Εξομολόγηση, εξομολόγος, εξομολογούμενος
6 Σεπτεμβρίου 2011
Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή καί αποτελεί ένα τών μυστηρίων τής Εκκλησίας μας. Η εξομολόγηση δέν είναι μία τυπική, από συνήθεια «γιά τό καλό» καί λόγω τών επικείμενων εορτών, βεβιασμένη καί πρόχειρη πράξη από ένα καί μόνο καθήκον ή υποχρέωση καί πρός ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θά πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε μέ τή μετάνοια. Μάς έλεγε Αγιορείτης Γέροντας: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν! (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).
Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής καί λύπης, γιά τήν απομάκρυνση από τόν Θεό διά τής αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δέν συνδυάζεται μέ τήν αφόρητη θλίψη, τήν υπερβολική στενοχώρια καί τίς αδυσώπητες ενοχές. Τότε δέν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα τού «εγώ», θυμός μέ τόν εαυτό μας, πού εκδικείται γιατί εκτίθεται καί ντροπιάζεται καί δέν ανέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νού, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος τής αμαρτίας. Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη τής αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία καί διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως μέ τόν Χριστό διά τής Χάριτος τού πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος. Η μετάνοια ξεκινά από τά βάθη τής καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στό μυστήριο τής θείας καί ιεράς εξομολογήσεως.
Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά καί ταπεινά ενώπιον τού εξομολόγου, ως εν προσώπω τού Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δέν μπορεί ν’ αντικαταστήσει τόν εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω καί η πιό θαυματουργή, δέν μπορεί νά δώσει αυτό πού δίνει τό πετραχήλι τού εξομολόγου, τήν άφεση τών αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τόν εξομολογούμενο, τόν υιοθετεί καί τόν αναγεννά πνευματικά, γι’ αυτό καί ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή καί δυνατή, δυνατότερη καί συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος μέ φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση καί αγάπη παρακολουθεί τόν αγώνα τού εξομολογούμενου καί τόν χειραγωγεί διακριτικά στήν ανοδική πορεία τής εν Χριστώ ζωής.
Ο εξομολόγος ιερεύς έχει ειδική ευλογία από τόν επίσκοπο γιά τό εξομολογητικό του έργο. Κανονικά όμως τό χάρισμα τού «δεσμείν καί λύειν» αμαρτίες τό λαμβάνει μέ τή χειροτονία του εις πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος τών αγίων αποστόλων. Έτσι σημασία κύρια καί μεγάλη έχει η εγκυρότητα καί η κανονικότητα τής αποστολικής διαδοχής διά τών επισκόπων. Τό μυστήριο τής εξομολογήσεως όπως καί όλα τ’ άγια μυστήρια τής Εκκλησίας μας τελεσιουργούνται καί χαριτώνουν τούς πιστούς όχι κατά τήν αξία, ικανότητα, επιστημοσύνη, λογιοσύνη, ευφράδεια, δραστηριότητα καί τέχνη τού ιερέως, ακόμη καί τήν αρετή καί αγιότητά του, αλλά τή διά τής κανονικότητος τής ιερωσύνης καί τού Τελεταρχικού Παναγίου Πνεύματος. Οι τυχόν αμαρτίες τού ιερέως δέν εμποδίζουν τή θεία Χάρη τών μυστηρίων. Αλλοίμονο άν αμφιβάλλουμε άν κατά τήν αναξιότητα τού ιερέως τό ψωμί καί τό κρασί έγινε σώμα καί αίμα Χριστού κατά τή θεία Λειτουργία. Αυτό βεβαίως δέν σημαίνει ότι ο ιερεύς δέν θά πρέπει μόνιμα ν’ αγωνίζεται γιά τήν καθαρότητά του. Έτσι δέν υπάρχουν καλοί καί κακοί εξομολόγοι. Όλοι οι εξομολόγοι τήν ίδια άφεση δίνουν. Έχουμε όμως τό δικαίωμα επιλογής τού εξομολόγου. Μπορούμε νά προστρέξουμε σέ αυτόν πού αληθινά μάς αναπαύει. Δέν είναι σοβαρή όμως η συνεχής αλλαγή εξομολόγου. Δέν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ωριμότητα. Ούτε όμως καί οι εξομολόγοι θά πρέπει νά στενοχωρούνται παράφορα καί νά δημιουργούν μάλιστα καί προβλήματα όταν αναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ίσως τούτο σημαίνει πώς ήταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγώς, δεμένοι μέ τό πρόσωπό του καί όχι μέ τόν Χριστό καί τήν Εκκλησία, καί θεωρούν τήν αναχώρηση προσβολή, μείωση, ότι δέν υπάρχει καλύτερος ή μία αίσθηση ότι οι άλλοι μάς ανήκουν αποκλειστικά καί μπορούμε νά τούς εξουσιάζουμε καί νά τούς φερόμαστε μάλιστα εξαναγκαστικά ως καταπιεσμένους καί ανελεύθερους υποτακτικούς. Είπαμε βέβαια πώς ο εξομολόγος είναι πνευματικός πατέρας καί ο πνευματικός τοκετός ενέχει οδύνη. Έτσι είναι φυσικό νά λυπάται γιά τήν αναχώρηση τού υιού του. Προτιμότερο όμως είναι νά εύχεται γιά τήν πνευματική του πρόοδο καί τή σύνδεσή του μέ τήν Εκκλησία, έστω καί παρά τήν αποσύνδεσή του από τόν ίδιο. Νά εύχεται καί όχι νά απεύχεται.
