο Κύριος στο διάλογο που είχε με τους Ιουδαίους, μετά το χορτασμό στην έρημο των πεντακισχιλίων. Στηλιτεύων τον όχλον ο Σωτήρ ότι τον ακολουθούσαν όχι διότι τον πίστευαν, αλλά διότι ζητούσαν επανάληψη του θαύματος της υλικής διατροφής τους, έλαβε αφορμή να ομιλήσει περί της πραγματικής τροφής που παρέχει «ζωήν αιώνιον», περί του άρτου που κατέβηκε από τον ουρανό, για τη δική του σάρκα, η βρώση της οποίας χορηγεί στον άνθρωπο την αληθινή ζωή• «… εγώ ειμι ο άρτος ο ζών ο εκ του ουρανού καταβάς• εάν τις φάγη εκ του άρτου τούτου, ζήσεται εις τον αιώνα. και ο άρτος δε όν εγώ δώσω, η σάρξ μου εστιν, ήν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής• … αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. η γάρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. καθώς απέστειλέ με ο ζών πατήρ καγώ ζώ διά τον πατέρα, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ» (1). Συνέστησε δε το μυστήριο ο Κύριος το εσπέρας της Πέμπτης, παραμονής της μεγάλης εορτής του εβραϊκού Πάσχα. Ενώ έτρωγε το Πασχάλιο Δείπνο με τους μαθητές «λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοίς μαθηταίς και είπε• λάβετε φάγετε• τούτό εστι το σώμά μου και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων• πίετε εξ αυτού πάντες• τούτο γάρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (2).
Η θεία Ευχαριστία έχει δύο όψεις• είναι μυστήριο και συγχρόνως θυσία. Ως μυστήριον η θεία Ευχαριστία έχει την έννοιαν ότι κάτω από τα στοιχεία του άρτου και του οίνου τα οποία αγιάστηκαν με την επίκληση του παναγίου Πνεύματος, υπάρχουν πραγματικά το άχραντο σώμα και το τίμιον αίμα του Χριστού. Είναι σ’ αυτά παρόν το σώμα του Χριστού ενιαίως σε όλες τις φάσεις της υπάρξεώς του. Είναι το σώμα που γεννήθηκε από τη Μαρία, απέθανε στο σταυρό, αναστήθηκε από τον τάφο καί, θεωμένο, αναλήφθηκε στους ουρανούς, όπου κάθεται «εκ δεξιών του Πατρός».
Το ορατό σημείο του μυστηρίου είναι τα στοιχεία του άρτου και του οίνου και η ευχή επικλήσεως του παναγίου Πνεύματος. Κατά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων με τρόπο που υπερβαίνει πλήρως τη νοητική μας κατάληψη, η ουσία του άρτου και του οίνου μεταβάλλεται, μεταποιείται, μεταστοιχειούται στην ουσία του σώματος και του αίματος του Κυρίου (3). Εκείνο που εξακολουθεί να παραμένει μετά τον καθαγιασμό είναι τα εξωτερικά συμβεβηκότα, δηλαδή οι ποιότητες των φυσικών στοιχείων, όπως το βάρος, το σχήμα, το χρώμα, η οσμή και η γεύση. Αυτά εξακολουθούν να παραμένουν κατά θείαν οικονομία, για να διευκολύνουν ίσως τη βρώση και την πόση της Ευχαριστίας, που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη σε περίπτωση που ο πιστός δεχόταν γυμνά και απροκάλυπτα το σώμα και το αίμα του Χριστού. Τα τίμια δώρα κοινωνούμενα ενώνονται μυστικά με την όλη ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου, η οποία θεοποιείται με την άχραντη θεία επαφή. Φυσικά η θεία Κοινωνία δεν ακολουθεί τη φυσική διεργασία της πέψεως και της αποβολής, που γίνεται στη λήψη κάθε άλλης φυσικής τροφής.
