Ελιά: Αιώνια πολύτιμη – Η ελαιοκαλλιέργεια και η εντομοπανίδα της.
4 Σεπτεμβρίου 2011
Δρ. Γεώργιος Σταθάς
Στενά συνδεδεμένη με την πορεία του ελληνισμού ανά τους αιώνες, τόσο ουσιαστικά όσο και συμβολικά, η ελιά διαδραματίζει ακόμα και σήμερα σημαντικότατο ρόλο στη ζωή των Νεοελλήνων.
Η ελιά (Olea europaea L.) κατέχει την πρώτη θέση στη χώρα μας μεταξύ των δενδρωδών καλλιεργειών ως προς το μέγεθος των εκτάσεων που καταλαμβάνει και ως προς τον αριθμό των καλλιεργούμενων δένδρων. Το 98% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου παράγεται στη μεσογειακή λεκάνη. Η Ελλάδα παρά τη μικρή της έκταση είναι η τρίτη ελαιοπαραγωγική χώρα του κόσμου μετά την Ισπανία και την Ιταλία.
Στη χώρα μας καλλιεργούνται περισσότερα από 130 εκατομμύρια ελαιόδενδρα και παράγονται ετησίως πάνω από 330.000 τόνοι ελαιολάδου. Η ελαιοκαλλιέργεια, που αναπτύσσεται στα περισσότερα διαμερίσματα της χώρας, καλύπτει το 15% της καλλιεργούμενης γης, αναλογεί στο 75% των εκτάσεων των δενδρωδών καλλιεργειών, συμμετέχει με 3% στο εθνικό εισόδημα και 17% στο γεωργικό. Οι νομοί Ηρακλείου και Μεσσηνίας παράγουν το περισσότερο ελαιόλαδο στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας Εξαιρετικού ή Έξτρα Παρθένου Ελαιόλαδου, που θεωρείται η καλύτερη ποιότητα ελαιόλαδου.
Σήμερα οι Έλληνες είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ελαιόλαδου από κάθε άλλο λαό και η κατά κεφαλή κατανάλωση ανέρχεται περίπου στα 16 κιλά ετησίως. Στην Κρήτη η κατανάλωση ανέρχεται στα 30 κιλά ετησίως ανά άτομο. Η εξέχουσα θέση της καλλιέργειας αυτής στην Ελλάδα, οφείλεται στην ύπαρξη ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών για την ανάπτυξή της και στη δυνατότητα αξιοποίησης μεγάλων εδαφικών εκτάσεων που θεωρούνται ακατάλληλες για άλλες καλλιέργειες, όπως εκτάσεις με μη αρδευόμενα εδάφη, επικλινή, σχετικά μικρής γονιμότητας, κ.λ.π.
Η ελιά καλύπτει τους παραθαλάσσιους κατά προτίμησης κάμπους αλλά και τις ελληνικές πλαγιές. Αντέχει σε υψόμετρο μέχρι 1000 μέτρα. Δεν ζει σε θερμοκρασία χαμηλότερη των -12οC. Προτιμάει τα μέτρια συνεκτικά εδάφη, που περιέχουν εκτός των άλλων και λίγη ποσότητα αργίλου.
Οι ποικιλίες της καλλιεργούμενης ελιάς υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τις 250, απ’ τις οποίες στην Ελλάδα καλλιεργούνται αρκετές απ’ αυτές. Η κύρια διάκριση των ποικιλιών αφορά σε Μικρόκαρπες (Αγριλιά, Κορονέϊκη, Κουτσουρελιά, Λιανολιά Κερκύρας, Μαστοειδής, Θιακή, Μυρτολιά, Μαυρελιά, Τραγολιά, Τελολιά, Λευκόκαρπος ή Ασπρολιά, Χρυσολιά), Μεσόκαρπες (Αγουρομανακολιά, Αδραμυττινή, Βαλανολιά, Θρουμπολιά, Μεγαρίτικη, Πικρολιά, Καλοκαιρίδα, Δαφνελιά) και Αδρόκαρπες (Αμυγδαλολιά, Βασιλικάδα, Γαϊδουρελιά, Καρολιά, Καρυδολιά, Καλαμών, Κοθρέϊκη, Κολυμπάδα, Κονσερβολιά, Στρογγυλολιά).