Τό έργο τού εξομολόγου δέν είναι μόνο η απλή ακρόαση τών αμαρτιών τού εξομολογούμενου καί η ανάγνωση στό τέλος τής συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στήν ώρα τής εξομολογήσεως. Ο εξομολόγος σάν καλός πατέρας φροντίζει συνεχώς τό τέκνο του, τό ακούει καί τό παρακολουθεί προσεκτικά, τό νουθετεί κατάλληλα, τό κατευθύνει ευαγγελικά, τονίζει τά τάλαντά του, δέν τού θέτει υπερβολικά βάρη, τό κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, τό οικονομεί όταν απογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, τό θεραπεύει ανάλογα, δέν τό αποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τόν αγώνα παθοκτονίας καί αρετοσυγκομιδής, μορφώνοντας στήν ψυχή του τήν αθάνατη Χριστό.
Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική καί υιική σχέση εξομολόγου καί εξομολογουμένου δημιουργεί μία άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ιερότητα καί ανάταση. Ο εξομολογούμενος ανοίγει τήν καρδιά του στόν εξομολόγο καί τού εκθέτει τά πιό κρύφια, τά πιό δόλια, τά πιό ακάθαρτα, όλα τά μυστικά του, πράξεις απόκρυφες καί επιθυμίες βλαβερές, ακόμη καί αυτά πού δέν θέλει νά ομολογήσει στόν ίδιο του τόν εαυτό καί δέν λέει στόν πιό στενό συγγενή του καί τόν καλύτερο φίλο του. Έτσι ο εξομολόγος θά πρέπει απόλυτα νά σεβασθεί αυτή τήν απεριόριστη εμπιστοσύνη τού εξομολογούμενου. Η εμπιστοσύνη αυτή επαυξάνεται οπωσδήποτε καί από τό γεγονός ότι ο εξομολόγος είναι αυστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, από τούς θείους καί Ιερούς Κανόνες τής Εκκλησίας μέ τό απόρρητο τής εξομολογήσεως.
Στήν ορθόδοξη εξομολογητική δέν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί η πνευματική καθοδήγηση τής κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, μέ ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις καί δυνατότητες, όρια, εφέσεις, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες καί διαθέσεις. Ο εξομολόγος μέ τή Χάρη τού Θεού καί τή θεία φώτιση θά πρέπει νά διακρίνει όλ’ αυτά, ώστε ν’ αποφασίσει τί καλύτερα θά πρέπει νά χρησιμοποιήσει γιά νά βοηθήσει τόν εξομολογούμενο. Αλλοτε χρειάζεται η επιείκεια καί άλλοτε η αυστηρότητα. Δέν είναι γιά όλους πάντοτε τά ίδια. Ούτε ο εξομολόγος θά πρέπει νάναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο γιά νά λέγεται αυστηρός καί νά εκτιμάται. Ούτε υπερβολικά επιεικής, γιά νά προτιμάται καί νά λέγεται πνευματικός πατέρας πολλών. Χρειάζεται φόβος Θεού, διάκριση, τιμιότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση καί προσευχή.
Η «οικονομία» δέν απαιτείται από τόν εξομολογούμενο. Ούτε είναι ορθό νά γίνει κανόνας από τόν εξομολόγο. Η «οικονομία» θά πρέπει νά παραμείνει εξαίρεση. Η «οικονομία» επίσης θά πρέπει νά είναι πάντα πρός καιρόν (Αρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Όταν εκλείψουν οι λόγοι πού τήν επιβάλλουν ασφαλώς δέν θά πρέπει νά χρησιμοποιείται. Γιά τήν ίδια αμαρτία μπορούμε νά έχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους πρός αντιμετώπισή της.