Το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι παρόντα σ’ ολόκληρη την ποσότητα της θείας Κοινωνίας και σε κάθε μόριο αυτής• είναι δε παρόντα συγχρόνως και σ’ όλα τα ιερά ποτήρια της θείας Λειτουργίας και φυσικά στον ουρανό, στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αυτό συμβαίνει μονάχα με θαύμα της θείας παντοδυναμίας, δεδομένου ότι το σώμα του Χριστού δεν είναι κατά τη φύση του πανταχού παρόν. Η θεωρία της πανταχού παρουσίας, την οποίαν διετύπωσεν ο Λούθηρος δεν είναι ορθή. Ο αρχηγέτης της Διαμαρτυρήσεως στην προσπάθειά του να εξηγήσει τον τρόπο της πραγματικής παρουσίας του σώματος του Χριστού, είπεν ότι το σώμα του Κυρίου, ως πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία Ευχαριστία (4). Η θεωρία αυτή είναι πολύ αφελής και εύκολα ανατρέπεται. Διότι, αν είναι πανταχού παρόν το σώμα του Κυρίου, φυσικά δεν θα είναι μονάχα στη θεία Ευχαριστία, αλλά και σε κάθε άλλην υλική τροφή και δεν βλέπουμε τί το περισσό έχει η βρώση του κυριακού σώματος. Στις ιδέες του αυτές ο Λούθηρος κατέληξε, κάνοντας κακή εφαρμογή της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στη μία υπόσταση του Ιησού. (5) Έτσι απέδωσε την πανταχού παρουσία που ανήκει αυστηρώς στο θεανδρικό Πρόσωπο του Χριστού, στην ανθρώπινη φύση απ’ ευθείας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσλάβει το ιδίωμα αυτό, που ανήκει αποκλειστικά στη θεότητα.
Οι υπόλοιποι προτεστάντες απορρίπτουν ομόφωνα το δόγμα της μετουσιώσεως (6) των φυσικών στοιχείων. Κατ’ αυτούς ο άρτος και ο οίνος είναι σύμβολα ψιλά (= απλά) του σώματος και του αίματος του Χριστού, διά των οποίων παρέχεται διά της πίστεως η ευλογία του Θεού στον μεταλαμβάνοντα πιστό. Πρόκειται για ένα συμβολισμό, ο οποίος δεν περιέχει την ιδέα του πράγματος, αλλ’ είναι σημείον απλό των επαγγελιών του Θεού. Περιττό να σημειώσουμε, ότι τα διδάγματα αυτά είναι αυθαίρετα, χωρίς κανένα σοβαρό έρεισμα στη Γραφή, της οποίας ο ρεαλισμός ως προς την παρουσία του Χριστού στην Ευχαριστία είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Αυτό είναι και το φρόνημα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, τη μαρτυρία όμως των οποίων, οι Διαμαρτυρόμενοι, συνεπείς στις εκκλησιολογικές τους αρχές, απορρίπτουν (7).
Η θεία Ευχαριστία είναι μυστήριο κατ’ εξοχήν θεοποιητικό. Είναι το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας. Ενώ στα άλλα μυστήρια παρέχεται η χάρη του αγίου Πνεύματος για τον αγιασμό των πιστών, στην Ευχαριστία παρέχεται ο ίδιος ο Χριστός και όχι μονάχα το σώμα και το αίμα του, αλλά και η ψυχή του (δηλαδή ολόκληρη η ανθρώπινη φύση του), συνειμμένα δε και η θεότητά του που είναι αχωρίστως ενωμένη με την ανθρωπότητα, και κατ’ επέκταση ο όλος τριαδικός Θεός, στον οποίον υπάρχει αναπόσπαστα η υπόσταση του σαρκωθέντος Λόγου! Στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ο Χριστός σπείρεται στη φύση του ανθρώπου, ανακιρνάται με αυτήν, τη φλέγει και τη διαπερνά σε μία ένωση βαθύτατα εσωτερική. Στη θεία Ευχαριστία πολλαπλασιάζεται ο Χριστός στα μέλη της αγίας Εκκλησίας του, τα οποία με τη θεία Μετάληψη ενώνονται και μεταξύ τους σε μία κοινωνία βαθιά ανθρωπολογική και χριστολογική. Η θεία Ευχαριστία είναι το κατ’ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας. Σ’ αυτήν υπάρχουν τόσοι «χριστοί» όσα και τα μέλη της που ενώνονται εσωτερικά, σε βάση όμως πραγματική, με τον Σωτήρα Κύριο. Στην Ευχαριστία τέλος αγιάζεται και η κτίση, που με τα φυσικά στοιχεία της (τούς καρπούς των σπλάχνων της) λειτουργεί και αυτή στον απερινόητο λόγο του θείου μυστηρίου, τη μεταποίησή της στη σάρκα του Πλάστη της.
