Ορθόδοξη πίστη

Εμείς οι κληρικοί ευθυνόμαστε για τον χωρισμό της Πολιτείας από την Εκκλησία

23 Σεπτεμβρίου 2011

Εμείς οι κληρικοί ευθυνόμαστε για τον χωρισμό της Πολιτείας από την Εκκλησία

Φθάσαμε ήδη σε μια κρίσιμη καμπή. Επίκειται –αν δεν αντιδράσουμε με σθένος όλοι οι πιστοί– ο χωρισμός της Πολιτείας από την Εκκλησία.

Δυστυχώς, μεθοδεύεται συστηματικά αυτός ο χωρισμός, ενώ εμείς, κληρικοί και λαϊκοί κοιμώμαστε. Μερικοί, μάλιστα, φαίνονται και ευχαριστημένοι, βλέποντας με τα αφελή τους κριτήρια ότι αυτός ο χωρισμός θα είναι απελευθερωτικός και, τελικά, ωφέλιμος για τον ορθόδοξο λαό μας!

Εκείνοι, όμως, που βλέπουν τα πράγματα με σοβαρότητα, διαπιστώνουν ότι ο επικείμενος χωρισμός της Πολιτείας από την Εκκλησία είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα, το τελικό Διαζύγιο μετά από μια πολυχρόνια διάσταση της Πολιτείας από την Εκκλησία, που άρχισε δειλά-δειλά πριν διακόσια χρόνια και κορυφώνεται στις μέρες μας με την τυπική πια έκδοση και του νομικού Διαζευκτηρίου.

Πρόκειται για μια μεθοδευμένη και συστηματική προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας με επιδίωξη την μετάθεση των στόχων και της προοπτικής του λαού μας σε διεύθυνση αντίθετη από τους στόχους και το πνεύμα της Εκκλησίας μας.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Πριν διακόσια χρόνια, οι πυροβολισμοί, που έθεσαν τέρμα στην επίγεια ζωή του μαρτυρικού Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια, αντί να προκαλέσουν την αντίδραση του ιερού κλήρου ώστε να κατονομάση και να στιγματίση τους δολοφόνους της πνευματικής προοπτικής του έθνους μας, επτόησε και κατατρόμαξε τους Ποιμένες της Εκκλησίας και τους έκαμε να “λουφάξουν” περιδεείς στους τέσσερις τοίχους των εκκλησιών και να απεμπολήσουν την ποιμαντική τους ευθύνη, που υπαγορεύει στους κληρικούς να εποπτεύουν και να κατευθύνουν την καθημερινή ζωή των πιστών, αφού για τον χριστιανό δεν υπάρχει χωρισμός πνευματικής και καθημερινής ζωής.

Έτσι, αυτό που μέχρι πριν 200 χρόνια ήταν αυτονόητο, δηλαδή ότι σε ένα πιστό λαό κορυφαίος ηγέτης είναι ο ιερός κλήρος και οι πολιτικοί άρχοντες μέρος του ορθοδόξου ποιμνίου, σταδιακά, με το πέρασμα του χρόνου, επεβλήθη το αδιανόητο και κατεστάθησαν ως υπερτάτη αρχή οι πολιτικοί άρχοντες, ενώ ο ιερός κλήρος ετέθη –υπαιτιότητί του– στο περιθώριο, σαν μια ασήμαντη μερίδα μέσα στην Ελληνική επικράτεια. Είναι ενδεικτικό το ότι οι κυβερνώντες –ιδίως κατά την τελευταία τριακονταετία– αναφερόμενοι στην Εκκλησία και στις θέσεις που εκφράζει Εκείνη σε πνευματικά ζητήματα, απαντούν ότι «θα μελετήσουμε τις απόψεις της Εκκλησίας όπως και των λοιπών φορέων»!…

Πρέπει κανείς να γράψη πολλά ακόμη –ήδη έχουμε τόσα και τόσα γράψει μέχρι πρόσφατα και όμως φαντάζουν πολύ λίγα– για να επαναφέρη στη συνείδηση των πιστών την αληθινή θεολογία, η οποία κραυγάζει ότι σε ένα ορθόδοξο κράτος η Πολιτική είναι ουσιαστικά Ποιμαντική και, εφ’ όσον είναι Ποιμαντική, πρέπει απαραιτήτως να έχη την πνευματική εποπτεία της Εκκλησίας.