Ο κανόνας δέν είναι πάντοτε απαραίτητος. Ο κανόνας δέν είναι τιμωρία. Είναι παιδαγωγία. Ο κανόνας δέν τίθεται πρός ικανοποίηση τού προσβληθέντος Θεού καί εξιλέωση τού αμαρτωλού ενώπιον τής Θείας δικαιοσύνης. Αυτή είναι μιά καθαρά αιρετική διδασκαλία. Ο κανόνας συνήθως τίθεται στήν ανώριμη μετάνοια, πρός συναίσθηση καί συνειδητοποίηση τού μεγέθους τής αμαρτίας. Η αμαρτία κατά τήν ορθόδοξη διδασκαλία δέν είναι τόσο παράβαση τού νόμου, όσο έλλειψη αγάπης στό Θεό. Αγάπα καί κάνε ό,τι θέλεις, έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.
Ο κανόνας τίθεται πρός ολοκλήρωση τής μετάνοιας τού εξομολογούμενου, γι’ αυτό, καθώς ορθά λέγει ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης, όπως ο εξομολόγος δέν επιτρέπεται νά κοινοποιεί τίς αμαρτίες τού εξομολογουμένου, έτσι κι ο εξομολογούμενος δέν επιτρέπεται νά κοινοποιεί στούς άλλους τόν κανόνα πού τού έθεσε ιδιαίτερα ο εξομολόγος, πού είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.
Ο εξομολόγος λειτουργεί ως χορηγός τής χάριτος τού Αγίου Πνεύματος. Κατά τήν ώρα τού μυστηρίου δέν λειτουργεί ως ψυχολόγος καί επιστήμονας. Λειτουργεί ως ιερεύς, ως έμπειρος ιατρός, ως φιλόστοργος πατέρας. Ακούγοντας τ’ αμαρτήματα τού εξομολογουμένου προσεύχεται νά τόν φωτίσει ο Θεός νά δώσει τό καλύτερο φάρμακο πρός θεραπεία, νά σφυγμομετρήσει τόν βαθμό καί τήν ποιότητα τής μετανοίας του. Ο εξομολόγος δέν στέκεται απέναντι στόν εξομολογούμενο μέ περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, υπερβολική αυστηρότητα, εξουσιαστικότητα καί αλαζονεία, αλλά ούτε καί αδιάφορα, επιπόλαια, απρόσεκτα καί κουρασμένα. Η ταπείνωση, η αγάπη καί η προσοχή τού εξομολόγου θά βοηθήσει πολύ τόν εξομολογούμενο. Ούτε ο εξομολόγος θά πρέπει νά κάνει πολλές, περιττές καί αδιάκριτες ερωτήσεις. Ιδιαίτερα θά πρέπει νά διακόπτει τίς λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων αμαρτημάτων καί ιδιαίτερα σαρκικών, ακόμη καί τίς αναφορές ονομάτων, ώστε ν’ ασφαλίζεται περισσότερο. Ο εξομολογούμενος πάλι δέν θά πρέπει νά φοβάται, νά δειλιάζει καί νά ντρέπεται, αλλά νά σέβεται, νά εμπιστεύεται, νά τιμά καί νά ευλαβείται τόν εξομολόγο. Αυτό τό κλίμα πάντως τής ιερότητος, αλληλοσεβασμού καί εμπιστοσύνης κυρίως θά τό καλλιεργήσει, εμπνεύσει καί δημιουργήσει ο εξομολόγος.
Η αγία μητέρα μας Ορθόδοξη Εκκλησία είναι τό σώμα τού Αναστημένου Χριστού, είναι ένα απέραντο θεραπευτήριο, αποθεραπείας τών ασθενών αμαρτωλών πιστών, από τά τραύματα, τίς πληγές καί τίς ασθένειες τής αμαρτίας, τών παθογόνων δαιμόνων καί τών ιοβόλων δαιμονικών παγίδων καί επηρειών τών δαιμονοκινήτων παθών.
Η Εκκλησία μας δέν είναι παράρτημα τού υπουργείου κοινωνικής προνοίας, ούτε συναγωνίζεται νά ξεπεράσει τούς διάφορους συλλόγους κοινωνικής ευποιΐας, δίχως διόλου ν’ αρνείται τό σπουδαίο καί αγαθό αυτό έργο καί νά μή τό επιτελεί πλούσια, επαινετά καί θαυμάσια, αλλά κυρίως είναι η χορηγός νοήματος τής ζωής, λυτρώσεως καί σωτηρίας τών πιστών «υπέρ ών Χριστός απέθανεν» διά τής συμμετοχής τους στά μυστήρια τής Εκκλησίας. Τό πετραχήλι τού Ιερέως είναι πλάνη, όπως έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, πού λειαίνει καί ισιάζει τούς ανθρώπους, είναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας καί όχι μιστρί εργασιομανίας ή σύμβολο εξουσίας. Είναι υπηρετική ποδιά διακονίας τών ανθρώπων πρός θεραπεία καί σωτηρία.