Ανάλογη με την ιερότητα του μυστηρίου πρέπει να είναι και η προπαρασκευή του ανθρώπου να δεχτεί μέσα του τον Κύριο της δόξης. Ο πιστός πρέπει να έχει σαφή αίσθηση της ιερότητος της θείας Μεταλήψεως. Πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ότι πρόκειται περί τροφής μυστηριακής, ότι κάτω από τα εξωτερικά συμβεβηκότα του άρτου και του οίνου (όσφρηση, γεύση, χρώμα κ.λπ.) λαμβάνει μέσα του ολόκληρο τον Χριστό, ολόκληρη τη θεότητα με την οποίαν ζυμώνεται για να γίνει και αυτή άρτος ουράνιος. Ότι, μετέχοντας της θείας Ευχαριστίας, γίνεται χριστοφόρος και θεοφόρος, η φύση του ανακιρνάται στην ποιότητα του Δημιουργού και Σωτήρα της, πυρπολείται από τη φωτιά της θεότητος.
Και ότι δεν πρέπει να προσέρχεται στη θεία Μετάληψη επιπόλαια και μηχανικά, από απλή συνήθεια, αλλά να είναι όσο γίνεται καθαρός για να δεχτεί μέσα του τον Καθαρό. Και ότι, για να γίνει «θεός», πρέπει πρώτα να γίνει άνθρωπος άξιος να δεχτεί στο είναι του τη φωτιά του Θεού, που δεν θα τον κάψει αλλά θα τον φλογίσει και θα τον μεταμορφώσει. Διότι, αν προσέλθει ανάξια στο μυστήριο του Χριστού, θα λάβει μέν μέσα του το άχραντο σώμα και το τίμιον αίμα του Σωτήρος, όχι όμως «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον» (8), αλλά «εις κρίμα και εις κατακρίμα». Στην αρχαία Εκκλησία πολλοί που κοινωνούσαν ανάξια, πέθαιναν (9).
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας χρησιμοποιείται άρτος ένζυμος και οίνος «ύδατι κεκραμένος», εις ανάμνηση της τρώσεως της πλευράς του Κυρίου στο σταυρό, από την οποίαν εξήλθε «αίμα και ύδωρ» (10). Σε αντίθεση προς το ορθόδοξο έθος, οι Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιούν αντί άρτου, άζυμα. Αυτό όμως αποτελεί απόκλιση από την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας και τη μαρτυρία της Γραφής, κατά την οποίαν ο Κύριος το εσπέρας της Πέμπτης που τέλεσε το μυστικό Δείπνο, έφαγεν άρτον ένζυμο (ψωμί ζυμωμένο), διότι η βρώση των αζύμων, που επέβαλλε ο νόμος, άρχιζε την επόμενη, την Παρασκευή, τη μεγάλη ημέρα του εβραϊκού Πάσχα.
Στη δική μας Εκκλησία των αχράντων μυστηρίων κοινωνούν ανεξαίρετα όλοι οι πιστοί, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών παιδιών. Αντίθετα οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν επιτρέπουν στα νήπια τη θεία Κοινωνία, για τους ίδιους λόγους που μεταθέτουν την τέλεση του χρίσματος στο 12ο έτος της ηλικίας των βαπτισθέντων παιδιών. Με την τέλεση του χρίσματος αυτά δέχονται και την πρώτη τους θεία Κοινωνία. Και η πρακτική αυτή αποτελεί καινοτομία της Παπικής Εκκλησίας. Φυσικά οι λόγοι της αποκλίσεως αυτής από το αρχαιοπαράδοτο έθος της Εκκλησίας δεν ευσταθούν, όπως δεν ευσταθούν και οι λόγοι αναβολής τελέσεως του χρίσματος. Τη ζύμη της θεότητος έχουν ανάγκην όλοι ανεξαίρετα οι άνθρωποι. Στα νήπια δε που έχουν καθαρή την ψυχή τους από την αμαρτία, η θεία Ευχαριστία ενεργεί κατ’ εξοχήν τα ευεργετικά της αποτελέσματα. Αλλωστε έμμεση μαρτυρία υπάρχει και στην αγία Γραφή, όπου γίνεται μνεία βαπτισμού ολοκλήρων οίκων, στους οποίους φυσικά περιλαμβάνονταν και μικρά παιδιά. Είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι και αυτά θα κοινωνούσαν μαζί με τους γονείς τους κατά την πρώτη οικογενειακή Μετάληψη.
