Δόξα τα λεφτά έχουμε Θεό
4 Οκτωβρίου 2011
Είναι γραμμένο σε τοίχο στην Ομόνοια, στο κέντρο της Αθήνας. Το ότι δεν έχουμε λεφτά είναι βέβαιο, πολλώ μάλλον χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλά μας. Αλλά και το αν έχουμε Θεό παίζεται. Μας έχει ξεχάσει κι αυτός, αφού πρώτοι εμείς τον πετάξαμε στα αζήτητα, ή στην καλύτερη περίπτωση τον κάναμε χαζο-ηθικισμό, ιδεολογία, εθνικισμό, εξουσία, δεσποτοκρατία, μπαμπούλα αλλά και ψυχολογικό αποκούμπι. Ο Θεός, όπως τον καταντήσαμε, αντικατοπτρίζει απλώς το προσωπικό και συλλογικό Εγώ, είναι η «προβολή», όπως λένε οι ψυχολόγοι, του εαυτού μας στον άλλο, στην περίπτωσή μας, σε μια ιδέα ενός κάποιου ανύπαρκτου Θεού, είναι το αυτοείδωλό μας, δηλαδή η ανάγκη να στηριχτούμε ψυχολογικά για τις ανασφάλειές μας σε κάτι ή τέλος πάντων σε κάποιον στο επέκεινα, ο οποίος θα μας υποστηρίξει σε κάθε στιγμή, και είναι υποχρεωμένος να μας κάνει και κανένα θαύμα, κάτι μαγικό, και στο τέλος να μας δικαιώσει. Αυτός ο Θεός δεν υπάρχει.
Ο Θεός βέβαια υπάρχει και μας αγαπά, αλλά δεν είναι «πέσε πίτα να σε φάω». Τέτοιος Θεός δεν είναι Θεός αλλά το τζίνι του Αλαντίν και του Αλή Μπαμπά. Και ευτυχώς ο Θεός δεν κάνει ό,τι θέλουμε. Εν ολίγοις, ο Θεός μας ώς τα σήμερα ήταν η μάσα, η ρεμούλα, η λαμογιά, το βόλεμα, το έτσι κόλπο, το εντάξει μωρέ, τα ουου, το ποιος είσαι συ ρε, το ξέρεις ποιος είμαι εγώ, θα το κάνουμε το πράμα και άλλες όμορφες καινοφανείς εκφράσεις. Αυτός ο Θεός πέθανε, και ευτυχώς, και δεν πρόκειται να αναστηθεί. Αυτός ήταν ο Θεός του ευρώ, και για μας έχει πεθάνει, ή μάλλον μας βασανίζει ως μισάνθρωπος και ανθρωποκτόνος. Αυτός ο Θεός ήταν μια δαιμονική έκφραση του υλισμού και νεοβαρβαρισμού μας.
Δόξα τα λεφτά λοιπόν, αφού τα χάσαμε, πετάξαμε και αυτόν τον ειδωλοποιημένο Θεό, μπας και βρούμε τον αληθινό Θεό. Αλλά και ο αληθινός Θεός δεν ακούει. Κι όχι μόνον δεν ακούει, αλλά, όπως λέει κάποιος σοφός, έχει μια κακή συνήθεια: «πατά στον κάλο». Ο Θεός βέβαια δεν κουφάθηκε, εμείς ψάχνουμε σε λάθος μέρος και με βλαμμένο Νου και Λόγο. Ο Θεός δεν είναι στον ουρανό ούτε σε κάποιο ναό ή κάποια εικόνα. Ωραία, ο Θεός είναι πανταχού παρών, αλλά περισσότερο είναι στις ψυχές μας. Μέσα μας πρέπει να ψάξουμε, μπας και ανοίξουμε τα γκαβά μας. Και πώς θα του μιλήσουμε; Το είπε ο Χριστός τα λέει και ο Ησαΐας. «Έλεον θέλω και ου θυσίαν». Δηλαδή, δεν μπα να κάνεις προσευχές και τάματα και ελεημοσύνες φαρισαϊκές. Αν δεν νιώσεις τον διπλανό σου ως αδελφό σου, όλα μάταια. Ο Θεός δεν υπάρχει, τουλάχιστον έτσι όπως νομίζουμε εμείς. Ο Θεός είναι πέρα από την έννοια του Θεού, πέρα από το πέρα, πέρα από το άγνωστο, πέρα από σκέψεις, λέξεις, αισθήσεις, κανόνες, κώδικες και εικόνες. Στην πραγματικότητα ούτε στην καρδιά μας είναι, αλλά η καρδιά μας είναι το μέρος που μπορεί και να τον συναντήσουμε, αν αφεθούμε τελείως στην Αγάπη του. Πώς; Βουτιά στο κενό.
Πρέπει να πετάξουμε τα λεφτά. Προς Θεού, όχι να πεθάνουμε της πείνας, αλλά να πετάξουμε το φρόνημα της απληστίας, της άνεσης, του πλουτισμού, να πετάξουμε το χρήμα ως αξία. Τα χρήματα τα χρειαζόμαστε, όχι όμως την οικονομίστικη συσσώρευση πλούτου. Μα εμείς ίσα-ίσα που τα βγάζουμε πέρα. Αν θέλουμε να έχουμε ένα ωραίο σπίτι, ένα ωραίο αυτοκίνητο, διακοπές κλπ., ναι, είμαστε φτωχοί. Υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις πραγματικής φτώχειας, ανεργίας, ανέχειας. Οι περισσότεροι όμως δεν πεθαίνουμε της πείνας. Μπορούμε να ζούμε και με λιγότερα. Μπορούμε και να βοηθήσουμε αυτούς που δεν έχουν. Ποιος θα δεχόταν να μειωθεί ο μισθός του, για να μην υπάρχει ανεργία; Και διακοπές θα κόψουμε, και σε νοίκι θα ζήσουμε, και στο σπίτι μόνον θα τρώμε, και σε φθηνό αυτοκίνητο θα αρκεστούμε, και ρούχα θα μπαλώσουμε. Ε και; Θα μας πέσει η μούρη; Μικρός θυμάμαι φορούσα τα ρούχα του μεγαλύτερου αδελφού μου, τηλέφωνο δεν υπήρχε, ούτε τηλεόραση και πλυντήριο, πλενόμασταν στη σκάφη, ζεσταινόμαστε με ξυλόσομπα, και παίζαμε όλο το καλοκαίρι στις αλάνες και όχι στις θάλασσες. Πάθαμε τίποτε; Αντιθέτως, ψηθήκαμε με τη ζωή, και δεν μασάμε. Οι παλαιότεροι πέρασαν πόλεμο. Σήμερα μαλθακέψαμε, και γκρινιάζουμε μίζερα κατά του ενός και του άλλου, κατά του κράτους και των ξένων, των σιωνιστών, των Αμερικάνων. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουνε.. Δεν ξέραμε με ποιους μπλέξαμε; Kι ο νατίχριστος μας φταίει. Άλλη δουλειά δεν είχε κι αυτός να ασχολείται με μας. Με τέτοιους λαπάδες ακόμη και ο αντίχριστος θα απαξιούσε να ασχοληθεί.
Δόξα λοιπόν τα λεφτά που δεν έχουμε, ξαλαφρώσαμε από τα βάρη, και καταλάβαμε τί έχει αξία. Δεν έχει αξία ο Θεός μας, όπως τον καταντήσαμε, ούτε κάποιος μαγικός Θεός που θα μας πάρει από το χεράκι. Ο Θεός πατά στον κάλο να καταλάβεις πού πονάς και να ενεργοποιηθείς. Έπεσε βαθιά υπνηλία στην Ελλάδα. Αν θες να νικήσεις έναν αντίπαλο, δός του απολαύσεις. Όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες έτσι έπεσαν, και η Ρώμη και το Βυζάντιο και οι Άραβες και οι Οθωμανοί. Αυτό πάθαμε κι εμείς αναλογικά βέβαια.
Απλά πράγματα λοιπόν: Ελευθερία, δηλ. να κόψουμε ό,τι μας τυραννά εσωτερικά, ορμές, επιθυμίες, νεύρα, ανασφάλειες. Να κάνουμε και λίγο νηστεία, νάχουμε και λίγο αυτοσυγκράτηση, εγκράτεια, υπομονή και κατανόηση και αλληλεγγύη για τον άλλο. Γιατί δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα ταμείο αλληλεγγύης σε κάθε πόλη; Και τέλος, να σκεφτόμαστε θετικά, να μην ξεφεύγουμε από τον στόχο μας. Προσευχή. Έτσι μιλάμε με τον Θεό. Να βοηθάμε και όσο μπορούμε. Αν είμαστε καθαροί και κρατάμε λίγο και τη βλακεία και καφρίλα του άλλου, τότε ο Θεός είναι μαζί μας και μέσα μας, κι όλα σιγά-σιγά θα αλλάξουν.
Η σημερινή κρίση είναι από τον Θεό. Προς Θεού, δεν φταίει αυτός, ούτε μπορεί να κάνει κάτι κακό. Αφού όμως είναι Θεός, θα μπορούσε να κάνει κάτι, ώστε να περνάμε καλά. Ναι, και να γίνουμε ζώα. Επειδή μας αγαπά και δεν καταλαβαίνουμε αλλιώς, επέτρεψε να πάθουμε και να δούμε τι αξίζει πραγματικά. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Όσο κι αν λες το αυτονόητο σωστό σε κάποιον, αν δεν πάθει δεν καταλαβαίνει τίποτε. Ο Θεός είναι ζηλιάρης. Δεν αντέχει να τον απατάμε με τη νοοτροπία της απόκτησης χρήματος. Από τον Θεό το βρήκαμε, όχι ως τιμωρία, αλλά ως βοήθεια, μπας και ξεστραβωθούμε. Μια χαρά είμασταν παλιά με αγάπη και αλληλεγγύη. Μια χαρά μικρές γειτονιές είχαμε που έσφυζαν από ζωή και παιδιά. Όλοι μια οικογένεια. Και τον τελικό του Γουέμπλεϋ όλοι μαζί τον παρακολουθήσαμε στη γειτονιά, στο μοναδικό μαυρόασπρο χαζοκούτι του αείμνηστου Παρασκευά. Ευλογημένες μέρες. Τώρα δεν τολμούμε να κάνουμε βήμα χωρίς κινητό και τηλεόραση. Επιτέλους, πάρτο αλλιώς, μπάρμπα. Ελευθερία.