Ο Θεός χρησιμοποιεί τόν ιερέα γιά τή συγχώρηση τού πλάσματός του. Τό λέγει χαρακτηριστικά η ευχή: «Ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι’ εμού τού αμαρτωλού πάντα, καί εν τώ νύν αιώνι καί εν τώ μέλλοντι. καί ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τώ φοβερώ αυτού Βήματι. περί δέ τών εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην». Ανεξομολόγητες αμαρτίες θά βαραίνουν τόν άνθρωπο καί στόν μέλλοντα αιώνα. Εξομολογημένες αμαρτίες δέν εξομολογούνται. Είναι σάν νά μή πιστεύει κανείς στήν χάρη τού μυστηρίου. Ο Θεός τά γνωρίζει, αλλά θά πρέπει πρός άφεση, ταπείνωση καί ίαση νά εξαγορευθούν. Η ενίοτε επιτίμηση αμαρτιών δέν αναιρεί τήν αγάπη τής Εκκλησίας, αλλά αποτελεί παιδαγωγική επίσκεψη πρός καλύτερη συναίσθηση τών πταισμάτων.
Κατά τόν όσιο Νικόδημο τόν Αγιορείτη «η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις τών πονηρών έργων καί λόγων καί λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, πρός νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά καί σημαντικά αναφέρει πώς η εξομολόγηση πρέπει νά γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν’ άγχεται νά εκμαιεύσει τήν ομολογία τού εξομολογουμένου. Μέ κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή τής λύπης πού προκάλεσε ειλικρινά μέ τήν αμαρτία στόν Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια πού σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος τής αμαρτίας, αγάπη τής αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στόν Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, στρεψοδικίες, ανευθυνότητες καί μεταθέσεις, μέ ειλικρινή αυτομεμψία καί γνήσια αυτοεξουθένωση, πού φέρει τή χαρμολύπη καί τό χαροποιό πένθος τής Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση μέ κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα καί ακρίβεια, ανδρεία καί θάρρος, αυστηρότητα καί γενναιότητα. Συμβαίνει ακόμη καί τήν ώρα αυτή ο άνθρωπος νά μή παραδέχεται τήν ήττα του, τήν πτώση καί τήν αδυναμία του καί μέ ωραιολογίες καί μακρυλογίες νά μεταθέτει τά ποσοστά ευθύνης του, μέ περιστροφές καί μισόλογα, κατηγορώντας καί τούς άλλους, προκειμένου νά φυλάξει ακόμη καί τώρα ατσαλάκωτο τό εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση τού πραγματικού οικτρού εαυτού μας. Η ντροπή είναι καλή πρό τής αμαρτίας καί όχι μετά καί μπροστά στόν εξομολόγο. Η πρό τού εξομολόγου ντροπή λέγουν θά μάς ελευθερώσει από τή ντροπή στήν έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δέν θά ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει νά είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής καί μέ τήν απόφαση νά μή επαναλάβει τά εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός. Ακόμη η εξομολόγηση θά πρέπει νά είναι συνεχής, ώστε τά φιλεπίστροφα, κατά τόν όσιο Ιωάννη τής Κλίμακος, πάθη νά μή ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα νά θεραπεύονται. Έτσι δέν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία καί αυτομεμψία, δέν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη καί οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα καί η μνήμη τού θανάτου δέν είναι φοβερή καί τρομακτική.
Συμβαίνει συχνά-πυκνά καί τ’ ομολογούμε μέ πολύ πόνο καί περισσή αγάπη τό κήρυγμα νά μήν είναι τόσο ορθόδοξο. Δηλαδή νά εξαντλείται σ’ ένα ακόμη σχολιασμό τής φθηνής επικαιρότητος καί νά μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ο ιερός άμβωνας σέ τηλεοπτικό «παράθυρο», όπου λέμε καί εμείς τή γνώμη μας γιά τά τρέχοντα καί συμβαίνοντα. Όμως τ’ ορθόδοξο κήρυγμα κυρίως είναι εκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, αγιολογικό καί ψυχωφελές. Τό κήρυγμα τής μετανοίας από τών Προφητών, τού Τιμίου Προδρόμου, τού Σωτήρος Χριστού καί πάντων τών αγίων παραμένει λίαν επίκαιρο καί αναγκαίο. Βασική προϋπόθεση τής μετοχής στ’ άγια μυστήρια καί τής ανοδικής πνευματικής πορείας είναι η καθαρότητα τής καρδιάς. Καθαρότητα από τήν ποικίλη αμαρτία, τό πνεύμα τής απληστίας καί τής ευδαιμονίας τής σύγχρονης υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, τό πνεύμα τής αντίθεης υπερηφάνειας ενός κόσμου ναρκισσευομένου, ατομικιστικού, αταπείνωτου, αφιλάνθρωπου, υπερφίαλου καί παράδοξου, τό δαιμονικό πνεύμα τών πονηρών λογισμών, τών φαντασιών καί φαντασιώσεων, τών καχυποψιών καί ζηλοφθονιών, τών ακαθάρτων καί σκοτεινών.
Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα η καθαρότητα τής καρδιάς, στίς αδελφικές σχέσεις, τίς συζυγίες, τίς συναδελφικές υποχρεώσεις, τίς φιλίες, τίς συζητήσεις, τίς σκέψεις, τίς επιθυμίες, τίς ιερατικές κλήσεις. Τά λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ξέπεσαν σέ ρυπογόνες εστίες. Λησμονήθηκε η νηπτική εγρήγορση, η ασκητική νηφαλιότητα, η παραδοσιακή ολιγάρκεια, απλότητα καί λεβεντιά. Έτσι μολύνεται τό λογιστικό τής ψυχής, διεγείρεται στήν απληστία τό επιθυμητικό καί αμβλύνεται σοβαρά τό βουλητικό, ώστε αδύναμος ο άνθρωπος νά παρασύρεται στό κακό δίχως φραγμό καί όρια.
Επικρατεί η αυτοδικαίωση, η δικαιολόγηση τών παθών, η ωραιοποίηση τής αμαρτίας, η κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικών ερεισμάτων. Θεωρείται μείωση, αδυναμία καί λάθος η παραδοχή τού λάθους, η ανάληψη τής ευθύνης καί η ταπεινή αποδοχή τού σφάλματος. Η συνεχής δικαιολόγηση τού εαυτού μας καί η επιμελημένη μετάθεση ευθυνών δημιουργούν ένα άνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο καί εγωπαθή, εμπαιζόμενο από τόν δαίμονα, αιχμαλωτιζόμενο από αυτόν στ’ άφωτα δίχτυά του.
Κυριαρχεί ένας ανόητος ορθολογισμός, ο οποίος επιλέγει ευαγγελικές αρετές καί συνοδικούς κανόνες, κατά τήν αρέσκεια, προτίμηση καί ευκολία, σέ σοβαρά θέματα νηστειών, εγκράτειας, τεκνογονίας, ήθους, σεμνότητος, αιδούς, τιμιότητος καί ακριβείας.
Κατόπιν όλων τούτων, τά οποία δέν νομίζω ότι υπερβάλλουμε, θεωρούμε ότι οι εξομολόγοι δέν έχουν εύκολο έργο. Δέν αρκεί πλέον η χειραγωγία στή μετάνοια καί η καλλιέργεια τής ταπεινώσεως, αλλά χρειάζεται τό ποίμνιο κατήχηση, επαναευαγγελισμό, κατάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό πρός απόκτηση ισχυρών αντισωμάτων. Απαραίτητη η αντίσταση, αντίδραση καί αντιμετώπιση τού σφοδρού ρεύματος τής αποϊεροποιήσεως, τής εκκοσμικεύσεως, τού αποηρωισμού, τού ευδαιμονισμού, τού πλουτισμού καί κορεσμού. Ιδιαιτέρως προσοχής, διδαχής καί αγάπης έχουν ανάγκη οι νέοι, πού η αγωγή δέν τούς βοηθά νά συνειδητοποιήσουν τό νόημα καί τό σκοπό τής ζωής, τό κενό, τό άκοσμο, τό άνομο, τό άφωτο τής αμαρτίας.
Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ακόμη καί γιά τούς χριστιανούς μας η αγχώδης συχνά αναζήτηση μιάς άκοπης, άμοχθης καί άλυπης ζωής. Αναζητούμε Κυρηναίους. Δέν αποδεχόμεθα τήν άρση τού προσωπικού μας σταυρού. Δέν γνωρίζουμε τό βάθος καί τό εύρος τού σταυρού. Προσκυνούμε τόν σταυρό στήν εκκλησία, κάνουμε τόν σταυρό μας, αλλά δέν ασπαζόμαστε τόν προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ένα ασταύρωτο Χριστιανισμό. Δέν υπάρχει όμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.
