Τα Θρησκευτικά σύμβολα στα σχολεία
2 Σεπτεμβρίου 2011
του Ανδρέα Ν. Παπαβασιλείου
Διδάκτορος Θεολογίας
Βρισκόμαστε ήδη στο τέλος και του σχολικού έτους 2010-11, όμως ο σχολιασμός των θεμάτων που έχουν σχέση με τα σχολεία και ό,τι αναφέρεται σ’ αυτά είναι πάντοτε επίκαιρος, διότι η παιδεία και η μάθηση είναι “διά βίου”, δηλ. είναι συνεχείς και αδιάλειπτες. Άρα ανάλογο είναι και θα πρέπει να είναι γι΄αυτά και το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα εκείνων που για δεκάδες χρόνια εργάστηκαν στην υπηρεσία της εκπαίδευσης, όπως υπήρξε ο υποφαινόμενος, ο οποίος για τριάντα έξι και πλέον χρόνια ανάλωσα τη ζωή μου στον βωμό του λειτουργήματος τούτου. Είναι γι΄αυτόν τον λόγο που αποφάσισα να ασχοληθώ και σήμερα με “τα θρησκευτικά σύμβολα στα σχολεία”. Είναι ένα θέμα, όπως και πολλά άλλα που αναφύηκαν στις ημέρες μας και κατέστησαν παντιέρα των πάσης φύσεως ελεύθερων σκοπευτών του λαϊκισμού, όπως είναι, λόγου χάρη, οι φυλετικές διακρίσεις και τα περιοριστικά μέτρα για προστασία των κρατικών συνόρων, η αναγνώριση και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ισότιμη προβολή των θρησκευτικών συμβόλων και ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της σύγχρονης παιδείας. Το θέμα των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία ήλθε στην επικαιρότητα, ύστερα από τη σχετική, οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), την οποία έλαβε την Παρασκευή, 18 Μαρτίου 2011, ύστερα από
προσφυγή σ’ αυτό της ιταλικής Κυβέρνησης. Με τις ψήφους υπέρ και 2 κατά, η Ολομέλεια του ΕΔΑΔ αποδέχθηκε την έφεση της Ιταλίας σε σχέση με προηγούμενη απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία απαγορευόταν τότε η ανάρτηση στις σχολικές αίθουσες του Σταυρού και των άλλων συμβόλων του Χριστιανισμού! Η Ιταλία, όχι μόνο δεν εφάρμοσε την πρώτη απόφαση του ΕΔΑΔ, αλλά και την προσέβαλε με την καταχώριση νέας προσφυγής, από την οποία προέκυψε η επίσημη Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η παρουσία του κατ’ εξοχήν χριστιανικού συμβόλου του Σταυρού δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση και ότι τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερα για τη λήψη των αποφάσεων εκείνων, που κρίνουν ότι προάγουν τον χαρακτήρα της παρεχόμενης από αυτά παιδείας. Γενικά, το ΕΔΑΔ αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό, λόγω των αρνητικών ή και μη ικανοποιητικών για μας αποφάσεών του, σε σχετικές κατά της Τουρκίας, ως κατοχικής δύναμης, προσφυγές διαφόρων Κυπρίων, οι οποίες καταχωρίσθηκαν με το σκεπτικό, ότι συνιστούν στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης και αξιοποίησης των περιουσιών τους, που βρίσκονται στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η δήλωση του νυν Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’, στην οποία ούτος προέβη τότε, όταν πληροφορήθηκε, ότι το ΕΔΑΔ παρέπεμψε την προσφυγή της Εκκλησίας της Κύπρου στη συσταθείσα στα κατεχόμενα ούτω λεγομένη “Επιτροπή Αποζημιώσεων”. Ο Αρχιεπίσκοπος είχε δηλώσει: “Το αποτέλεσμα ήταν γνωστό σε μας, γιατί εκεί, δυστυχώς, το Δικαστήριο μοιάζει με πολιτικό Δικαστήριο, παρά με Δικαστήριο που απονέμει δικαιοσύνη”. Παρά τη δικαιολογημένα δυσμενή αυτή προδιάθεσή μας απέναντι στο ΕΔΑΔ, δεν μπορούμε τις αποφάσεις του συλλήβδην να αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη, επειδή αυτές είναι ενδεχόμενο να υποκρύπτουν πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα. Αντίθετα, πιστεύουμε, ότι το ΕΔΑΔ είναι ένας θεσμός, η ύπαρξη και λειτουργία του οποίου είναι εκ των πραγμάτων ανα- γκαιοτάτη για την απονομή της δικαιοσύνης, ανεξάρτητα, αν επιμένουμε στην άποψη, ότι υπήρξαν περιπτώσεις, που οι αποφάσεις του δεν συνέπεσαν με τις δικές μας προσδοκίες.
Είναι γι’ αυτόν τον λόγο, που θεωρούμε ως πολύ σημαντική την πρόσφατη ετυμηγορία του ΕΔΑΔ, εξ αφορμής της έφεσης της Ιταλίας για αναθεώρηση της αρχικής αρνητικής απόφασής του για τα χριστιανικά σύμβολα στα σχολεία. Η ετυμηγορία αυτή συνιστά δικαστικό προηγούμενο και δεσμευτική απόφαση για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τη θέση την οποία μέχρι τώρα υιοθετούσαν. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται πλέον επίκληση από τους νεοφανείς “υπερμάχους” των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των διατάξεων εκείνων, που αφορούν τάχα στα δικαιώματα μερικών αλλοφύλων και αλλοθρήσκων μαθητών, όταν από την άλλη πλευρά καταστρατηγούνται βασικές αρχές της Δημοκρατίας, όπως είναι ο σεβασμός της θρησκευτικής ιδιότητας της συντριπτικής πλειονότητας των μαθητών σ’ ένα σχολείο. Δεν είναι δυνατόν η “πολυπολιτισμικότητα” να αποτελεί λόγο για να παραγνωρίζονται οι καταβολές της πλειονότητας μιας σχολικής μονάδας, απλά μόνο για να ικανοποιείται τάχα το αίσθημα του σεβασμού της διαφορετικότητας. Δεν είναι δυνατόν να παραγράφεται ο χαρακτήρας της αγωγής ενός σχολείου, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση της γαλουχίας πολλών γενεών, οι οποίες διαφύλαξαν αυτό γιά το οποίο καυχάται σήμερα η πολιτισμένη ανθρωπότητα ως ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, με το πρόσχημα ότι σ’ αυτό φοιτούν και μερικές δεκάδες μαθητών από άλλες φυλές ή και άλλες θρησκείες ή άλλα δόγματα. Δεν είναι δυνατόν, επειδή σ’ ένα σχολείο φοιτούν μερικοί αλλόφυλοι ή αλλόθρησκοι μαθητές, να παραγνωρίζονται τα δικαιώματα άλλων εκατοντάδων μαθητών, οι οποίοι αναμένουν και απαιτούν να έχουν στις αίθουσες διδασκαλίας τα θρησκευτικά τους σύμβολα και να μετέχουν ανεμπόδιστα στις δικές τους λατρευτικές συνάξεις. Μήπως αυτό δεν ισχύει σε άλλες χώρες, όπου αυτοί οι αλλόθρησκοι και αλλόφυλοι μαθητές αποτελούν την πλειονότητα σε μια σχολική κοινότητα; Γιατί κάποιοι θέλουν να παρουσιάζονται και στα θέματα αυτά “βασιλικότεροι του βασιλέως”; Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ θα θέσει τελεία και παύλα στο θέμα αυτό.
πηγή: Εφημερίδα Πολίτης, Πολίτες με Άποψη, Εις τον Τύπον των ήλων, Τρίτη 28 Ιουνίου 2011, σελ. 14