Το έθνος μας από την αρχαιότητα ταύτιζε την πίστη με την ζωή και, όταν «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» εβίωσε απόλυτα αυτήν την ταυτότητα χωρίς να επιτρέψη σε κανέναν να αμφισβήτηση αυτή την ταύτιση από το γεγονός ότι οι κληρικοί παρέδωσαν στους λαϊκούς πιστούς την διακυβέρνηση των πολιτειακών υποθέσεων και αρνήθηκαν να ασκήσουν παράλληλα με την ιερατική τους διακονία την κοσμική εξουσία.

Η ορθόδοξη συνείδηση, από τις πρώτες κιόλας μέρες της χριστιανικής ζωής, κατάλαβε το βαθύτατο νόημα της επιμονής των αγίων Αποστόλων να μη ασχοληθούν οι ίδιοι με την διευθέτηση των βιωτικών πραγμάτων αλλά να την αναθέσουν ως διακόνημα σε πιστούς ανθρώπους οι οποίοι θα εκλέγοντο μεν από τον λαό αλλά η επικύρωση της εγκαταστάσεώς τους και η εποπτεία της διαχειρίσεώς τους θα εγίνετο από την Εκκλησία.

Η ορθόδοξη συνείδηση ουδέποτε δέχθηκε ότι αυτή η παραχώρηση της κοσμικής εξουσίας στους λαϊκούς σημαίνει και την αναγόρευση των λαϊκών αρχόντων σε υπέρτατη εξουσία, διότι μια τέτοια αντίληψη θα εσήμαινε ότι η ορθόδοξη θεολογία δίδει προτεραιότητα στο σώμα και αναγνωρίζει την υπεροχή του σώματος επί της ψυχής, εφ’ όσον η κοσμική εξουσία έχει αποκλειστική αρμοδιότητα την διευθέτηση των βιωτικών, δηλαδή των υλικών πραγμάτων.

Από τις πρώτες μέρες της χριστιανικής ζωής –σε πείσμα κάποιων σημερινών ονειροταξιδεμένων θεολόγων, οπαδών του «αγγελισμού»– οι πιστοί κατενόησαν ότι δεν είναι δυνατόν να ζήσουν διπλή ζωή και γι’ αυτό «έθεσαν παρά τους πόδας των Αποστόλων» και τους εαυτούς τους αλλά και τις περιουσίες τους, με τις οποίες περιουσίες δεν αντιμετωπίσθηκαν μόνο οι βιωτικές ανάγκες των χριστιανών αλλά δημιουργήθηκε το μέγα και εξαίσιο αρχιτεκτονικό θαύμα των Κατακομβών, των οποίων η διαρρύθμιση εστέγασε τις περισσότερες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, μηδέ της ταφής εξαιρουμένης. Οι Κατακόμβες δεν ήσαν μόνο χώροι για την λατρεία και την ταφή των χριστιανών, όπως θέλουν πολλοί προχειρολόγοι να τις παρουσιάζουν, αλλά και τόποι παιδείας και ψυχοσωματικής καλλιεργείας των ανθρώπων, από την νηπιακή έως την γεροντική τους ηλικία.

Οι Κατακόμβες ήσαν ο τρόπος ζωής των χριστιανών, γιατί ήταν γι’ αυτούς αδιανότητο να χωρίσουν την πίστη τους από την καθημερινή τους ζωή. Τους ήταν αδύνατον να ζήσουν μέσα σε ένα αλλόφρονα κόσμο και σ’ ένα σχιζοφρενικό περιβάλλον, που διχάζει τον άνθρωπο και τον βυθίζει στη δυστυχία.

Πέρασαν τρακόσια χρόνια ζωής των χριστιανών σε επίπεδο κάτω από τη γη αλλά σε πνευματικό επίπεδο ουράνιο και ασύγκριτα ανώτερο από το επίπεδο της γης, που ζούσαν οι ειδωλολάτρες, έως ότου ο Μέγας αυτός Νους και Μέγας άγιος, ο Άγιος Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος εκάλεσε τους χριστιανούς να βγουν από τις Κατακόμβες και να αγιάσουν τη γη φέρνοντας στην επιφάνεια την υπόγεια αλλά ένθεη ζωή τους, ως ζωή της Αυτοκρατορίας του.