Όμοια, ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία κοινωνούν υπ’ αμφότερα τα είδη του άρτου και του οίνου όλοι ανεξαίρετα οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απαγορεύεται η κοινωνία αίματος Χριστού στους λαϊκούς και σε όσους κληρικούς δεν λαμβάνουν μέρος στην τέλεση της θείας Λειτουργίας.(11) Οι μόνοι που κοινωνούν και αίματος Χριστού είναι οι λειτουργούντες κληρικοί. Η θεωρία της συνακολουθίας, την οποία διετύπωσε ο Θωμάς ο Ακινάτης διά να δώσει θεολογικό υπόβαθρο στην πρακτική της Εκκλησίας του, δεν είναι σοβαρή. Κατά τη θεωρία αυτή δεν υπάρχει σώμα χωρίς το αίμα που φυσιολογικά εμπερικλείεται σ’ αυτό. Επομένως, κοινωνώντας κανείς σώματος Χριστού, κοινωνεί αυτομάτως και του συνυπάρχοντος αίματος, χωρίς να παρίσταται ανάγκη ξεχωριστής κοινωνίας του τελευταίου. Αραγε να μην εγνώριζε τη θεωρία του Θωμά ο Ιησούς, όταν εθέσπιζε την ξεχωριστή κοινωνία του αίματός του, λέγων• «πίετε εξ αυτού πάντες…»; Ότι η στέρηση του ποτηρίου από τους λαϊκούς στοχεύει στην εξύψωση του κλήρου υπέρ τον λαόν, σύμφωνα με το ιεροκρατικό πνεύμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, είναι περιττό και να σημειώσουμε (12).
Τέλος, ενώ στην Εκκλησία μας ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων, η μεταβολή δηλαδή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, γίνεται κατά την ευχή της επικλήσεως του αγίου Πνεύματος• «…καί ποίησον τον μέν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου• το δε εν τώ ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβαλών τώ Πνεύματί σου τώ αγίω», οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ότι ο καθαγιασμός γίνεται κατά την εκφώνηση των συστατικών λόγων του μυστηρίου• «Λάβετε, φάγετε…» και «πίετε εξ αυτού πάντες…». Στην περίπτωση όμως αυτή, ποιό νόημα θα είχεν η ευχή της επικλήσεως, η οποία υπάρχει σε όλα τα τυπικά των αρχαίων λειτουργιών;
Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο. Δεν υπάρχουν περιορισμοί στην προσέλευση του πιστού στη θεία Κοινωνία, εκτός των περιπτώσεων εκείνων που η απαγόρευση μετοχής επιβάλλεται προσωρινά ως επιτίμιο στους εξομολογουμένους από τον ιερέα. Κάθε πιστός έχει το δικαίωμα να προσέρχεται στη θεία μετάληψη, όταν δέχεται την Πρόσκληση από τον λειτουργούντα ιερέα• «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» διαφορετικά η Πρόσκληση αυτή δεν θα είχε κανένα νόημα. Αρκεί βέβαια να υπάρχει –όπως προηγουμένως τονίστηκε– η δέουσα προπαρασκευή εκ μέρους των πιστών. Γιατί, όταν κανείς προσέρχεται απαράσκευος στη θεία Κοινωνία, διαπράττει μεγάλο αμάρτημα που δουλεύει αρνητικά για την πνευματική του ζωή και ετοιμάζει την αιώνια καταδίκη του. Επίσης, όποιος από αδιαφορία ή απιστία δεν προσέρχεται στην κοινωνία των αχράντων μυστηρίων είναι πνευματικά νεκρός (13), πράγμα που θέτει σε κίνδυνο τη σωτηρία της ψυχής του.
