Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου (Απόστολος – Ευαγγέλιο)
4 Σεπτεμβρίου 2011
Ο Απόστολος
Αδελφοί, σας υπενθυμίζω το Ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξα εις σας και το οποίον σεις παρελάβατε με πίστιν, στο οποίον και στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι, δια του οποίου και βαδίζετε ασφαλώς τον δρόμον της σωτηρίας εάν βέβαια το κρατήτε καλά, όπως σας το έχω διδάξει, εκτός εάν ματαίως και ανωφελώς επιστεύσατε. Διότι εν πρώτοις παρέδωσα εις σας με την διδασκαλίαν μου, αυτό που και εγώ παρέλαβα, ότι δηλαδή ο Χριστός απέθανεν επί του σταυρού δια τας αμαρτίας μας, όπως είχαν προφητεύσει και αι Γραφαί. Και ότι ετάφη και ότι αναστήθηκε κατά την τρίτην ημέραν σύμφωνα με τας Γραφάς, και ότι παρουσιάσθηκε στον Πετρον, έπειτα στους δώδεκα αποστόλους. Ύστερα δε παρουσιάσθηκε μια φορά εις πεντακοσίους και πλέον αδελφούς, από τους οποίους οι πλείστοι ζουν και μένουν μέχρι της ημέρας αυτής, μερικοί δε και έχουν αποθάνει. Έπειτα εφανερώθηκε στον Ιάκωβον, ύστερον εις όλους τους Αποστόλους. Τελευταίον δε από όλους σαν σε εξάμβλωμα, σαν σε έμβρυον που γεννήθηκε παράκαιρα, παρουσιασθηκε και εις εμέ. Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος από όλους τους Αποστόλους, ο οποίος και δεν είμαι άξιος να λέγωμαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού. Σημερον δε, είμαι αυτό που είμαι, δηλαδή Απόστολος, με την χάριν του Θεού. Και η χάρις του Θεού, που μου εδόθηκε, δεν έγινε και δεν έμεινε άκαρπος. Αλλά περισσότερον από όλους τους άλλους Αποστόλους εκοπίασα στο έργον του Ευαγγελίου, όχι δε εγώ, αλλά η χάρις του Θεού, που είναι μαζή μου. Επομένως είτε εγώ είτε εκείνοι κατά τον ίδιον τρόπον προσφέρομεν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιον και το ίδιον Ευαγγέλιον κηρύσσομεν. Ετσι δε και σεις εδεχθήκατε το Ευαγγέλιον και επιστεύσατε.
Το Ευαγγέλιο
Και ιδού ένας προσήλθε εις αυτόν και τού είπε· “διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθόν πρέπει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώνιον;” Ο δε Ιησούς τού είπε· “τι με λέγεις αγαθόν (, αφού με νομίζεις απλούν άνθρωπον) ; Κανείς δεν είναι (απόλυτα) αγαθός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός. Εάν δε, θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, τήρησε τας εντολάς”. Λέγει εις αυτόν· “ποίας;” Ο δε Ιησούς τού είπε·“τας γνωστάς, δηλαδή το να μη φονεύσης, να μη μοιχεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Και να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον εαυτόν σου”. Λέγει εις αυτόν ο νέος (με κάποιαν προχειρότητα) · “όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικίαν· τι μου λείπει ακόμη (δια να γίνω άξιος της βασιλείας των ουρανών) ; ” Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “Εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν, και έλα ακολούθησέ με”. Αλλ’ όταν ο νέος ήκουσε αυτόν τον λόγον, έφυγε λυπημένος, διότι είχε πολλά κτήματα (και η καρδιά του ήταν κολλημένη εις αυτά) . Ο δε Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “αληθινά σας λέγω ότι πολύ δύσκολα θα εισέλθη πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. Και πάλιν σας λέγω, είναι ευκολώτερον να περάση γκαμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνι, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. Όταν άκουσαν οι μαθηταί τα λόγια αυτά, έπεσαν εις μεγάλην έκπληξιν και (με κάποια αποκαρδίωσιν) είπαν· “ποιός τάχα ημπορεί να σωθή;” Ο δε Ιησούς τούς εκύτταξε κατάματα και είπεν· “η σωτηρία είναι δια τους ανθρώπους έργον αδύνατον, αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνατά (, άρα και η σωτηρία των πλουσίων, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι κατά κάποιον τρόπον ανακατεύονται με χρήματα και κτήματα. Αρκεί να έχουν την διάθεσιν της αυταπαρνήσεως και θυσίας.)”