Υπάρχουν χριστιανοί σήμερα;
24 Σεπτεμβρίου 2011
Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Το ερώτημα δεν τίθεται ρητορικά. Ήδη έχει τεθεί προ πολλών χρόνων από μεγάλους μελετητές του χριστιανισμού, στην προσπάθειά τους να ψαύσουν τις βάσεις της χριστιανικής πίστεως. Κι ο λόγος είναι απλός: το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει ότι αντιστρέφει τα κριτήρια του κόσμου και της ίδιας της ανθρώπινης φύσεως, απαρνείται ό,τι ο κόσμος θεωρεί δεδομένο, επιλέγει πάντοτε τη ζωή Εκείνου, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για να τον αλλάξει και να τον φέρει κυριολεκτικά άνω-κάτω, λόγω της αλλοιώσεως αυτού του κόσμου από την αμαρτία, συνεπώς να τον επαναφέρει στην ορθή του κατεύθυνση. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τελικώς έτσι ορίζεται ο χριστιανός από τους αγίους μας: ως «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγ. Ιωάννης της Κλίμακος).
Στην πραγματικότητα το ερώτημα τέθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. «Άραγε, όταν έλθει ο υιός του ανθρώπου και πάλι επί της γης, θα εύρει την πίστη στους ανθρώπους;» (πρβλ. Λουκ. 18,8). Και το ερώτημα αυτό, η αμφισβήτηση της βεβαιότητας για την ύπαρξη χριστιανών, ετίθετο στη συνέχεια και από τους μαθητές του Χριστού, τους αγίους αποστόλους. Όταν ο απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, καλούσε τους Κορινθίους να μιμηθούν τη ζωή του – «μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄Κορ. 4, 16) – διότι προφανώς έβλεπε ότι μολονότι είχαν κληθεί στην πίστη, εκείνοι ζούσαν όχι όπως έπρεπε, τι άλλο εννοούσε παρά ότι εκείνοι δεν ήταν στην πραγματικότητα χριστιανοί;
Κι αξίζει να δει κανείς πιο συγκεκριμένα σε τι καλούσε ο απόστολους τους Κορινθίους για να τον μιμηθούν. Όχι ασφαλώς σε μία ζωή ανέσεων και απολαύσεων, στο κυνηγητό του χρήματος και των υλικών αγαθών, στη θήρευση της ανθρώπινης δόξας και των μεγάλων θέσεων, ό,τι δηλαδή συνιστά αυτό που λέμε αμαρτία: τη φιληδονία, τη φιλαργυργία, τη φιλοδοξία, τα παρακλάδια της φιλαυτίας και του εγωισμού. Ο απόστολος καλούσε τους Κορινθίους, και δι’ αυτών και όλους τους χριστιανούς, σε μία ζωή στέρησης και εγκρατείας, ταπείνωσης και αδοξίας, κόπου και μόχθου, σε πράγματα δηλαδή που με τα κριτήρια του κόσμου θεωρούνται παραδοξότητες και παραλογισμοί, που δεν ταιριάζουν στον «φυσιολογικό» άνθρωπο. «Μου φαίνεται πως ο Θεός σε μας τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σαν να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε στο στάδιο. Γιατί γίναμε θέαμα για τον κόσμο, για αγγέλους και γι’ ανθρώπους. Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί για χάρη του Χριστού, ενώ εσείς είστε σοφοί χάρη στον Χριστό. Εμείς είμαστε αδύναμοι, ενώ εσείς είστε δυνατοί. Εμείς είμαστε περιφρονημένοι, ενώ εσείς είστε τιμημένοι. Ως αυτήν την ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε με κουρέλια, ξυλοδαρμένοι , από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ώς αυτή την ώρα θεωρούμαστε τα αποβράσματα της κοινωνίας» (Πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 9-13).
Τα λόγια του είναι φωτιά. Νιώθει ότι καίνε τους παραλήπτες της επιστολής του. Γι’ αυτό και τους εξηγεί. «Δεν σας τα λέω για να σας ντροπιάσω, αλλά να σας νουθετήσω σαν παιδιά μου αγαπητά. Γιατί είμαι ο πατέρας σας που σας αναγέννησα μέσω του ευαγγελίου» (όπ.παρ .4,14). Η εξήγησή του γίνεται για να καλέσει και τους πιστούς στον αληθινό χριστιανισμό. «Μιμηταί μου γίνεσθε». Ό,τι ζω εγώ, σαν να τους λέει, δεν είναι μόνο για εμένα ή και για τους άλλους αποστόλους. Είναι για όλους. Διότι ο Χριστός σε ένα ευαγγέλιο κάλεσε τους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις.