Η θεία Ευχαριστία όμως είναι παράλληλα και θυσία. Έχει όλα τα συστατικά στοιχεία μιάς αληθινής θυσίας• θύτη, θύμα και την καταστροφή του θύματος. Στη μεγάλη ενιαύσια θυσία του Εξιλασμού στην Π. Διαθήκη θύτης ήταν ο αρχιερέας, θύμα το προσφερόμενο από την κοινότητα ζώο και πράξη καταστροφής η σφαγή του ζώου, με το αίμα του οποίου εραντίζετο (από τον αρχιερέα) το καταπέτασμα της Σκηνής του Μαρτυρίου. Στη θυσία της θείας Ευχαριστίας θύτης και θύμα είναι ο ίδιος ο Χριστός (όπως και στη θυσία του σταυρού), πράξη δε καταστροφής ο χωρισμός του σώματος από το αίμα και η κλάση του άρτου από τον ιερέα, που είναι το όργανο διά του οποίου ο Χριστός θύει εαυτόν υπέρ της του κόσμου ζωής. Στην αγία Γραφή υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για το θυτήριο χαρακτήρα της θείας Ευχαριστίας. Ήδη στην Π. Διαθήκη το χαρακτήρα αυτό (τής σταυρικής θυσίας) προτύπωνε η θυσία του Πασχαλίου αμνού, ο οποίος προεικόνιζε τον Αμνό του Θεού «τόν αίροντα τάς αμαρτίας του κόσμου» (14). Στη σταυρική δε θυσία του Χριστού είχεν αναφορά και η θυσία η αγγελλομένη στην προφητεία του Μαλαχία• «ουκέτι μου θέλημα εν υμίν… και θυσίαν ου προσδέξομαι εκ των χειρών υμών. διότι απ’ ανατολών ηλίου έως δυσμών το όνομά μου δεδόξασται εν τοίς έθνεσι, και εν παντί τόπω προσάγεται τώ ονόματί μου θυσία καθαρά…» (1, 10.11). Στην Κ. Διαθήκη η θεία Ευχαριστία τονίζεται στους ιδρυτικούς λόγους του μυστηρίου, όπου οι μετοχές «κλώμενον» (τό σώμα) και «εκχυνόμενον» (τό αίμα), μόνο με την έννοια της θυσίας μπορούν να γίνουν κατανοητές (καταστροφή του σώματος και χύση του αίματος). Παράλληλα είναι ενδεικτικά και όσα ο Απόστολος λέγει, αντιπαραβάλλων το ποτήριο και την τράπεζα των δαιμονίων (τή βρώση των ειδωλοθύτων) προς το ποτήριο και την τράπεζα του Κυρίου (ένωση με τα δαιμόνια και ένωση με τον Κύριον αντίστοιχα). Έτσι, όπως η τράπεζα των δαιμονίων είναι θυσιαστήριο (στό οποίο μετέχουν οι λατρεύοντες τα δαιμόνια), κατά τον ίδιο τρόπο και η τράπεζα του Κυρίου είναι «θυσιαστήριον, εξ ού φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες» (15) (οι Ιουδαίοι). Αλλά και οι εκφράσεις των Πατέρων• θυσιαστήριον, τράπεζα, θυσία, προσφορά, λατρεία, ιερείον, ιερουργία, προσφέρειν, θυσιάζειν, θύειν, ιερεύειν (16), καμίαν αμφιβολίαν δεν αφήνουν περί του χαρακτήρος της θείας Ευχαριστίας ως πραγματικής θυσίας.
Οι Προτεστάντες, αν και δέχονται τη μυστηριακή όψη της Ευχαριστίας (προσαρμοσμένη βέβαια στις ιδιαίτερες θεολογικές προκαταλήψεις τους), αρνούνται τη φύση αυτής ως θυσίας. Είναι γνωστόν άλλωστε ότι απορρίπτουν το μυστήριο της ιερωσύνης και δεν έχουν στην κυριολεξία ιερείς, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να προσφέρουν θυσίες, αλλ’ απλούς πάστορες (ποιμένες) που είναι επιφορτισμένοι κυρίως με το κήρυγμα του λόγου του Θεού.
Η θυσία της Ευχαριστίας προσφέρεται στην Εκκλησία «εις ανάμνησιν» (17) του θανάτου του Χριστού. Δεν είναι όμως μία συμβολική αναπαράσταση του θανάτου του Κυρίου. Είναι αναπαράσταση αληθινή της σταυρικής θυσίας του Σωτήρος. Η θυσία της Ευχαριστίας που τελέστηκε στο Μυστικό Δείπνο της Πέμπτης, παραμονής του εβραϊκού Πάσχα, στα Ιεροσόλυμα, ήταν πρόληψη της μεγάλης θυσίας που θα γινόταν σε λίγες ώρες στο Γολγοθά. Κατ’ αυτήν ο Σωτήρ ευλόγησε ξεχωριστά τον άρτο και τον οίνο (χωρισμός σώματος και αίματος που γίνεται σε κάθε θυσία) και ετεμάχισε τον άρτο, τον οποίο διένειμε στους μαθητές προς μετάληψη.