* * *

Έτσι έζησε ο πιστός λαός μέχρι την Άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους. Αλλά και μετά την Άλωση, και αυτός ακόμη ο αλλόθρησκος Μωάμεθ κατενόησε ότι η υπερτάτη αρχή του Γένους είναι η Εκκλησία και παρέδωσε όλη την επιστασία των χριστιανών στα χέρια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Το ορθόδοξο έθνος μας διατηρήθηκε αλώβητο τετρακόσια χρόνια με την Εκκλησία εθναρχούσα έως ότου –και πάλι με την πρωτοστασία των κληρικών– απέκτησε την ελευθερία του.

Ο πρώτος Κυβερνήτης μετά την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Καποδίστριας, φορέας της ορθοδόξου πίστεως συνέχισε με χριστιανικό ήθος την Παράδοση και πολιτεύθηκε ως πιστό τέκνο της Εκκλησίας και όχι σαν αφεντικό Της, ορίζοντας ότι «η εκπαίδευση των ελληνοπαίδων πρέπει να γίνεται όμοια με την εκπαίδευση των υποψηφίων κληρικών», δείχνοντας με αυτό ότι μεταξύ κληρικών και λαϊκών υπάρχουν μεν διαφορετικά διακονήματα ή διαφορετικοί ρόλοι, όπως επικρατεί να λέγεται με την σημερινή διαλεκτική, αλλά όχι διαφορετική πίστη, ήθος και ζωή.

Τελικά, οι πυροβολισμοί, που έπεσαν και θανάτωσαν τον Καποδίστρια τραυμάτισαν βαρειά και την ορθόδοξη θεολογία! Οι πυροβολισμοί έπληξαν καίρια την ορθόδοξη θεολογία ως Ποιμαντική, και την μετέτρεψαν σε προτεσταντική θεολογία, όπου η κοσμική εξουσία είναι το αφεντικό και του λαού και της Εκκλησίας.

Έρχονται, βέβαια, πολλοί προχειρολόγοι σήμερα και ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να επανέλθουμε στα χρόνια του Βυζαντίου, δεν κάνουν όμως τον κόπο να μας πληροφορήσουν για το ποιός ευθύνεται για την αλλοίωση αυτή, η οποία δεν άρχισε πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια με την άνθηση της τεχνολογίας, αλλά άρχισε αμέσως μετά τους πυροβολισμούς εναντίον του Καποδίστρια. Δεν είναι, λοιπόν, αποκλειστικά υπεύθυνος για το κατάντημα αυτό ο κλήρος, που σκιάχτηκε με τους πυροβολισμούς κατά του Καποδίστρια και κιότεψε, προδίδοντας με τη δειλία του και τον Χριστό και την Εκκλησία Του και τον λαό Του;

Κι αν τότε κιότεψε ο Κλήρος από τους πυροβολισμούς και επακολούθησαν λάθη επί λαθών και προσετέθη στην κακή και η κάκιστη νοοτροπία, τι είναι, άραγε, αυτό που μας κρατάει δέσμιους σήμερα εμάς τους κληρικούς, σε εποχή που απίθανες μειοψηφίες διεκδικούν απίστευτα και ανήκουστα δικαιώματα, τι μας κρατάει δέσμιους και βραχυκυκλωμένους και δεν αντιδρούμε ώστε να επαναφέρουμε το ήθος και την Ορθόδοξη θεολογία μας Αφέντη και Κυβερνήτη της ζωής του Ποιμνίου μας;

Δεν μιλώ για τους κληρικούς –μεγαλόσχημους και μικρόσχημους– που ήσαν, είναι και θα είναι συμπαίκτες και διαπλεκόμενοι με τους απογόνους των Κοτζαμπάσηδων πολιτικών, αλλά μιλώ για τους αγνούς και άδολους και ιεραποστολικούς Ποιμένες της Εκκλησίας, οι οποίοι φαίνονται παγιδευμένοι σε μια αντορθόδοξη Θεολογία, την οποία θεωρούν μάλιστα και ως την πεμπτουσία της πνευματικότητος!