Τιμάμε τούς μάρτυρες καί τούς οσίους, αλλά δέν θέλουμε εμείς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στή νηστεία, δυσανασχετούμε στήν ασθένεια, δέν ανεχόμαστε πικρό λόγο, ακόμη καί όταν φταίμε, οπότε πώς νά υπομένουμε αδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό καί εξορία, όπως οι άγιοί μας; Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πώς τό σύγχρονο κοσμικό πνεύμα τής ευκολίας, τής ανέσεως καί τού υπερκαταναλωτισμού έχει επηρεάσει ισχυρά τό μέτρο τής πνευματικής ζωής. Θέλουμε γενικά ένα αντιασκητικό Χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία όμως βάση έχει τό ασκητικό Ευαγγέλιο.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα τής εποχής μας είναι η νοσηρή καί υπερβολική εμπιστοσύνη τού ανθρώπου στή λογική, τή διάνοια, τή γνώση καί τήν κρίση του. Πρόκειται γιά τόν παχυλό καί κουραστικό εν τέλει ορθολογισμό. Η νηπτική ορθόδοξη θεολογία μάς διδάσκει τό νού νά τόν έχουμε εργαλείο καί νά τόν κατεβάσουμε στήν καρδιά. Η Εκκλησία μας δέν καλλιεργεί καί παράγει διανοούμενους. Γιά μάς ο ορθολογισμός δέν είναι φιλοσοφική νοοτροπία, αλλά μιά καθαρά αμαρτητική βιοθεωρία, μιά μορφή αθεΐας, αφού αντιβαίνει στήν εντολή τής πίστεως, τής ελπίδος, τής αγάπης καί τής εμπιστοσύνης στόν Θεό. Ο ορθολογιστής κρίνει τά πάντα μέ τήν κρισάρα τού μυαλού, μόνο μέ τόν πεπερασμένο νού του, κέντρο είναι ο εαυτός του καί τό κυρίαρχο εγώ του καί δέν εμπιστεύεται τή θεία Πρόνοια, τή θεία Χάρη καί θεία Βοήθεια στή ζωή του.
Θεωρώντας συχνά τόν εαυτό του αλάνθαστο ο ορθολογιστής δέν επιτρέπει στόν Θεό νά επέμβει στή ζωή του καί νά τόν κρίνει. Έτσι δέν θεωρεί ότι έχει ανάγκη εξομολογήσεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος όμως λέγει πώς τό νά νομίζει κάποιος πώς δέν έπεσε σέ αμαρτήματα, αυτό είναι η πιό μεγάλη πτώση καί πλάνη καί τό πιό μεγάλο αμάρτημα. Παρασυρμένοι ορισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλούν γι’ αστοχία καί όχι γιά αμαρτία, θέλοντας ν’ αμβλύνουν τή φυσική διαμαρτυρία τής συνειδήσεως. Η αυτάρκεια ορισμένων εκκλησιαζομένων καί νηστευόντων χριστιανών κρύβει ενίοτε ένα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ότι δέν είναι όπως οι λοιποί τών ανθρώπων καί ως εκ τούτου δέν χρήζουν εξομολογήσεως.
Κατά τούς αγίους πατέρες τής Εκκλησίας μας τό μεγαλύτερο κακό είναι η υπερηφάνεια, η μητέρα όλων τών παθών κατά τόν όσιο Ιωάννη τής Κλίμακος. Πρόκειται γιά πολύτεκνη μητέρα μέ πρώτες θυγατέρες τήν κενοδοξία καί τήν αυτοδικαίωση. Η υπερηφάνεια είναι μιά μορφή άρνησης Θεού, είναι εφεύρεση τών πονηρών δαιμόνων, αποτέλεσμα πολλών κολακειών καί επαίνων, πού επιφέρει τήν εξουδένωση καί εξουθένωση τών ανθρώπων, τή θεομίσητη κατάκριση, τόν θυμό, τήν οργή, τήν υποκρισία, τήν ασπλαχνία, τή μισανθρωπία, τή βλασφημία. Η υπερηφάνεια είναι ένα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό καί δυσθεράπευτο. Η υπερηφάνεια επίσης είναι πολυδύναμη καί πολυπρόσωπη. Εκδηλώνεται ως ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οίηση, αλαζονεία, υπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ιταμότητα, έπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία καί φιλονικία. Ακόμη ως αυταρέσκεια, προσωποληψία, αυθάδεια, αναίδεια, παρρησία, αναλγησία, αντιλογία, ισχυρογνωμοσύνη, ανυπακοή, ειρωνεία, πείσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία καί υπερευαισθησία. Η υπερηφάνεια τελικά οδηγεί στήν αμετανοησία.
Όργανο τής υπερηφάνειας συχνά γίνεται η γλώσσα. Μέ τήν αργολογία, τή φλυαρία, τήν πολυλογία, τό κουτσομπολιό, τή μωρολογία, τή ματαιολογία, τήν ανειλικρίνεια, τήν αδιακρισία, τή διγλωσσία, τή διπλωματία, τήν ευτραπελία, τήν προσποίηση καί τόν εμπαιγμό.
Από τά επτά θανάσιμα αμαρτήματα προέρχονται πολλά άλλα πάθη. Αφού αναφέραμε τά τής υπερηφάνειας, ερχόμαστε στή φιλαργυρία, πού γεννά τή φιλοχρηματία, τήν πλεονεξία, τήν απληστία, τήν τσιγγουνιά, τήν ανελεημοσύνη, τή σκληροκαρδία, τήν απάτη, τήν τοκογλυφία, τήν αδικία, τή δολιότητα, τή σιμωνία, τή δωροληψία, τόν τζόγο. Η πορνεία έχει μύριες εκφάνσεις όπως ο φθόνος μέ τίς ύπουλες καί πονηρές κακίες του, η αχόρταγη γαστριμαργία, ο θυμός καί η ύποπτη ακηδία καί αμέλεια.