Η διαφορά της θυσίας της θείας Ευχαριστίας από τη θυσία του σταυρού είναι στα ακόλουθα σημεία•
α) Στο σκοπό που έχει κάθε μία απ’ αυτές. Η θυσία του σταυρού έγινε διά την κατάργηση της φθοράς και του θανάτου, που ήσαν αποτέλεσμα της αμαρτίας των ανθρώπων, και την εξιλέωση του αμαρτωλού κόσμου ενώπιον του παναγίου Θεού. Η θυσία της Ευχαριστίας διαιωνίζει στην Εκκλησία τη μεγάλη σταυρική θυσία, εφαρμόζουσα τα αγαθά εκείνης σε όσους πιστεύουν στον Κύριο και δέχονται με αφοσίωση και αγάπη το Πρόσωπο και το λυτρωτικό έργο του.
β) Η θυσία του σταυρού έγινεν «άπαξ διά παντός» (μία για πάντα) υπέρ της του κόσμου ζωής. Αντίθετα, η θυσία της Ευχαριστίας επαναλαμβάνεται διαρκώς σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γής όπου υπάρχει Εκκλησία, σε κάθε θεία Λειτουργία της. Με την επανάληψη αυτή διαιωνίζεται στον κόσμο η ιλαστήρια θυσία του Χριστού, ώστε οι πιστοί να καρπώνονται τα αγαθά εκείνης.
γ) Ενώ η σταυρική θυσία ήταν «εν αίματι», η θυσία της Ευχαριστίας είναι αναίμακτη. Γίνεται δηλαδή χωρίς να χυθεί το πανάγιον αίμα του Κυρίου.
Η σημασία της Ευχαριστίας ως θυσίας είναι πολύ μεγάλη διά τη ζωή γενικά της Εκκλησίας. Οι πιστοί, παράλληλα με την ένωσή τους με τον Χριστό διά της κοινωνίας των αχράντων μυστηρίων, στη θυσία του Χριστού που επαναλαμβάνεται αναίμακτα στην Εκκλησία, ζούν τα λυτρωτικά αγαθά του σταυρού, δεχόμενοι την ευλογία που αενάως απορρέει από την άπειρη αξιομισθία του λυτρωτικού πάθους του Σωτήρος.
Είναι πραγματικά πολύ μεγάλη η τιμή διά τον άνθρωπο να παρίσταται –όπως ο Ιωάννης και οι ευσεβείς γυναίκες– μάρτυρας του σωτηρίου πάθους του Χριστού, που επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία της Εκκλησίας μας. Από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς και τη μεγάλη σημασία του εκκλησιασμού. Όταν εκκλησιάζεται ο πιστός δεν παρακολουθεί απλά μίαν εκκλησιαστική τελετή, αλλά ζεί αληθινά στο ρυθμό του σωτηρίου πάθους του Χριστού. Γίνεται δέκτης της ευδοκίας του Θεού που καρφώθηκε πάνω στο σταυρό, για να βγάλει από τη φύση μας το πικρό φαρμάκι της φθοράς. Ζεί στην όλη του υπόσταση τη χρηστότητα του πλαστουργού του, που πέθανε για να λυτρώσει το πλάσμα του από τη νέκρωση της αμαρτίας. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερος τίτλος τιμής διά τον ευτελή άνθρωπο; Και όμως αυτός, ένα κινούμενο οξύμωρο, εξακολουθεί να ζεί μακριά από το ναό, αποξενωμένος από τη μεγάλη χρηστότητα και ευλογία! Νεκρωμένος στα πονηρά έργα του και εγκλωβισμένος στη ραστώνη και την αδιαφορία του, προσπερνά την πηγή της ζωής, ανυποψίαστος ότι με τον τρόπο αυτό χάνει ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να έχει, το νόημα της υπάρξεώς του. Διότι ο χριστιανός που από αδιαφορία δεν εκκλησιάζεται, έχει χάσει τη σημασία της χριστιανικής του κλήσεως, παραπαίων στα σκοτάδια της πνευματικής αγνωσίας και αποτυφλώσεως. Φυσικά, κάνοντες λόγο περί εκκλησιασμού, εννοούμε τον πραγματικόν εκκλησιασμό, που γίνεται με φωτισμένη συνείδηση, και όχι τις άλλες σκοπιμότητες που υπαγορεύουν τη συμβατική παρουσία του στο ναό.