Και πράγματι. Αυτά που λέει ο απόστολος, η κλήση του να μιμηθούν και οι άλλοι τη ζωή του, είναι τα ίδια τα λόγια του Κυρίου που καλούσε τους ανθρώπους σε «μίμηση» της δικής Του ζωής: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34). Τι άλλο έκανε και ο απόστολος Παύλος από το να καλεί τους μαθητές του σε απάρνηση του εγωιστικού εαυτού τους και άρση του σταυρού τους, προκειμένου να ακολουθήσουν τον Χριστό; Διότι ακριβώς η ακολουθία του Χριστού γίνεται στον βαθμό που ο άνθρωπος διαγράφει την αμαρτία και τις δεσμεύσεις της στη ζωή του. Δεν μπορεί κανείς να χαϊδεύει τα πάθη του και να είναι ταυτόχρονα με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6, 24).
Έτσι κατανοεί κανείς εύκολα ότι η σκληρότητα της χριστιανικής ζωής, λόγω της συνεχούς εγκρατείας, της ταπείνωσης, της διαρκούς προσφοράς, είναι ο δρόμος για να είναι κανείς με τον Χριστό, να ζει Εκείνος μέσα του, να χαίρεται από την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Η οδύνη με άλλα λόγια της άσκησης αυτής οδηγεί, όπως σημειώνουν πολλές φορές οι άγιοί μας, στην ηδονή της παρουσίας του Θεού. Αυτό είναι το άλλο παράδοξο της χριστιανικής ζωής που δεν φαίνεται να κατανοεί όχι μόνον ο εκτός της πίστεως άνθρωπος, αλλά πολλές φορές ούτε κι εμείς οι θεωρούμενοι χριστιανοί. Συνεπώς αρνείται ο χριστιανός τη γοητεία και τη λογική του διαβρωμένου από την αμαρτία κόσμου τούτου, διότι θέλγεται και γοητεύεται από τη λογική του καινούργιου κόσμου που έφερε ο Χριστός.
Τα παραπάνω δύσκολα, γίνονται αποδεκτά μόνον κάτω από δύο βασικές προϋποθέσεις: (1) Ο άνθρωπος είναι βαπτισμένος στο όνομα της αγίας Τριάδος, που σημαίνει είναι μέλος της Εκκλησίας, μέλος του σώματος του Χριστού, συνεπώς και η κατανόηση και η ενεργοποίηση της ζωής αυτής γίνεται με τη χάρη του Θεού. Ο αβάπτιστος, ο εκτός της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν κατανοεί, όχι μόνο δεν μπορεί να πράξει, αλλά συνήθως διακωμωδεί και ειρωνεύεται. Και δικαίως. Διότι κινείται με βάση τον παλαιό άνθρωπο, τον ενεργούμενο από την αμαρτία και τον διάβολο. (2) Ο κόσμος αυτός στον οποίο βρισκόμαστε, είναι ο κόσμος μεν του Θεού, αλλά ο φθειρόμενος και παρερχόμενος. «Παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α΄Κορ. 7, 31). Ο χριστιανός με την ένταξή του στο σώμα του Χριστού εισέρχεται σε μία νέα πραγματικότητα που «πατάει» μεν στη γη, αλλά τρέφεται από τον ουρανό. Ο κόσμος δηλαδή αυτός δεν είναι το τέλος και ο σκοπός. Είναι το πεδίο του αγώνα, για να εισέλθουμε στην πραγματική πατρίδα, τη Βασιλεία του Θεού. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Έτσι δεν «κολλάμε» στον κόσμο αυτό οι χριστιανοί, παλεύουμε να αρνούμαστε τη γοητεία και την έλξη που ασκεί, και γι’ αυτό η εγκράτεια και η νηστεία γίνονται χαρούμενα εργαλεία, προκειμένου να διατηρούμαστε ανοικτοί στη χάρη του Θεού, στο σημείο συντονισμού μας με Εκείνον που μας αγαπά παράφορα και θέλει κι εμείς να Τον θέλουμε για να παραμένει στην ψυχή και το σώμα μας.
Υπάρχουν λοιπόν τέτοιοι χριστιανοί, πραγματικοί δηλαδή πιστοί στον Ιησού Χριστό σήμερα; Την απάντηση τη γνωρίζει μόνον ο Θεός. Και την υποψιαζόμαστε κι εμείς στον βαθμό που ανιχνεύουμε τα σημάδια της παρουσίας της χάρης Του στους δικούς Του ανθρώπους: την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, την πραότητα, την πίστη, την εγκράτεια. Το καίριο όμως ερώτημα πάντα θα είναι: ανιχνεύουμε τα σημάδια αυτά και στη δική μας ζωή; Που θα πει: ε μ ε ί ς είμαστε χριστιανοί;