Χοληστερίνη: Πως να την νικήσετε
4 Οκτωβρίου 2011
Του Δημήτρη Ρίχτερ, MD, FESC, FAHA
Ο Δημήτρης Ρίχτερ είναι διευθυντής στην Β’ Καρδιολογική Κλινική της Ευρωκλινικής Αθηνών, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, μέλος ΔΣ του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ)
Η μεταβολή του τρόπου ζωής κατά τις τελευταίες δεκαετίες, που υιοθέτησε όλα τα αρνητικά, αποφεύγοντας τα θετικά πρότυπα του δυτικού τρόπου ζωής, τείνει να αφοπλίσει τον ελληνικό πληθυσμό από τα εγγενή πλεονεκτικά χαρακτηριστικά του όπως είναι η μεσογειακού τύπου διατροφή.
Οι ανησυχητικές επιπτώσεις της στροφής προς τα αρνητικά πρότυπα του δυτικού τρόπου ζωής απεικονίζονται στη δραματική αύξηση της συχνότητας του σακχαρώδη διαβήτη, της παχυσαρκίας, της υπέρτασης και της υπερχοληστερολαιμίας, ενώ το κάπνισμα εξακολουθεί να βρίσκεται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα.
Κατά τη διάρκεια του τεσσάρων πρώτων ετών του «Μήνα Ελέγχου Χοληστερόλης» – μιας πρωτοβουλίας του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) – εξετάστηκαν περισσότερα από 45.000 άτομα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και διάφορες επαρχιακές πόλεις. Τα αποτελέσματα ήταν αρκετά ανησυχητικά για το μέλλον των καρδιαγγειακών συμβαμάτων στον Ελλαδικό χώρο.
Περίπου οι μισοί ενήλικοι εξετασθέντες (ποσοστό 43%) παρουσίαζαν αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης (πάνω από 200 mg/dl). Εξ αυτών, το 50% δεν γνώριζε ότι είχε υψηλή χοληστερόλη, ενώ απ’ όσους το γνώριζαν ο ένας στους τρεις δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Όσον αφορά το κάπνισμα, τα αποτελέσματα ήταν εξίσου ανησυχητικά. Στο σύνολο του δείγματος, ένας στους τρεις Έλληνες δήλωσε καπνιστής, ενώ σε ηλικίες κάτω των 50 ετών, καπνιστές ήταν ο ένας στους δύο (αξίζει εδώ να σημειωθεί πως το 94% των εμφραγμάτων στην Ελλάδα παρατηρείται σε καπνιστές ηλικίας κάτω των 50 ετών).
Επιπλέον, το 25% των εξετασθέντων ήταν υπερτασικοί, το 9% διαβητικοί, το 42% υπέρβαροι, ενώ το 58% δήλωσε ότι διάγει καθιστική ζωή.
Άλλα ντ’ άλλων
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία παρατηρείται στον Ελληνικό πληθυσμό ένα ιδιαίτερα υψηλό προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου, το οποίο εξηγεί και το γεγονός πως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του Δυτικού κόσμου, όπου οι θάνατοι καρδιαγγειακής αιτιολογίας δεν παρουσιάζουν μείωση τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά αντίθετα αυξάνονται ή στην καλύτερη χρονιά παραμένουν σταθεροί.
Στο φαινόμενο αυτό συντελεί και η κακή επικοινωνία ιατρικού κόσμου και κοινού. Όταν τα 35.000 άτομα που εξετάστηκαν ρωτήθηκαν ποιον θεωρούν τα ίδια ως τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για την καρδιαγγειακή τους υγείας, ο καθένας έβλεπε το πρόβλημα της στεφανιαίας νόσου να οφείλεται στους παράγοντες κινδύνου που… δεν τον αφορούσαν!
Έτσι, οι καπνιστές δήλωναν το άγχος ως σημαντικότερο παράγοντα, οι διαβητικοί το κάπνισμα, οι παχύσαρκοι το οικογενειακό ιστορικό κ.τ.λ.
Την πρώτη θέση των απαντήσεων κατείχε το άγχος με 33% και με μεγάλη διαφορά από τη δεύτερη και τρίτη θέση που μοιράζονταν τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και το κάπνισμα (με 15% το καθένα).
Ένα στα δύο εμφράγματα
Η δυσλιπιδαιμία και ειδικότερα η υπερχοληστερολαιμία, θεωρείται μια από τις κυριότερες αιτίες εμφάνισης αρτηριοσκλήρυνσης και καρδιαγγειακής νόσου. Στη μελέτη INTERHEART που έγινε ταυτόχρονα σε όλες τις ηπείρους του κόσμου φάνηκε πως η δυσλιπιδαιμία ευθύνεται για το 50% των εμφραγμάτων παγκοσμίως και αποτελεί την κυριότερη αιτία εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι δυσλιπιδαιμίας με συνηθέστερο αυτόν που είναι αυξημένες η ολική χοληστερόλη και η LDL (η «κακή» χοληστερόλη), ο οποίος αποτελεί και τον κύριο στόχο της φαρμακευτικής αγωγής σήμερα.
Συνεχώς αυξανόμενη είναι η συχνότητα του τύπου του μεταβολικού συνδρόμου – δηλαδή ο συνδυασμός κοιλιακής παχυσαρκίας, με χαμηλή (κάτω από 40 mg/dl) την «καλή» (HDL) χοληστερόλη και υψηλά (πάνω από 150 mg/dl) τα τριγλυκερίδια.
Υπάρχουν ακόμη και μεμονωμένες μορφές, κατά τις οποίες είναι παθολογική μόνο η HDL χοληστερόλη ή είναι ιδιαίτερα αυξημένα μόνο τα τριγλυκερίδια.
