H προσευχή του Βαρτίμαιου
4 Οκτωβρίου 2011
Η περίπτωση του Βαρτίμαιου, όπως αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή Μάρκο ( 10,46) , μας βοηθάει να κατανοήσουμε κάπως ικανοποιητικά μερικά θέματα που έχουν σχέση με την προσευχή.
«Και έρχονται στην Ιεριχώ. Και την ώρα που έβγαιναν από την Ιεριχώ, Αυτός και οι μαθητές του και λαός πολύς, καθόταν κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε ο τυφλός Βαρτίμαιος, ο γιός του Τίμαιου. Και όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να λέει: Ιησού, υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με. Και τον απόπαιρναν μερικοί και του έλεγαν να σιωπήσει. Αυτός όμως φώναζε όλο και περισσότερο: υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με. Τότε σταμάτησε ο Ιησούς και είπε να τον φέρουν κοντά του. Πήγαν λοιπόν και είπαν στον τυφλό. Κουράγιο, σήκω να πας, σε φωνάζει. Κι αυτός, αφού πέταξε το εξωτερικό του ρούχο, για να μην τον εμποδίζει στο τρέξιμο, σηκώθηκε και ήρθε κοντά στον Ιησού. Και ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε: Τι θέλεις να σου κάνω; Και ο τυφλός του απάντησε: Δάσκαλε, θέλω να ξαναβρώ το φως μου. Ο δε Ιησούς είπε: Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε. Και αμέσως ξαναβρήκε το φως του και ακολούθησε τον Ιησού στην πορεία Του.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, ο Βαρτίμαιος, δεν πρέπει, απ’ ό, τι φαίνεται να ήταν νέος. Στεκόταν εδώ και πολλά χρόνια στην πύλη της Ιεριχώ, ζώντας από την εύσπλαχνη ή την αδιάφορη βοήθεια των περαστικών. Πιθανόν κατά τη διάρκεια της ζωής του να είχε δοκιμάσει όλα τα γνωστά φάρμακα και όλες τις θεραπευτικές μεθόδους. Θα τον είχαν ασφαλώς πάει ,όταν ήταν μικρός, στο Ναό, θα είχαν προσευχηθεί και θα είχαν προσφέρει θυσίες για να βρει την υγεία του. Είχε επισκεφθεί όλους εκείνους που, είτε γιατί είχαν κάποιο χάρισμα, είτε γιατί είχαν ειδικές γνώσεις, μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Είχε ασφαλώς πολύ αγωνιστεί για να βρει το φως του και τελικά είχε εντελώς απογοητευτεί. Είχε δοκιμάσει όλα όσα μπορούσε να βάλει το μυαλό του ανθρώπου, αλλά παρόλα αυτά ήταν ακόμα τυφλός. Πιθανόν είχε ακόμα ακούσει ότι τους τελευταίους μήνες είχε εμφανιστεί στη Γαλιλαία ένας νέος κήρυκας, ένας άνθρωπος που αγαπούσε το λαό, ήταν εύσπλαχνος, και άνθρωπος του Θεού που μπορούσε να θεραπεύει και να κάνει θαύματα. Ο Βαρτίμαιος πιθανόν να είχε πολλές φορές σκεφθεί ότι αν μπορούσε θα πήγαινε να τον συναντήσει. Ο Χριστός όμως πήγαινε από τον ένα τόπο στον άλλο και υπήρχε πολύ μικρή πιθανότητα ένας τυφλός άνθρωπος να τον απαντήσει. Έτσι, μ’ αυτή τη σπίθα της ελπίδας, που έκανε την απελπισία ακόμα πιο βαθιά και πιο έντονη, καθόταν κοντά στην πύλη της Ιεριχώ.
Μια μέρα ένα πλήθος πέρασε δίπλα του, ένα πλήθος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο, ένα θορυβώδες ανατολίτικο μπουλούκι. Ο τυφλός το άκουσε και ρώτησε ποιος ήταν. Όταν του είπαν ότι ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει. Κάθε σπίθα ελπίδας, που είχε στην ψυχή του, έγινε ξαφνικά φωτιά, μια πυρκαϊα ελπίδας. Ο Ιησούς τον Οποίον δεν μπόρεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να συναντήσει, πέρναγε τώρα από κοντά του. Ήταν δίπλα του και κάθε βήμα τον έφερνε όλο και κοντύτερα.
Μετά όμως κάθε βήμα θα τον πήγαινε απελπιστικά όλο και πιο μακριά. Άρχισε τότε να φωνάζει : «Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησέ με». Αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο τέλεια ομολογία πίστεως. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού τον απόγονο του Δαυίδ, το Μεσσία. Δεν μπορούσε τότε να τον αποκαλέσει Υιό του Θεού, γιατί αυτό δεν το ήξεραν ακόμα ούτε οι ίδιοι οι μαθητές του. Στο πρόσωπό Του αναγνώρισε το «αναμενόμενο». Τότε συνέβη κάτι που πολύ συνηθίζεται και στη δική μας τη ζωή. Μερικοί τριγύρω του του έλεγαν να σιωπήσει.
Μήπως δεν συμβαίνει πολύ συχνά αυτό και σε μας, όταν μετά από αναζήτηση και αγώνα πολλών ετών αρχίζουμε απροσδόκητα να φωνάζουμε στο Θεό; Πόσες φωνές τότε δεν προσπαθούν να κατασιγάσουν την προσευχή μας ! Φωνές εξωτερικές και εσωτερικές. Αξίζει, λένε, να προσεύχεσαι; Τόσα χρόνια αγωνιζόσουν κι ο Θεός δεν νοιάστηκε για σένα. Τώρα θα νοιαστεί; Τι νόημα έχει η προσευχή ; Ξαναγύρισε στην απελπισία σου, είσαι τυφλός και τυφλός για πάντα. Όσο όμως μεγαλύτερη είναι η αντίσταση τόσο μεγαλύτερη είναι η απόδειξη ότι η βοήθεια είναι πολύ κοντά. Ο διάβολος ποτέ άλλοτε δεν μας επιτίθεται τόσο βίαια όσο όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από το τέλος του αγώνα και έχουμε ακόμα δυνατότητα σωτηρίας, την οποία όμως τελικά χάνουμε, γιατί την τελευταία στιγμή υποχωρούμε. Υποχώρησε, λέει ο διάβολος, βιάσου, προσπάθησες πάρα πολύ, βγήκες από τα όρια της αντοχής σου. Τελείωσε αμέσως, μην καθυστερείς, δεν μπορείς να αντέξεις περισσότερο .Και τότε αυτοκτονούμε σωματικά, ηθικά, πνευματικά. Εγκαταλείπουμε την αγώνα και αγκαλιάζουμε το θάνατο, τη στιγμή ακριβώς που η βοήθεια βρίσκεται δίπλα μας και μπορούμε να σωθούμε.
Δεν πρέπει να δίνουμε σημασία σ’ αυτές τις φωνές. Όσο δυνατότερα ηχούν τόσο πιο γερά πρέπει να δενόμαστε με το σκοπό μας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κραυγάσουμε τόσο, όσο χρειάζεται. Να φωνάξουμε τόσο δυνατά, όσο ο Βαρτίμαιος. Ο Ιησούς Χριστός πέρναγε δίπλα του . Η τελευταία του ελπίδα βρισκόταν σιμά του, αλλά οι άνθρωποι που τον περιτριγύριζαν ήταν απέναντί του αδιάφοροι ή προσπαθούσαν να τον κάνουν να σιωπήσει. Ο πόνος και η θλίψη του δεν είχαν θέση. Εκείνοι που περιτριγύριζαν το Χριστό – και που τον χρειάζονταν πολύ λιγότερο- ήθελαν να ασχολείται μαζί τους. Γιατί αυτός ο τυφλός και βασανισμένος άνθρωπος να τους διακόπτει; Ο Βαρτίμαιος όμως ήξερε καλά ότι δεν θα υπήρχε πια γι’ αυτόν άλλη ελπίδα, αν έχανε κι αυτή την τελευταία. Η βαθιά αυτή απελπισία του έγινε πηγή απ’ την οποία ανέβλυσε μια πίστη, μια προσευχή γεμάτη από τέτοια πεποίθηση και μια επιμονή που έσπασε όλους τους φραγμούς . Μια προσευχή που, όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ηχεί στην πύλη του ουρανού . Γιατί η απόγνωσή του ήταν τόσο βαθιά, ώστε δεν άκουγε καθόλου τις φωνές του πλήθους που τον πρόσταζαν να ησυχάσει και να καθήσει στην άκρη. Και όσο προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν να πλησιάσει το Χριστό, τόσο περισσότερο κι αυτός φώναζε : «Υιέ Δαυίδ, ελέησέ με». Ο Χριστός σταμάτησε, ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του και έκανε το θαύμα.
Μπορούμε να διδαχτούμε από το Βαρτίμαιο πρακτικά, το πώς μπορούμε κι εμείς να εξοικειωθούμε με την προσευχή . Όταν στρεφόμαστε με όλη μας την καρδιά στο Θεό, ο Θεός πάντα μας ακούει.
Συνήθως δεν έχουμε την ετοιμότητα να αρνηθούμε αμέσως όλα εκείνα τα οποία βρίσκονται στο περιβάλλον μας και τα οποία έχουμε συνηθίσει να εμπιστευόμαστε , μόλις διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούμε πια να εξαρτώμαστε απ’ αυτά. Βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα όσο και αν ανακινήσουμε ανθρώπινα και επίγεια μέσα. Έχουμε ένα σκοπό. Ψάχνουμε για το φως μας και συνέχεια απογοητευόμαστε. Αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο, είναι απόγνωση και αν σταματήσουμε εκεί, έχουμε νικηθεί. Αν όμως αυτή ακριβώς τη στιγμή, στραφούμε στο Θεό, γνωρίζοντας ότι μόνο ο Θεός μας έχει πια απομείνει και του πούμε, «Σε εμπιστεύομαι και παραδίδω στα χέρια Σου την ψυχή και το σώμα μου , ολόκληρη τη ζωή μου», τότε η απόγνωση μας έχει οδηγήσει στην πίστη.
Η απόγνωση οδηγεί σε μια νέα πνευματική ζωή, όταν έχουμε το κουράγιο να προχωρήσουμε βαθύτερα και μακρύτερα, αναγνωρίζοντας ότι κείνο για το οποίο έχουμε απογοητευθεί δεν είναι το ότι τελικά χάσαμε τη νίκη, αλλά το ότι μας απογοήτευσαν τα μέσα που χρησιμοποιήσαμε για να φθάσουμε σ’ αυτή. Τότε αρχίζουμε να βάζουμε θεμέλια με ένα νέο τρόπο. Ο Θεός μπορεί να μας ξαναφέρει σ’ ένα από τα μέσα που είχαμε ήδη δοκιμάσει, το οποίο όμως τώρα, κάτω από τη δική Του καθοδήγηση, θα μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε με επιτυχία. Πρέπει πάντα να υπάρχει αληθινή συνεργασία Θεού και ανθρώπου και τότε ο Θεός χαρίζει φρόνηση, σοφία και δύναμη να κάνουμε το σωστό και να βρίσκουμε τον επιδιωκόμενο στόχο μας.
Πηγή: Αρχιεπίσκοπου Anthony Bloom “Ζωντανή Προσευχή”, μετάφραση από το αγγλικό, Δ΄ έκδοση αναθεωρημένη και βελτιωμένη, Εκδόσεις «Ετοιμασία» Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1989