Ιδιαιτέρως προσοχής χρήζουν πολλά ανορθόδοξα στοιχεία στήν οικογενειακή ζωή καί φρονούμε πώς θά πρέπει νά θεαθούν προσεκτικά από εξομολόγους καί εξομολογουμένους. Η αποφυγή τής τεκνογονίας, η ειδωλοποίηση τών τέκνων, θεωρούμενα προέκταση τού εγώ τών γονέων, υπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχώς καί εξουσιαζόμενα βάναυσα. Ο γάμος είναι στίβος ταπεινώσεως, αλληλοπεριχωρήσεως καί αλληλοσεβασμού καί όχι παράλληλη όδευση δύο εγωισμών, παρά τήν ισόβια σύζευξη καί συνύπαρξη. Χορεύει ο δαίμονας όταν δέν υπάρχει συγχώρεση στίς ανθρώπινες αδυναμίες καί τά καθημερινά σφάλματα. Οι γονείς θά βοηθήσουν σημαντικά τά παιδιά τους όχι μέ τήν πλούσια ευγένεια έξω από τό σπίτι αλλά μέ τό ειρηνικό, νηφάλιο καί αγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στό σπίτι τους. Η συμμετοχή τών παιδιών μαζί μέ τούς γονείς τους στό μυστήριο τής εξομολογήσεως θά τούς ενδυναμώσει μέ τή θεία Χάρη καί θά τούς στερεώσει στή βιωματική εμπειρία μέ τόν Χριστό. Ζητώντας οι σύζυγοι ειλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τά παιδιά τους τήν ταπείνωση, πού καίει τίς δαιμονικές πλεκτάνες. Σ’ ένα σπιτικό πού ανθεί η αγάπη, η ομόνοια, η κατανόηση, η ταπείνωση καί ειρήνη υπάρχει πλούσια η ευλογία τού Θεού καί γίνεται κάστρο απόρθητο στήν κακία τού κόσμου. Η μέ τή συγχωρητικότητα αγωγή τών παιδιών δημιουργεί μία υγιά οικογενειακή εστία πού τά εμπνέει καί τά ενισχύει γιά τό μέλλον τους.
Ένα άλλο μεγάλο θέμα, πού αποτελεί σοβαρό εμπόδιο γιά τή μετάνοια καί τήν εξομολόγηση είναι η αυτοδικαίωση, πού μαστίζει καί πολλούς ανθρώπους τής Εκκλησίας. Βάση της έχει, όπως είπαμε, τή δαιμονική υπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ο Φαρισαίος τής παραβολής τού Ευαγγελίου.
Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος έχει φαινομενικά καλά, γιά τά οποία υπεραίρεται καί θέλει νά τιμάται καί επαινείται. Χαίρεται νά τόν κολακεύουν, νά εξουθενώνει καί ταπεινώνει τούς άλλους. Αυτοεκτιμάται υπερβολικά, αυτοδικαιώνεται παράφορα καί θεωρεί τόν Θεό αναγκαστικά υποχρεωμένο νά τόν ανταμείψει. Πρόκειται τελικά γιά ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεί καί τούς άλλους. Διακατέχεται από νευρικότητα, ταραχή, απαιτητικότητα, πού τόν αυτοφυλακίζει καί δέν τόν αφήνει ν’ ανοίξει τή θύρα τού θείου ελέους, διά τής μετανοίας.
Γέννημα τής υπερηφάνειας είναι καί η κατάκριση, πού δυστυχώς αποτελεί συνήθεια καί πολλών χριστιανών, πού ασχολούνται περισσότερο μέ τούς άλλους παρά μέ τόν εαυτό τους. Φαινόμενο τής εποχής μας καί τής κοινωνίας πού ωθεί τόν κόσμο στή συνεχή ετεροπαρατήρηση καί όχι τήν αυτοπαρατήρηση. Οι μύριες ασχολίες καί δραστηριότητες τού σύγχρονου ανθρώπου δέν τόν θέλουν νά μείνει ποτέ μόνο πρός μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοέλεγχο καί μνήμη θανάτου. Τά λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ασταμάτητα ασχολούνται σκανδαλοθηρικά, επίμονα καί μακρόσυρτα μέ τά πάθη, τίς αμαρτίες, τά παραπτώματα τών άλλων. Όλ’ αυτά προκαλούν, εντυπωσιάζουν καί άν δέν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν τήν ψυχή καί τό νού μέ τά βρωμερά καί άσχημα καί μάλιστα καθησυχάζουν, αφού εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι ο άνθρωπος συνηθίζει στή μετριότητα, χλιαρότητα καί εφημερότητα τής φθηνής καθημερινότητος, μή συγκρινόμενος μέ τούς αγίους καί τούς ήρωες.
Έτσι η κατάκριση κυριαρχεί στίς μέρες μας, θεωρώντας ο άνθρωπος ότι ενεργεί δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας άλλους καί μολύνοντας τόν εαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, έχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες καί ψυχρότητες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα αναφέρει πώς εκείνος πού περιεργάζεται συνεχώς τίς αμαρτίες τών άλλων ή κρίνει τόν αδελφό του από υποψία καί μόνο, αυτός δέν έκανε ακόμη αρχή μετανοίας, ούτε άρχισε τήν έρευνα γιά νά γνωρίσει τίς αμαρτίες του.
Λέγονται πολλά καί διάφορα. Ένα τελικά είναι τό καίριο, σημαντικό καί εξέχον. Η σωτηρία μας, γιά τήν οποία δέν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Η σωτηρία δέν επιτυγχάνεται παρά μόνο μέ ειλικρινή μετάνοια καί καθαρή εξομολόγηση. Η μετάνοια δέν ανοίγει μόνο τόν ουράνιο παράδεισο, αλλά καί τόν επίγειο μέ τήν πρόγευση, έστω εν μέρει, τής ανεκλάλητης χαράς τής ατελεύτητης βασιλείας τών ουρανών καί τής υπέροχης ειρήνης από τώρα. Οι εξομολογημένοι άνθρωποι μπορούν νάναι οι αληθινά γνήσια χαρούμενοι, οι ειρηνικοί καί ειρηνοφόροι, οι κήρυκες τής μετανοίας, τής αναστάσεως, τής μεταμορφώσεως, τής ελευθερίας, τής χάριτος, τής ευλογίας τού Θεού στίς ψυχές τους καί τή ζωή τους. Η πλούσια χάρη τού Θεού κάνει τόν λύκο πρόβατο, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καμιά αμαρτία δέν υπερβαίνει τήν αγάπη τού Θεού. Κανείς αμαρτωλός άν θέλει δέν αδυνατεί ν’ αγιάσει. Μάς τό αποδεικνύουν οι πολλοί μετανοημένοι άγιοι τού Συναξαριστή.
Ο εξομολόγος εξομολογεί καί συγχωρεί τούς εξομολογούμενους μέ τ’ άγιο πετραχήλι του. Δέν μπορεί όμως νά αυτοεξομολογηθεί καί νά θέσει ο ίδιος τό πετραχήλι του στό κεφάλι του γιά νά συγχωρηθεί. Πρέπει απαραίτητα νά σκύψει σέ άλλο οπωσδήποτε πετραχήλι. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έτσι τά έθεσε η πανσοφία καί η φιλευσπλαγχνία τού Θεού.
Δέν μπορεί νά εξομολογούμε καί νά μή εξομολογούμεθα. Νά διδάσκουμε καί νά μή πράττουμε. Νά μιλάμε γιά μετάνοια καί νά μή μετανοούμε οι ίδιοι. Νά μιλάμε γιά εξομολόγηση καί νά μή εξομολογούμεθα τακτικά. Ουδείς αυτοκαθαίρεται καί ουδείς αυτοσυγχωρείται ποτέ. Οι ασύμβουλοι, οι ανυπάκουοι, οι ανεξομολόγητοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα τής Εκκλησίας μας.
Αδελφοί μου αγαπητοί, τό πετραχήλι τού πνευματικού δύναται νά γίνει θαυματουργό νυστέρι αφαιρέσεως κακοήθων όγκων, ν’ αναστήσει νεκρούς, ν’ ανανεώσει καί μεταμορφώσει τόν άκοσμο κόσμο, νά χαροποιήσει γή καί ουρανό. Η Εκκλησία μας εμπιστεύθηκε τό μέγα λειτούργημα, τό ιερό υπούργημα, στούς ιερείς μας καί όχι στούς αγγέλους, γιά νά τούς πλησιάζουμε άνετα καί άφοβα ως ομοιοπαθείς καί ομόσαρκους.
Όλα τά παραπάνω, ειλικρινά καί διόλου ταπεινόσχημα, ειπώθηκαν από ένα συναμαρτωλό, πού δέν θέλησε νά κάνει τόν δάσκαλο, αλλά τόν συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε από αγάπη νά σάς θυμίσει μέ απλά καί άτεχνα λόγια τή ζώσα παράδοση τής αγίας μητέρας μας Εκκλησίας επί τού πάντοτε επίκαιρου θέματος τής θεοΰφαντης καί θεομακάριστης μετανοίας καί τής θεοπαράδοτης καί θεαγάπητης ιεράς Εξομολογήσεως.
Γέρων Μωϋσής (Μοναχός Αγιορείτης)