Η οικονομική σημασία της καλλιέργειας της ελιάς στην Ελλάδα είναι μεγάλη, αφού τα προϊόντα της αποτελούν βασικό στοιχείο διατροφής του πληθυσμού της χώρας και αξιόλογο παράγοντα εξασφάλισης συναλλάγματος από τις εξαγωγές. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως η επιβίωση του ελληνικού πληθυσμού ιδιαίτερα κατά τις δύσκολες χρονικές περιόδους της ιστορίας μας θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην παρουσία της ελιάς, η οποία φυτεμένη σε όλη σχεδόν την ελληνική γη «ελεούσε» και λίπαινε με τον καρπό και το λάδι της τους αγωνιζόμενους προγόνους μας, προσφέροντάς τους την απαραίτητη για την συντήρησή τους ενέργεια. Εκτός από τα κύρια προϊόντα της ελιάς, αξιοποιούνται και τα υποπροϊόντα της που προέρχονται από όλα τα φυτικά μέρη της, όπως είναι τα φύλλα, το ξύλο, ο πυρήνας (π.χ. πυρηνέλαιο), κ.α.
Ιστορικά στοιχεία
Η παρουσία της ελιάς στον ελληνικό χώρο και η σπουδαιότητά της επισημαίνεται από τα αρχαία χρόνια σε πολλές καταγραφές. Το ιδεόγραμμα του ελαιοδένδρου (α,β) και του ελαιοκάρπου (γ) συναντάται στις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β΄
Ο Όμηρος εξυμνούσε «το λιπαρόν έλαιον» με το οποίο εχρίοντο μετά το λουτρό οι ήρωές του. Ο Πλάτων επήνεσε το έλαιον, αποδίδοντάς του «πόνων αρωγήν». Ο Σόλων υποδεικνύει εις τον Ανάχαρσιν (Λουκιανός) πώς κατεγύμναζον οι Έλληνες τα σώματά των «χρίοντες ελαίω και καταμαλάσσοντες ίνα ευτονώτερα γίνωσι». Οι αρχαίοι Έλληνες με στεφάνια ελιάς τιμούσαν τους Ολυμπιονίκες. Το ελαιόδενδρο ήταν σύμβολο της ειρήνης και ο καρπός τους αποτελούσε γι’ αυτούς «μέγιστο αγαθόν προς πάσαν του βίου θεραπεία».
Ποικίλες ήταν οι θεραπευτικές χρήσεις του λαδιού από τα αρχαία χρόνια. Ο Θεόφραστος στο έργο του «Περί Οσμών» και ο Διοσκουρίδης, δίνουν πληροφορίες για τα υλικά και τις συνταγές παραγωγής αρωματικού λαδιού. Επάλειψη του σώματος με λάδι προστάτευε από τον ήλιο ή το ψύχος. Ο Ιπποκράτης αναφέρει περισσότερες από 60 φαρμακευτικές χρήσεις του λαδιού. Ήταν κατάλληλο για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων, χρησιμοποιείτο ως επουλωτικό και αντισηπτικό σε τραύματα και εγκαύματα. Επίσης το χρησιμοποιούσαν για παθήσεις των αφτιών, της επιδερμίδας, των ματιών, για νευραλγίες, γυναικολογικά προβλήματα, για κάποιες περιπτώσεις τοκετού, για τραύματα, για τσιμπήματα εντόμων, ρευματισμούς, για τη δυσπεψία, καθώς και σε περιπτώσεις δηλητηριάσεων.
Όσον αφορά στην καθημερινή διατροφή, συνιστάτο για την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων. Εκτός από το λάδι, χρησιμοποιούσαν και τα φύλλα και άνθη της ελιάς, από τα οποία παρασκεύαζαν αφέψημα που το χρησιμοποιούσαν ως κολλύριο, για την αντιμετώπιση της φλόγωσης των ούλων και του έλκους του στομάχου.
Το λάδι αναφέρεται ότι χρησιμοποιείτο και ως λιπαντικό, π.χ. σε μετάλλινους μηχανισμούς ή ξύλινα εξαρτήματα. Χρησιμοποιείτο για τη συντήρηση του ελεφαντοστού, του δέρματος και του μετάλλου. Υπάρχει ένα πλήθος συνταγών, μεθόδων και πρακτικών παρασκευασμάτων, όπου το λάδι της ελιάς μόνο του, ή σε συνδυασμό με διάφορα ιαματικά βότανα, φαίνεται να κατείχε ως υλικό πρωταγωνιστικό ρόλο. Σώζονται πολλές καταγραφές που αναφέρεται η χρησιμοποίηση του λαδιού σε διάφορα ιατρικά κείμενα της αρχαιότητας, σε βυζαντινά και μεσαιωνικά κείμενα, σε λαογραφικές καταγραφές και σε σημειωματάρια μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους.
