Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1898-1959)
7 Οκτωβρίου 2011
Σύντομος βιογραφία
Γεννήθηκε το έτος 1898 εις το χωρίον Λεύκες της Πάρου. Η Πάρος είναι ένα μικρό και ήρεμο νησί των Κυκλάδων. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί και αναγκάζονταν να εργάζωνται πολύ διά να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και απέθανε πολύ ενωρίς. Η μητέρα του Μαρία ανέλαβε την προστασία όλης της οικογενείας. Η μητέρα του ήταν ευλογημένη ψυχή και είχε απλότητα και ακεραιότητα χαρακτήρος και επήγαμε πολύ συχνά εις την Εκκλησίαν διά να λειτουργηθή, αλλά και διά να περιποιηθή τον Ιερόν ναόν. Όταν ο μικρός Φραγκίσκος -αυτό ήταν το κοσμικόν όνομα του Γέροντος Ιωσήφ- έφυγε διά να γίνη μοναχός η μητέρα του είπε εις τους συγγενείς της: «Το εγνώριζα πως θα γίνη μοναχός από την γέννησίν του. Όταν εγέννησα τον Φραγκίσκον μου και ήμουνα ακόμη εις το κρεββάτι με το μωρό δίπλα φασκιωμένο, είδα να ανοίγη η στέγη του σπιτιού και ένας φτερωτός και πολύ ωραίος νέος, που μόλις μπορούσα να τον αντικρύσω από την πολλήν λάμψιν του, κατέβηκε και εστάθηκε πλάι στο μωρό μου και άρχισε να το ξεσκεπάζη με σκοπόν να το πάρη.Όταν εγώ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θα μου πάρης το μωρό μου;» Εκείνος επέμενε ότι διά τον σκοπόν αυτόν ήρθε και αυτή είναι η απόφασις. Και διά να με βεβαίωση, μάλιστα μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρη το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Αγγελος μου έδωσε ένα πολύτιμον κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό». Από τότε πίστευα, έλεγε η μητέρα του Μαρία, ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστόν. Ο Γέροντας ως την εφηβικήν του ηλικίαν παρέμεινε εις το χωριό του και βοηθούσε την μητέραν του εις τις διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε διά τον Πειραιά, όπου εργαζότανε ως μικροέμπορος. Εις την ηλικίαν των εικοσιτριών ετών κέντρον της εργασίας του ήτο η Αθήνα. Ήταν πολύ δραστήριος, αλλά απέφευγε την πονηρία και την αδικίαν. Τότε άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία. Μεγάλον ενθουσιασμόν προκαλούσαν εις αυτόν οι βίοι των μεγάλων ασκητών. Την απόφασίν του διά τον μοναχισμόν την επήρε υστέρα από το ακόλουθο όραμα: «Ένα βράδυ είδα εις τον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με επήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν εις το παλάτι. Δεν εκατάλαβα τον λόγον και διά τούτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μου αποκρίθηκαν με καλωσύνη να μή φοβούμαι, αλλά να ανέβω, διατί είναι θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχον ανάκτορον, ανώτερον από κάθε επίγειον, μου εφόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μου είπαν• «από εδώ και εμπρός θα υπηρετής εδώ». Και μετά με επήγαν να προσκυνήσω τον Βασιλέα. Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ή να σκεφθώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεπτικός. Ακουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή «από τώρα και εμπρός θα υπηρετής εδώ». Όλη μου η κατάστασις εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε»(1). Έτσι επήρε την απόφασιν και έφυγε διά το Άγιον Όρος. Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Από τον Γέροντα Δανιήλ, ο οποίος ήταν ευλαβής και συνετός άνθρωπος, έλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δεν έμεινε όμως μαζύ του, διότι αγαπούσε την αυστηρότερη ησυχαστικήν ζωήν. Σε μια πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εις την κορυφήν του Αθωνα, εγνώρισε τον Γέροντα Αρσένιο. Έκτοτε ο π. Αρσένιος έγινε ο μόνιμος συνασκητής του και δεν εχώρισαν ποτέ πλέον. Υποτάχθηκαν εις τον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβην του Ευαγγελισμού εις τα Κατουνάκια. Έπειτα μαζύ με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν διά την Σκήτην του Αγίου Βασιλείου διά περισσοτέραν άσκησιν. Μετά την κοίμησιν του Γέροντος Εφραίμ άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνας. Η άσκησίς τους ήταν η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή. Κυριώτερον όμως έργον αποτελούσεν δι’ αυτούς η νήψις και ο εγκλεισμός του νοός εις την καρδίαν. Το έτος 1938 μαζύ με τον π. Αρσένιον μετεκόμισαν εις τις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Αννης. Εις ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν εκεί τον χώρον, έκτισαν και μερικά κελλία και παρέμειναν εις το σπήλαιον αυτό έως και το έτος 1947. Εις αυτό το ταπεινόν σπήλαιον του Τιμίου Προδρόμου ασκήθηκαν και ετοιμάσθηκαν τα πνευματικά του παιδιά και έγιναν έπειτα ηγούμενοι εις άλλα μοναστήρια. Εις τον μακαριστόν Γέροντα Ιωσήφ οφείλεται η πνευματική αναγέννησις και επάνδρωσις έξι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και πολλών άλλων γυναικείων αδελφοτήτων εις τον Ελλαδικόν χώρον. Από το ταπεινόν αυτό σπήλαιον εξεκίνησε κ