«Τέχνη γλυκάζων το πικρόν των εντολών…»
3 Οκτωβρίου 2011
Γιατί καταφεύγουμε στην Τέχνη;
Τι επιζητούμε προσπαθώντας να συλλάβουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματα ενός ποιητή, ενός ζωγράφου, ενός γλύπτη, ενός μουσικού, ενός καλλιτέχνη;
Γιατί μάς έλκει η ομορφιά και η αρμονία – όπως ο καθένας μας την αντιλαμβάνεται και την τοποθετεί στον «κόσμο του»;
Τι υπάρχει μέσα σε κάθε έργο Τέχνης, που είναι -πολλές φορές- ανεξάρτητο από τις προθέσεις του δημιουργού του, και που αιχμαλωτίζει την προσοχή μας, τέρπει την σκέψη μας, πυροδοτεί την φαντασία μας, αυξάνει την ευφορία μας;
Είναι μόνον η αίσθηση του «ωραίου», με τις διαβαθμίσεις, τις εντάσεις, τις πυκνότητες, τις υπερβολές, τους συνδυασμούς και τις αντιθέσεις, που χαρακτηρίζουν κάθε εποχή και κάθε περιοχή;
Είναι μόνον η πειθαρχία στις επιταγές του συρμού, που ανακαλύπτει, αναδεικνύει, επιβάλλει και
-όχι σπάνια- καταποντίζει ρεύματα, τάσεις, κινήματα, πρόσωπα και ομάδες;
Είναι μόνον η (πάντοτε επίκαιρη, μα όχι πάντα θεμιτή) επιθυμία του οικονομικού κέρδους, που χυδαία αλλά αναπόφευκτα μετατρέπει σε ταπεινό εμπόρευμα τις ωδίνες του καλλιτέχνη και τις ηδονές του φιλότεχνου;
Είναι μόνον η προσδοκία να ικανοποιηθεί η έμφυτη στον άνθρωπο ανάγκη της επικοινωνίας, της «συνομιλίας» με άλλους ανθρώπους, που ιδιαίτερα στο πεδίο της Τέχνης υπερβαίνει τα δεσμά του χρόνου, τα όρια του χώρου, τα εμπόδια της γλώσσας, τις αποστάσεις των κοινωνικών διαστρωματώσεων, τα χάσματα κάθε οικονομικής, μορφωτικής ή αναπτυξιακής βαβέλ;
Όλ’ αυτά, και μαζί τους και πολλά άλλα, αποτελούν ένα τμήμα των αιτίων, που μας οδηγούν στον αυλόγυρο της Τέχνης.
Που μας φέρνουν κοντά της – κι εκεί ο καθένας, ανάλογα με τις δυνάμεις, με τις φιλοδοξίες, με την προαίρεση και, κυρίως, με τα μεράκια και τους καημούς του, αναλαμβάνει το διακόνημά του: άλλος, πιο προικισμένος, από τον θρόνο του δημιουργού, του καλλιτέχνη, κι άλλος απ’ το μετερίζι του φιλότεχνου, του συλλέκτη, του θαυμαστή, του μελετητή, του απλού θεατή ή ακροατή, που νοιώθει ευτυχής ακόμη και με τα ψιχία τα πίπτοντα από της τραπέζης…
Όμως, έτσι, επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: Γιατί καταφεύγουμε στην Τέχνη; ή μάλλον : Ποια δύναμη ενυπάρχει στην Τέχνη, ώστε να προκαλεί ικανοποίηση, πληρότητα, τέρψη, ευτυχία, ακόμη και με τα «ψιχία»;
Ψήγμα πατερικού χρυσού η απάντηση, λάμπει σ’ ένα από τα ποιήματα του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, που, αιτιολογώντας -αυτός ο Μέγας Θεολόγος- την ενασχόλησή του με την ποίηση, αποκαλύπτει: «Τέχνῃ γλυκάζων τὸ πικρὸν τῶν ἐντολῶν».
Τραχύς και τραγικός ο βίος του κάθε ανθρώπου, τόσο στον καιρό του Ναζιανζηνού, όσο και στις μέρες μας, τις γεμάτες οδυνηρές εκπλήξεις, παρατεινόμενες αγωνίες, απροκάλυπτους εκβιασμούς και αναίσχυντες απειλές.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφρό περιβάλλον, η συγκρότηση και ανόρθωση μιας ηθικής προσωπικότητας, που θα αναζωπυρώνει την ελπίδα και θα αποτελεί πολύτιμη βακτηρία για τον συνάνθρωπο, μπορεί να αναληφθεί και, υπό προϋποθέσεις, να επιτευχθεί, με την τήρηση παραγγελμάτων και εντολών, που απευθύνονται σε Ανθρώπους και όχι σε αριθμούς και στατιστικά μεγέθη.
Εντολών, που, με τα μέτρα της «αγοράς», του ανελέητου παζαριού, του οδοστρωτήρα των αξιών, φαίνονται παρωχημένες, γραφικές, σκουριασμένες, αστείες.
Και που δεν παύουν να είναι, «εκ πρώτης γεύσεως», πικρές, τόσο για τους ξεροκέφαλους, που τις γεύονται και πασχίζουν να τις εφαρμόσουν, όσο και για τον περίγυρό τους.
Αυτό το «πικρόν» των εντολών, μάς αναγγέλλει ο Θεολόγος, το γλυκαίνουμε με την Τέχνη.
Γι αυτό καταφεύγουμε σ’ αυτήν: για την ενδιάθετη παραμυθία, την αυτοφυή και γνήσια παρηγοριά που προσφέρει, είτε το γνωρίζουμε, είτε δεν το γνωρίζουμε. Και για την σωτηρία της ψυχής μας, που την προσφέρει γλυκάζουσα το πικρόν. Μόνον που αυτό το τελευταίο, για να συμβεί, πρέπει και να το θέλουμε.
[Επιμέλεια: Μαρία – Άννα Ιωσηφίδου για το Ι.Μ.Ε.Τ. artem,gr] [1] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, P.G. 57, 1329