Σύσταση και διατροφική αξία των προϊόντων της ελιάς
Η χημική σύσταση του ελαιοκάρπου και του ελαιολάδου ποικίλει ανάλογα με την καλλιεργούμενη ποικιλία ελιάς, τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής, τις καλλιεργητικές επεμβάσεις (λιπάνσεις, αρδεύσεις, κ.α.) και το βαθμό ωρίμανσης (εποχή συγκομιδής). Ενδεικτικά μια μέση σύσταση του ελαιοκάρπου είναι: νερό 24,2%, λίπη 56,4%, πρωτεΐνες 6,8%, γλυκίδια 9,9%, τέφρα 2,66%, καθώς και σε μικρότερες συγκεντρώσεις: βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία.
Το ελαιόλαδο αποτελεί μία πλούσια πηγή ενέργειας, αφού αποδίδει 9,3 Kcal/gr. Περιέχει υπό μορφή τριγλυκεριδίων λιπαρά οξέα όπως ελαϊκό 57,6 – 93,5%, παλμιτικό 7,5 – 16%, λινελαϊκό 1,6 – 23,6% (ποσοστό που φτάνει αυτό του μητρικού γάλακτος), στεατικό 1,4 – 3,8%, καθώς και σε μικρή συγκέντρωση: υδρογονάνθρακες (σκουαλένιο), στερόλες, αλκοόλες, τοκοφερόλες και καροτενοειδή, (όπως ξανθοφύλλη, καροτένια λυκοπένιο). Οι τοκοφερόλες είναι γνωστά αντιοξειδωτικά, και το ελαιόλαδο τις περιέχει σε συγκεντρώσεις περίπου 180 mg/kg.
Αυτή η χημική σύσταση του ελαιολάδου και κυρίως η μεγάλη περιεκτικότητά του στα πιο πάνω λιπαρά οξέα, το καθιστά ιδιαίτερα ευεργετικό για την υγεία και την καλή λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού κατά ποικίλους τρόπους:
- Προλαμβάνει ορισμένες ασθένειες του ήπατος
- Συμβάλλει στη θεραπεία του διαβήτη
- Προλαμβάνει την αρτηριοσκλήρωση και άλλες καρδιαγγειακές παθήσεις, μειώνοντας την κακή χοληστερίνη (LDL) και διατηρώντας την καλή χοληστερίνη (HDL)
- Συμβάλλει στη σύνθεση της βιταμίνης F
- Βοηθάει στη πρόσληψη και απορρόφηση άλλων βιταμινών όπως A, D, E και Κ.
- Βοηθάει στη πέψη και των άλλων λιπαρών ουσιών διεγείροντας την έκκριση παγκρεατικής λιπάσης
- Αυξάνει την άμυνα του οργανισμού
- Συμβάλλει στην καλή λειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος
- Συμβάλλει στην ομαλή ανάπτυξη του οργανισμού κατά την παιδική ηλικία
- Μειώνει την πιθανότητα καρκινογένεσης διαφόρων οργάνων και ιδιαίτερα του μαστού
- Επιβραδύνει τη γήρανση του δέρματος
Εκτός από τον καρπό και το λάδι της ελιάς, χρησιμοποιείται ως φαρμακευτική ουσία το εκχύλισμα των φύλλων της, αλλά και το αφέψημα που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από αποξηραμένα φύλλα. Στα φύλλα της ελιάς περιέχονται κυρίως οι ουσίες ελαιοευρωπαΐνη (που είναι υπεύθυνη για την πικρή γεύση των φύλλων) και υδροξυτυροσόλη (3,4-διυδροξυ-φαινυλαιθανόλη). Επίσης περιέχονται τυροσόλη και ορισμένα φαινολικά οξέα όπως το καφεϊκό και το βανιλικό, που υπάρχουν και στον καρπό και στο λάδι της ελιάς. Το αφέψημα παρασκευασμένο από φύλλα ελιάς ήταν πολύ δημοφιλές από παλιότερα χρόνια σαν παραδοσιακό φάρμακο για την καταπολέμηση του πυρετού και της ελονοσίας. Στη διεθνή βιβλιογραφία, σε εργασίες που έχουν γίνει σχετικά με τη σύσταση και δράση των ουσιών των φύλλων της ελιάς αναφέρεται πως αυτές έχουν και τις παρακάτω ιδιότητες:
- Συμβάλλουν στη βελτίωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος
- Συμβάλλουν στην αύξηση της ενεργητικότητας
- Έχουν αντιοξειδωτική (δεσμεύοντας τις ελεύθερες ρίζες), αντιμικροβιακή, αντιυπερτασική, αγγειοδιασταλτική, αντιρευματική, διουρητική και υπογλυκαιμική δράση
- ΄Εχουν χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική ως αντινεοπλασματικά.
- Βοηθούν στην αντιμετώπιση ιώσεων όπως της γρίπης και του έρπητα (μπλοκάροντας την αναπαραγωγή ορισμένων ενζύμων των ιών)
- Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της χρόνιας κόπωσης
- Λειτουργούν ως αντιπαρασιτικά στο ίδιο το φυτό της ελιάς
- Έχουν αποτοξινωτική επίδραση στον οργανισμό
- Έχουν αντιαρρυθμική δράση
- Μειώνουν την LDL χοληστερίνη
- Επιδρούν θετικά σε πολλές ασθένειες όπως ινομυαλγίες, ψωρίαση, μυοκαρδιοπάθεια κολικούς εντέρου, κ.α.
Η σημασία της ελιάς για την εκκλησία
Το λάδι για τους ορθόδοξους χριστιανούς είναι πολύτιμο συστατικό καθώς είναι συνδεδεμένο με τα μυστήρια του Χρίσματος και του Ευχελαίου. Πολλές είναι οι αναφορές για την ελιά στα εκκλησιαστικά κείμενα. Στη «Γένεσιν» της Παλαιάς Διαθήκης, αναφέρεται πως ο Νώε μετά τον κατακλυσμό « …πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν εκ της κιβωτού∙ και ανέστρεψεν προς αυτόν η περιστερά το προς εσπέραν, και είχε φύλλον ελαίας κάρφος (= κλαδίσκος ελιάς) εν τω στόματι αυτής, και έγνω Νώε ότι κεκόπακε το ύδωρ από της γης (Γεν. Η 10-11). Δεν ήταν λοιπόν η επιστροφή της περιστεράς εκείνο που χαροποίησε τον Νώε, αλλά ο κλαδίσκος της ελιάς, που σήμαινε το τέλος του κακού και ήταν άγγελμα χαράς, αγαλλιάσεως, ειρήνης, καταλλαγής, σωτηρίας από τον κατακλυσμό, αλλά και σύμβολο νίκης. Ήταν ένα σημάδι της ευσπλαχνίας του Θεού.
Κατά την ευλογία των άρτων ο ιερέας δέεται: «Ευλόγησον Κύριε τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και πλήθυνον αυτά εν τοις οίκοις των προσφερόντων σοι τα δώρα ταύτα». Στον 103ο ψαλμό, ο προφήτης Δαυίδ ευλογών το Θεό ψάλλει «… οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου, του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει». Στην προσευχή μετά το δείπνο, ευχαριστούντες το Θεό αναφέρουμε: «Από καρπού σίτου οίνου και ελαίου ενεπλήσθημεν. Το λάδι, είναι αυτό που δίνει το γλυκό φως του στις εικόνες των εκκλησιών, των προσκυνηταριών και των εικονοστασίων όπου ο χριστιανός προσεύχεται.
Η ελιά στην ελληνική τέχνη
Στο χώρο της τέχνης η ελιά, ως θέμα, αποτέλεσε από τα αρχαία χρόνια σημαντικό αντικείμενο καλλιτεχνικής έκφρασης. Στο χώρο της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής (τοιχογραφίες, αγγειογραφίες, κ.λ.π.) και των λαογραφικών αντικειμένων. Δένδρο ιερό, πολύτιμο και αγαπημένο η ελιά, έχει σημαδέψει τον ελληνικό πολιτισμό. Στην ποίηση επίσης επισημαίνεται η αξία της ελιάς για τη χώρα μας. Ο ποιητής μας Ιωάννης Πολέμης, φαίνεται πως ήταν ευσεβής και ευγνώμων, αφού ύμνησε αυτό το αγαθό με τους παρακάτω συγκινητικούς στίχους:
Ευλογημένο να ‘ναι ελιά
το χώμα που σε τρέφει,
κι ευλογημένο το νερό
που πίνεις απ’τα νέφη.
Κι ευλογημένος τρεις φορές
Αυτός που σ’έχει στείλει,
για το λυχνάρι του φτωχού,
για τ’Άγιου το καντήλι.
Επιβλαβής και ωφέλιμη εντομοπανίδα της ελαιοκαλλιέργειας
Οι εντομολογικοί εχθροί της ελιάς άρχισαν από τους αρχαίους χρόνους να μελετώνται. Ο Θεόφραστος (371-286 π.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη, στα έργα του «Περί φυτών ιστορίας» και «Περί φυτών αιτίων», αναφέρει εντομολογικές παρατηρήσεις και δίνει στοιχεία για τον πυρηνοτρήτη και για το δάκο. Στην Ελλάδα υπάρχουν περί τα 40 είδη επιβλαβών εντόμων που προσβάλλουν την ελιά.
Συνοπτικά δίδονται εδώ λίγα στοιχεία για μερικούς μόνο από τους κυριότερους εντομολογικούς εχθρούς της ελιάς. Για καθέναν απ’ αυτούς αναφέρονται οι σημαντικότεροι φυσικοί εχθροί τους, δηλαδή ωφέλιμοι οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται εις βάρος των επιβλαβών αυτών εντόμων, περιορίζοντας τους πληθυσμούς τους στη φύση.
ΔΙΠΤΕΡΑ
Δάκος: Είναι το έντομο Bactrocera oleae και θεωρείται ο σημαντικότερος εχθρός της ελιάς στη χώρα μας, καθώς και σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες.
Προνύμφες (πάνω), νύμφες και ακμαία άτομα (κάτω) του δάκου της ελιάς.
Οι κυριότεροι φυσικοί εχθροί του δάκου είναι τα παρασιτοειδή Υμενόπτερα Eupelmus urozonus, E. martellii Pnigalio mediterraneus, Eurytoma martellii, Cyrtoptyx latypes και Opius concolor. Εκτός από τα παρασιτοειδή αυτά, ως φυσικοί εχθροί του δάκου αναφέρονται και άλλα είδη ωφελίμων εντόμων, όπως το αρπακτικό των ωών Prolasioptera berlesiana, διάφορα Dermaptera, Scolopendridae, Lithobiidae, πτηνά, κ.α.
ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΑ
Πυρηνοτρήτης: Είναι το έντομο Prays oleae. Σε πολλές περιοχές της χώρας μας αποτελεί το δεύτερο κατά σειρά σπουδαιότητας εχθρό της ελιάς μετά το δάκο.
Οι κυριότεροι φυσικοί εχθροί του πυρηνοτρήτη, από πλευράς εντόμων, είναι τα παρασιτοειδή Υμενόπτερα Chelonus elaphilus, Ageniaspis fuscicollis και Trichogramma spp. και τα αρπακτικά έντομα Chrysoperla carnea, Anthocoris nemoralis και Xanthandrus comptus.
Το ξυλοφάγο Λεπιδόπτερο Κόσσος
Άλλα Λεπιδόπτερα που συχνά προξενούν ζημιές στην ελιά είναι τα είδη Zeuzera pyrina (Ζευζέρα), Cossus cossus (Κόσσος), Palpita unionalis (Μαργαρόνια) και Acherontia atropos.
ΗΜΙΠΤΕΡΑ
Λεκάνιο: Είναι το έντομο Saissetia oleae. Σε πολλές περιπτώσεις προξενεί σοβαρές προσβολές στα ελαιόδενδρα και μπορεί να προξενήσει πλήρη καταστροφή της παραγωγής και ξηράνσεις των δένδρων.
Λεκάνιο σε κλαδίσκο ελιάς.
Μεταξύ των φυσικών εχθρών του S. oleae ως κυριότεροι αναφέρονται τα παρασιτοειδή Υμενόπτερα Metaphycus helvolus, M. lounsburyi, M. flavous, barletti, M. swirskii, και Diversinervus elegans, καθώς και τα αρπακτικά Scutellista caerulea, Moranila californica, Eublema scitula. Τα πλέον αποτελεσματικά αρπακτικά του λεκανίου είναι τα είδη των Κολεοπτέρων Chilocorus bipustulatus, Exochomus quadripustulatus και Rhyzobius forestieri.
Άλλα είδη Ημιπτέρων που προσβάλλουν την ελιά είναι τα Lichtensia viburni, Philippia follicularis, Euphyllura phillyreae (Βαμβακάδα), Chrysomphalus dictyospermi, κ.α.
Η συμβολή των ωφέλιμων εντόμων στην καλλιέργεια της ελιάς
Η καλλιέργεια της ελιάς, θεωρείται ιδιαίτερα πρόσφορη για την εφαρμογή μεθόδων βιολογικής καταπολέμησης. Η εφαρμογή της βιολογικής καταπολέμησης, παρόλο που εμφανίζει ορισμένα μειονεκτήματα όπως είναι η προϋπόθεση ύπαρξης έργων υποδομής (υλικά, χώροι εκτροφών ωφελίμων οργανισμών, κ.λ.π.), η ανάγκη συχνής παρακολούθησης της καλλιέργειας, η παρουσία εξειδικευμένου προσωπικού και η σχετικά μεγάλη χρονική διάρκεια για την εμφάνιση των αποτελεσμάτων, έχει και σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η καθαρότητα των προϊόντων από υπολείμματα γεωργικών φαρμάκων, η συμβολή στη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων από τη χρήση τοξικών εντομοκτόνων για τον παραγωγό και το περιβάλλον και μεγάλη χρονική διάρκεια και σταθερότητα των αποτελεσμάτων της στο αγρο-οικοσύστημα.
Το αγαθό αυτό, που είναι το δένδρο της ελιάς, μας δόθηκε συνοδευόμενο και από ένα πλήθος ωφέλιμων εντόμων, τα οποία συνθέτουν ένα ισχυρό πλέγμα φυσικής προστασίας του. Για τη διατήρηση της ελαιοκαλλιέργειας και την ισορροπημένη παραγωγή των προϊόντων της, η διαφύλαξη των οργανισμών αυτών στη φύση είναι απολύτως αναγκαία και εξαρτάται από τις δραστηριότητες όλων όσων απολαμβάνουμε στην πατρίδα μας αυτή τη δωρεά (ελαιοπαραγωγών, ενδιάμεσων, καταναλωτών). Όλοι μας οφείλουμε να κατανοήσουμε πως είναι απαραίτητο και πως μπορούμε και οι ίδιοι να συμβάλλουμε στη διαφύλαξη της ωφέλιμης εντομοπανίδας, με το ενδιαφέρον, τη σωστή ενημέρωσή μας, τη διαμόρφωση ευαισθητοποιημένης νοοτροπίας, ώστε να αποτρέπονται άστοχες επεμβάσεις που είναι καταστρεπτικές για το περιβάλλον και να καταφέρουμε έτσι να φανούμε, όσο γίνεται, αντάξιοι διαχειριστές του φυσικού πλούτου της δημιουργίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bourquelot, E. & Vintilesco, J., (1938). “Oleuropein”, a new glucoside from Olea europaea L. J. Pharm Chim 28: 303-314 p.
Γιαμβριάς, Χ., 1998. Γεωργική Εντομολογία: Εντομολογικοί Εχθροί Εληάς. Εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα, 126 σελ.
DeBach, P. and Hagen, K.S., 1964. Biological Control of insect pests and Weeds. Chapman and Hall Ltd., London 844 p.
Katsoyannos, P., 1992. Olive pests and their control in the Near East. Food and Agriculture Organization on the United Nations, Rome, 178 p.
Katsoyannos, P. & Stathas, G.J., 1995. Phenology, embryonic diapause and importance of natural enemies of Lepidosaphes ulmi (L.) (Homoptera: Diaspididae) on olive trees in Greece. Israel Journal of Entomology Vol. XXIX, pp 199-206 pp.
Ποντικησ, Κ., 1981. Ελαιοκομία. Εκδόσεις Α. Ρήγος – Β. Λυμπερόπουλος, Αθήνα, 261 σελ.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
http://dide.fok.sch.gr/sde/PROJECT-ELIA.htm#arxi
http://www.oliveoil.gr/el/oliveoil/qualities.jsp
http://www.iama.gr/ethno/mytilini/moulas.html