Μιλώ για εκείνους που, ενώ έχουν πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική προκοπή των ανθρώπων, αδυνατούν να καταλάβουν ότι είναι προδοσία του λαού μας το να τον εγκαταλείπουμε εμείς οι Ποιμένες σε άρχοντες που περιθωριοποιούν την Εκκλησία, για να έχουν αυτοί εν συνεχεία την ευχέρεια να διαστρέφουν το λαό του Θεού καθημερινά και επί εικοσιτετραώρου βάσεως μέσω των τηλεοράσεων, των ραδιοφωνικών σταθμών, των περιοδικών και των εφημερίδων.

Απορώ. Πως δεν βλέπουν οι Ιερείς μας ότι ο λαός μας μέρα με την ημέρα αποχριστιανίζεται με αυτή την τακτική; Πως δεν βλέπουν ότι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο έτσι η ζωή μας; Αν οι πρώτοι Ποιμένες κάλεσαν τους πιστούς να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνία «εν ταις οπαίς της γης», μακριά από την αλλοτρίωση του κόσμου, αφού τότε δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίζουν τους άρχοντές τους αλλά τους επιβάλλονταν με τη βία, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη μας, που, ενώ έχουμε δικαίωμα να εκλέγουμε τους πολιτικούς μας άρχοντες, δεν καλούμε τους πιστούς να πάψουν να στηρίζουν πολιτικές παρατάξεις που δεν ταυτίζονται απόλυτα με το πνεύμα και τη θεολογία της Εκκλησίας μας; Και πόσο αξιοθρήνητοι είμαστε που δεν αποδοκιμάζουμε και δεν στιγματίζουμε τους πολιτικούς που, όχι μόνο δεν αισθάνονται υπηρέται του Θεού και της Εκκλησίας Του αλλά και παρεμβαίνουν προκλητικά και αφαιρούν ακόμη και τον λόγο από τους κληρικούς, παρασύροντας τον λαό να πιστεύη πως, όταν οι κληρικοί ελέγχουν τους πολιτικούς για τις παρεκκλίσεις τους από την Ορθοδοξία τότε παίρνουν τον ρόλο του πολιτικού;

Είναι απελπιστικά εντυπωσιακό ότι η αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος στον τομέα της Ποιμαντικής έχει τόσο πολύ κορυφωθεί, ώστε και εκλεκτοί ακόμη κληρικοί ανατριχιάζουν και μόνο στο άκουσμα της λέξεως πολιτική, μη μπορώντας να διακρίνουν ότι, άλλο πράγμα είναι να ασχοληθούν οι κληρικοί με τα υπάρχοντα κόμματα της Βουλής που είναι όλα ανεξαιρέτως αλλότρια της Εκκλησίας (οι ελάχιστοι πιστοί βουλευτές είναι χρήσιμοι στις παρατάξεις τους μόνο για τα πανηγύρια), και άλλο πράγμα είναι να επιδοθούμε όλοι μαζί οι Πνευματικοί σε έναν άνισο μεν αλλά επιβαλλόμενο αγώνα, ώστε να απαρτισθή μία πολιτική Παράταξη που σαν Καταστατικό της, έμπνευσή της, οδηγό και στόχο της θα έχη τη βίωση και την επικράτηση της Ορθοδόξου Πίστεως στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Είναι υπέρτατο χρέος των κληρικών να καλέσουμε τον πιστό λαό να πάψη να σχετίζεται με τους εχθρούς του θελήματος του Θεού, με αυτούς που πολεμούν με λύσσα ώστε να μη πραγματοποιηθή η ευχή της Κυριακής Προσευχής «ελθέτω η Βασιλεία Σου ως εν ουρανώ και επί της γης».

Πρέπει, επί τέλους, να καταλάβουμε εμείς οι κληρικοί ότι είναι άλλο πράγμα το να τοποθετούμεθα υπέρ της μιας ή της άλλης από τις υπάρχουσες παρατάξεις της Βουλής, που έχουν όλες ανεξαιρέτως κοσμικό και αντιεκκλησιαστικό φρόνημα και άλλο πράγμα είναι να εργασθούμε όλοι οι κληρικοί για να απαρτιστεί μια ορθόδοξη παρεμβολή πνευματικών ανθρώπων που θα πολιτευθούν για να συμβάλλουν στην υλοποίηση της Ποιμαντικής της Εκκλησίας μας.

Είναι αδιανόητο να παραδέχονται ορθόδοξοι κληρικοί ότι, επειδή η πατρίδα μας έγινε πολυπολιτισμική πρέπει να ξεχάσουμε το ήθος της ορθοδόξου πολιτικής και να “κλειστούμε στο καβούκι μας”. Έχουν πολύ μεγάλο λάθος να πιστεύουν ότι έγινε πολυπολιτισμική χώρα η Ελλάδα επειδή κατακλύσθηκε –με ευθύνη των αμοραλιστών πολιτικών– η χώρα μας από ορδές απολίτιστων ανθρώπων, που την μετέτρεψαν σε γιουσουρούμ και αλλαλούμ.

Πολυπολιτισμική ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στην οποία περιλαμβάνοντο και άνθρωποι άλλων πολιτισμών εκτός της Ορθοδόξου Πίστεως, ουδέποτε όμως αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συρρικνωθή η Ορθόδοξη Πίστη και Ζωή χάριν των άλλων πολιτισμών ή για να μην προσβληθούν οι άλλοι πολιτισμοί. Εν εναντία περιπτώσει –με τη λογική αυτών των κληρικών– εν μέσω τόσων “πολιτισμών” και τόσων αλλοθρήσκων τι ρόλο έχει τότε η Εκκλησία πάσης Ελλάδος; Ρόλο διακοσμητικό;

Ποιόν μη παράφρονα πιστό ενδιαφέρει αν θα δυσαρεστηθούν κάποιοι άλλοι πολιτισμοί από την ορθόδοξη πίστη μας μέσα στην ίδια την ορθόδοξη Ελλάδα μας; Κι αν αυτό ενδιαφέρη τους πολιτικούς μας, γιατί εμάς πρέπει να μας ενδιαφέρουν αυτοί οι πολιτικοί;

Ποιός είναι, τελικά, αυτός που μας βραχυκυκλώνει και μας υποχρεώνει να ανήκουμε, “σώνει και καλά”, σε κόμματα που αρνούνται να υποταχθούν στο πνεύμα της Εκκλησίας; Ποιός, επιτέλους, θα μας εξηγήση γιατί πρέπει εμείς οι κληρικοί να αποφεύγουμε την πολιτική, που είναι για τη θεολογία μας Ποιμαντική, αντί να αποφεύγουμε τα πολιτικά κόμματα που δεν είναι καρποί της Εκκλησίας μας;

* * *

Είναι, λοιπόν, ή δεν είναι αποκλειστική ευθύνη των κληρικών ο επικείμενος χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας;

Αφού εμείς οι κληρικοί χωρίσαμε την πολιτική από την πνευματική ζωή και καυχώμεθα γι’ αυτό και το ανακηρύξαμε ως ορθόδοξη θεολογία, τότε, γιατί τώρα μυξοκλαίμε και οδυρόμεθα για τον επικείμενο χωρισμό; Διακόσια χρόνια οι πολιτικοί πορεύονται χωρίς την Εκκλησία, είναι σε διάσταση με την Εκκλησία. Τώρα εκδίδεται το Διαζύγιο.

Η ώρα είναι κρίσιμη.

Ή θα αναμετρήσουμε τις ευθύνες μας και θα καλέσουμε τον πιστό λαό σε επάνοδο στη σωστή θεώρηση της Πολιτικής, ως συνάρτηση της πνευματικής του ζωής, αποδεικνύοντες ότι είμαστε αληθινοί Ποιμένες του, ή εντός ολίγου θα φανή περίτρανα ότι είμαστε πολύ κατώτεροι των περιστάσεων, όπως ο αξιοθρήνητος Λουδοβίκος, που όταν έπεφτε η Βαστίλλη στα χέρια των επαναστατών και εσείετο ο κόσμος ολόκληρος εκείνος έγραφε στο ημερολόγιό του: «Σήμερα έβρεχε και δεν πήγα για κυνήγι. Πολύ ανιαρή ημέρα»!…

Πρωτοπρ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009 – Τεύχος 88