Όσιος Ευφρόσυνος ο Μέγας
11 Σεπτεμβρίου 2011
Αγράμματος και αγροίκος χωρικός ο όσιος Ευφρόσυνος σέ ανδρική ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και εισήλθε σέ κοινόβιο, όπου εκάρη μοναχός. Περιφρονημένος από τους συμμοναστάς του για την απαιδευσία και την απλοϊκότητά του, εγκολπώθηκε την ταπείνωσι του Χρίστου και τους υπηρετούσε στήν διακονία του μαγειρίου. Και καθώς πάντα ήταν κατακαπνισμένος από την άνθρακιά και τις στάχτες, όλοι τον περιγελούσαν και τον ενέπαιζαν, άλλα και δαρμούς δεχόταν από τους αμελέστερους πού εύρισκαν αφορμή την σιωπή και την ανεξικακία του. Αυτός όμως ο μακάριος μέ γενναιότητα καρδίας υπέμεινε τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και άλλοτε μεν λουσμένος στον ιδρώτα, άλλοτε δε λαχανιασμένος και χαρούμενος, διήνυε έν τω κρύπτω τό στάδιο των αρετών διαφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων.
Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξη τά αγαθά, «ά ήτοίμασεν ο Θεός τοίς άγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νούς του στον παράδεισο, σέ πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτον πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, πού γλώσσα άνθρωπου δέν μπορεί νά περιγράψη. Ένώ διαλογιζόταν τίνος άραγε νά είναι ο θαυμάσιος εκείνος παράδεισος, βλέπει τον μάγειρα τής μονής Ευφρόσυνο στο μέσον του κήπου νά άπολαμβάνη τά άρρητα αγαθά. “Εκπληκτος τον ερώτησε πώς βρέθηκε εκεί και αν αυτός ήταν ο τόπος πού ετοίμασε ο Θεός γιά όσους τον αγαπούν. Ό Ευφρόσυνος τού είπε: «Έγώ μέν, τίμιε πάτερ, όπως γνωρίζεις, δέν ξεύρω γράμματα- άπό σας ακούω αυτά πού λέγει ο Απόστολος. Επειδή όμως ελάχιστα βιάσαμε τον εαυτό μας, βλέπομε ένα μέρος άπό αυτά πού ο Θεός ετοίμασε γιά όσους τον αγαπούν διότι άνθρωπος πού φορεί σάρκα δεν θά άντέξη νά δη περισσότερα». Ό ιερεύς τον ερώτησε άν είχε έλθει και άλλη φορά- ο Ευφρόσυνος του απήντησε: «Μέ την χάρι του θεού εδώ μένω πάντοτε και είμαι φύλακας του κήπου». Τότε ο ιερεύς του έδειξε τρία ωραιότατα μεγάλα μήλα και τον ερώτησε άν είχε εξουσία νά του τά δώση. Ό Ευφρόσυνος τά έκοψε αμέσως και του τά έβαλε στο ράσο.
Τήν ώρα εκείνη κτύπησε τό σήμαντρο γιά την ακολουθία του όρθρου. Ό ιερεύς, αναπηδώντας άπό τό κλινάρι του, νόμιζε πώς είχε δεί όνειρο και έξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο νά στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του. Πέφτοντας στά πόδια τον εκλιπαρούσε νά του πή πού βρισκόταν εκείνη την νύκτα. «Εκεί ήμουν, πάτερ», του απήντησε, «όπου με βρήκες». «Και τί μού έδωσες, δούλε τού Θεού; πές μου», ερώτησε πάλι ό ιερεύς. «Τρία μήλα ζήτησες και σού τά έδωσα», τού αποκρίθηκε μέ ταπείνωσι ό μάγειρας. Ο ιερεύς τού έβαλε μετάνοια και πήγε στήν θέσι του. Μετά την απόλυσι έφερε από τό κελλί του τά τρία μήλα, τά έδειξε στους αδελφούς και διηγήθηκε όσα συνέβησαν την νύκτα. Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα τά κατατεμάχισαν και τά έβαλαν σέ δίσκο. Όσοι μετέλαβαν από την ευλογία τού δεσποτικού κήπου θεραπεύθηκαν άπό κάθε ασθένεια.
Ό δέ μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα πού οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά την διήγησι του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας καί, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε άπό την μονή καί δέν φάνηκε ποτέ πιά.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Ίνδικτος