1. Ιω. 6,51–57.
2. Ματθ. 26,26–28. Λουκ. 22,19–20.
3. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί• «Αυτός ο άρτος και ο οίνος μεταποιείται εις σώμα και αίμα Θεού. Ει δε τον τρόπον επιζητείς, πώς γίνεται, αρκεί σοι ακούσαι, ότι διά Πνεύματος αγίου, ώσπερ και εκ της αγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος αγίου εαυτώ, και εν εαυτώ ο Κύριος σάρκα υπεστήσατο• και πλέον ουδέν γινώσκομεν, αλλ’ ότι ο λόγος του Θεού αληθής εστι, και ενεργής, και παντοδύναμος, ο δε τρόπος ανεξερεύνητος» (ΡG 94,1144). Στο χωρίο αυτό είναι ενδεικτικός ο ευσεβής αγνωστικισμός του ιερού Πατρός σχετικά με τον τρόπο μεταβολής των στοιχείων του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, σε αντίθεση με τους Παπικούς, οι οποίοι με τον όρο μετουσίωσις, βασισμένο στη διάκριση μεταξύ ουσίας και συμβεβηκότων της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, φυσιολογούν κατά κάποιο τρόπο το ιερό της πίστεως μυστήριο. Του όρου αυτού, αν και εννοιολογικά ορθού (σημαίνει ό,τι και ο όρος μεταβολή) η σχολαστική θεώρηση δημιουργεί κάποια επιφύλαξη στους Ορθοδόξους, ενώ από τους Διαμαρτυρομένους ευθέως απορρίπτεται.
4. Βλ. Α. Θεοδώρου. Εν Αθήναις, 1967.
5. Οι Λουθηρανοί, κaτ’ εξαίρεση από τους άλλους Διαμαρτυρομένους, δέχονται την πραγματική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Δεν τη δέχονται όμως με την έννοια της μεταβολής, αλλά ως ένα είδος εναρτισμού. Δηλαδή ο άρτος και ο οίνος δεν μεταβάλλονται εις σώμα και αίμα Χριστού, αλλά «σύν τώ άρτω, υπό τον άρτον και εν τώ άρτω» είναι παρόν στην ευχαριστία το σώμα του Κυρίου. Με άλλα λόγια δεν γίνεται μετουσίωση, αλλ’ ένωση, συνύπαρξη των φυσικών στοιχείων με το σώμα και το αίμα του Χριστού, όπως και στο χριστολογικό μυστήριο υπάρχει ένωση της θεότητος με την ανθρωπότητα.
6. Για το δόγμα αυτό, βλ. Ν. Τζιράκη, Η περί Μετουσιώσεως ευχαριστιακή έρις. Αθήναι 1977.
7. Οι Αγγλικανοί δέχονται ορθώς το δόγμα της πραγματικής προυσίας του Χριστού στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Την παρουσίαν όμως αυτήν δέχονται μόνον κατά τη χρήση, ενόσω δηλαδή κοινωνούν οι πιστοί. Μετά την κοινωνία η παρουσία αυτή καταστρέφεται, των στοιχείων του άρτου και οίνου επανερχομένων στην προ του αγιασμού φυσική τους κατάσταση. Κατά την ορθόδοξη πίστη η αντίληψη αυτή είναι εσφαλμένη. Τα τίμια δώρα, και μετά την κοινωνία υπό των πιστών, εξακολουθούν να είναι σώμα και αίμα Χριστού και ως τοιαύτα φυλάσσονται στους ιερούς ναούς (Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων).
8. Ματθ. 16,28.
9. «Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμούνται ικανοί» (1 Κορ. 11,30).
10.Ιω. 19,34.
11. Βλ. Α. Θεοδώρου, και η αποχή των λαϊκών εκ του αγίου Ποτηρίου. Εν Αθήναις 1967.
12. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια και μετά από απόφαση της Β’ Συνόδου του Βατικανού στη Ρώμη, άρχισε να χαλαρώνεται κάπως η απαγόρευση, επιτρεπομένης της κοινωνίας αίματος Χριστού σε ορισμένα μέλη του πληρώματος της Εκκλησίας.
13. Ιω. 6,53.
14. Ιω. 1,29.
15. Εβρ. 13,10.
16. Βλ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική (1907), σ. 369.
17. «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22,19).
Άγνωστος συγγραφεύς
πηγή: Αγία Ζώνη