Τα φαρμακευτικά «όπλα» κατά της χοληστερίνης
Η χοληστερόλη λαμβάνεται με την τροφή, όμως παράγεται και στον οργανισμό, σε αναλογία 1 προς 2 περίπου. Η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων, που βρίσκονται κυρίως σε ζωικά λίπη, όπως στο κόκκινο κρέας και στα λιπαρά τυριά, καθώς και η παχυσαρκία είναι συχνά αιτία της υπερχοληστερολαιμίας.
Η σημασία της υψηλής χοληστερόλης είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις νεώτερες ηλικιακές ομάδες (30-60 ετών). Στην Ελλάδα, τα τελευταία 20 έτη η στεφανιαία νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου με σταθερή διαφορά από τη δεύτερη που είναι τα νεοπλάσματα. Το 2001 είχαμε στην Ελλάδα 19.500 θανάτους από στεφανιαία νόσο, δηλαδή περίπου όσος ο πληθυσμός της Καλύμνου.
Ανάλυση πολλών μελετών έδειξε ότι κάθε μείωση κατά 10% της ολικής χοληστερόλης οδηγεί σε μείωση κατά 22% της εμφάνισης στεφανιαίας νόσου μέσα σε 2 έως 5 έτη, ενώ μετά τα 5 έτη η μείωση είναι τουλάχιστον 25%.
Για να επιτευχθεί αυτό, απατούνται μέτρα διαρκείας τουλάχιστονδύο ετών. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί μία περιστασιακή δίαιτα ή χρήσηφαρμάκων για να βελτιωθούν οι τιμές της χοληστερόλης.
Η προσπάθεια πρέπει να έχει διάρκεια – και η διάρκεια αυτή είναι συνήθως εφ όρου ζωής ή τουλάχιστον για πολλές δεκαετίες. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μόνο η μόνιμη και συστηματική αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας επιφέρει αποτελέσματα ( τα οποία πολλές φορές είναι εντυπωσιακά) στη μείωση των εμφραγμάτων και των λοιπών μορφών στεφανιαίας καρδιοπάθειας.
Έλεγχος ανά πενταετία
Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία κάθε άτομο ηλικίας άνω των 20 ετών πρέπει να ελέγχεται τουλάχιστον ανά πενταετία για τα λιπίδια του (ολική χοληστερόλη, HDL, LDL, τριγλυκερίδια).
Εάν τα επίπεδά τους δεν είναι ικανοποιητικά, ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να είναι συχνότερος ανάλογα με τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχει (συνυπολογίζονται παράγοντες όπως η ηλικία, τοκάπνισμα, η υπέρταση, κ.τ.λ.).
Μία εντυπωσιακή εξέλιξη των τελευταίων ετών αποτελούνοι συνεχώς χαμηλότερες τιμές που τίθενται ως στόχος για την «κακή» (LDL) χοληστερόλη. Πριν από 20 χρόνια, τα επιθυμητά όρια ήταν χαμηλότερα από 160 mg/dl και μέχρι πρόσφατα ξέραμε ότι σε στεφανιαίους ασθενείς υψηλού κινδύνου (δηλαδή που συνεχίζουν να καπνίζουν ή που είναι διαβητικοί) ο στόχος είναι επίπεδα LDL κάτω από 70 mg/dl.
Μία πρόσφατη μελέτη που λέγεται JUPITER, όμως, κατά την οποία χορηγήθηκε μία στατίνη (είναι φάρμακο που ρίχνει τη χοληστερόλη) σε υγιή άτομα, εντυπωσίασε διότι το φάρμακο έριξε την LDL στα 55 mg/dl σε υγιή πληθυσμό χαμηλού κινδύνου και αυτό επέφερε πολύ μεγάλη μείωση στα εμφράγματα, στα εγκεφαλικά και στην ολική θνησιμότητα. Εξαιτίας αυτού του ευρήματος υπάρχει μεγάλος προβληματισμός στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το πόσο χαμηλότερα πρέπει να πέσουν τα όρια της LDL χοληστερόλης. Όποιος από εμάς δει τις εξετάσεις του, θα συνειδητοποιήσει ότι ακόμη και με αυστηρή δίαιτα είναι σχεδόν απίθανο να καταφέρει να έχει τέτοιες τιμές.
Για το λόγο αυτό πολλοί ασθενείς αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν μία «φυσιολογική και συνηθισμένη κατάσταση», δηλαδή το να έχουν επίπεδα χοληστερόλης 200 mg/dl και LDL 130 mg/dl, να είναι βλαβερά για τον οργανισμό.
Η απάντηση είναι ότι η έννοια του φυσιολογικού σχετίζεται με τη μέση τιμή μίας εξέτασης στο σύνολο του πληθυσμού. Στην επαρχιακή Κίνα λ.χ. ο μέσος όρος ολικής χοληστερόλης είναι 115 mg/dl, στην αστική Κίνα 135 mg/dl και στη Δυτική Ευρώπη 210 mg/dl. Με βάση τους Κινέζους δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των Δυτικών έχει παθολογικά επίπεδα χοληστερόλης.
Οι φυσιολογικές τιμές των λιπιδίων
Ολική χοληστερόλη: Κάτω από 200 mg/dl
«Καλή» (HDL) χοληστερόλη: πάνω από 40 mg/dl για τους άνδρες, πάνω από 50 mg/dl για τις γυναίκες
«Κακή» (LDL) χοληστερόλη: Κάτω από 160 mg/dl
Τριγλυκερίδια: Κάτω από 150 mg/dl
Πηγή: Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑΗΑ)