Ο “άγιος” των γραμμάτων – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
30 Αυγούστου 2011
«Όσον δε παρέρχεται ο καιρός και γνωρίζομεν περισσότερον το έργον του, τόσον η εκτίμησίς μας μεγαλώνει και ο θαυμασμός μας γίνεται πλέον ένθερμος».
Ο ιερέας Γεώργιος Ρήγας σε επιστολή του προς τον εκδότη Ηλ. Δικαίο έγραψε για τα χριστιανικά τέλη του κυρ-Αλέξανδρου. Ζήτησε να προσέλθει ο ιερέας της Σκιάθου παπα-Ανδρέας Μπούρας και οι αδελφές του ζήτησαν να πάει μαζί στο σπίτι και ο γιατρός. Διηγείται ο π. Γεώργιος Ρήγας:
“Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο Χριστιανός και χριστιανός ευσεβής. Μόλις, λοιπόν, είδε τον ιατρόν είπεν εις αυτόν: “Τι θέλεις συ εδώ;” “Ήρθα να σε δω”, του λέγει ο ιατρός. “Να ησυχάσης”, του λέγει ο ασθενής, “εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά και ύστερα να ‘ρθής εσύ”… Μόνος του, ολίγας ώρας πριν αποθάνη, έστειλε να κληθή ο ιερεύς διά να κοινωνήση. “Ξεύρεις! Μήπως αργότερα δεν καταπίνω!”, έλεγεν. ΄Ητο η παραμονή του θανάτου του και τότε του απονεμήθηκε το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος. Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου 1911, παραμονήν του θανάτου του, “ανάψτε ένα κηρί”, είπε “φέρτε μου κι ένα εκκλησιαστικόν βιβλίον”. Το κηρίο ηνάφθη, επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον, αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπεν: “Αφήστε το βιβλίο. Απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ’ έξω”. Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά “την χείρα σου την αψαμένην…” (πρόκειται για τροπάριο από τις Ώρες της εορτής των Φώτων που επέκειτο).
Αυτό ήταν και το τελευταίο ψάλσιμο του Παπαδιαμάντη, ο οποίος την ιδίαν νύκτα, κατά την 2αν μεταμεσονύκτιον, όταν εξημέρωνεν η 3η Ιανουαρίου, παρέδωκεν την ψυχήν του εις χείρας του Πλάστου. Η Σκιάθος όλη έκλαυσε και κλαίει διά την απώλειαν του Παπαδιαμάντη…”.
Όπως διηγήθηκε μετά ο εξάδελφός του Α. Μωραϊτίδης, του Αγίου Βασιλείου, μετάλαβε για τελευταία φορά. Όταν βράδιασε καλά την ίδια μέρα, ανασηκώθηκε λίγο σαν ενθουσιασμένος από κάποια ανάμνηση.
Άκουγε σιωπηλός το τραγούδι του Αγίου Βασιλείου (πρόκειται για τα κάλαντα), το οποίο τραγουδούσαν τα παιδιά στο αγαπημένο του καφενείο, στην παραλία.
“Τι ωραία που το ‘πανε στου Λάμπρου” ψιθύρισε και πρόσθεσε: “να ‘μουν κι εγώ κει δα!”.
Για το πένθος τότε στη Σκιάθο σχολιάζει ο καθηγητής – συγγραφέας κ. Π. Β. Πάσχος σε άρθρο του: “Σήμερον ημπορούμε να είπωμεν ότι όχι μόνον η Σκιάθος, αλλ’ η Ορθόδοξος Ελλάς ολόκληρος εθρήνησε την κοίμησιν του Αλεξάνδρου. Όσον δε παρέρχεται ο καιρός και γνωρίζομεν περισσότερον το έργο του, τόσον η εκτίμησίς μας μεγαλώνει προς την υψηλήν τέχνη του και ο θαυμασμός μας προς το πρόσωπό του γίνεται πλέον ένθερμος”. (από την έκδοση του περιοδικού “Ευθύνη”, “Μνημόσυνο του Αλεξ. Παπαδιαμάντη”, για τα 70χρονα από την κοίμησή του).Εκλεκτός ιερέας
Πατέρας του Αλέξανδρου ήταν ο ιερέας παπα-Αδαμάντιος Εμμανουήλ, από τον οποίο πήρε και το επίθετό του. Ήταν ένας έντιμος και αγαθός ιερέας και πολλά οφείλει σ’ αυτόν ο άγιος των γραμμάτων μας. Είχε γεννηθεί στο Κάστρο της Σκιάθου το 1817. Στις 11 Φεβρουαρίου 1840 παντρεύτηκε την Γκιουλώ (1822-1896), κόρη του άρχοντα Αλέξανδρου Μωραΐτη, και τον Απρίλιο του 1842 χειροτονήθηκε ιερέας από τον Επίσκοπο Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγένιο Οικονόμου. Απέκτησαν οκτώ παιδιά, τρεις γιους, τους Εμμανουήλ, Αλέξανδρο και Γεώργιο, και πέντε θυγατέρες, τις Ουρανία (η μόνη από όλα τα παιδιά που νυμφεύθηκε), Χαρίκλεια, Σοφούλα, Κυρατσούλα και πάλι Κυρατσούλα…
Ο π. Αδαμάντιος απεβίωσε στις 2 Ιουνίου 1895, σε ηλικία 78 ετών. Τότε ο γιος του, ο κυρ-Αλέξανδρος, εργαζόταν στην εφημερίδα “Ακρόπολις” και έγραψε για τον πατέρα του συγκινητική νεκρολογία, την οποία αναδημοσιεύει ο ιερέας της Σκιάθου π. Γεώργιος Αθ. Σταματάς στο πόνημά του “Ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός Τριών Ιεραρχών Σκιάθου”. Έτσι αρχίζει το κείμενό του:
“Σεμνοτάτη, πολλών ακολουθούντων, εγένετο η κηδεία του εν Κυρίω μεταστάντος εν γήρατι καλώ αιδεσιμωτάτου οικονόμου της εκκλησίας Σκιάθου Παπα-Αδαμαντίου, ήτις εν τω προσώπω αυτού εστερήθη ενός εκ των σεμνοτέρων και μάλλον ευπαιδεύτων εφημερίων. Εις γένος Λευιτικόν ανήκων, εκηδεύθη πλησίον των συγγενών του, ηγουμένων της Κουνιστρίας…”.
Ο Παπαδιαμάντης αισθανόταν και για το λόγο αυτό έναν πολύ μεγάλο πνευματικο δεσμό με την Παναγία την Κουνιστρία. Δεν είναι πολύ γνωστό ότι με επιστασία και σημειώσεις του είχε εκδοθεί το 1903 η “Ιστορία της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Εικονιστρίας της εν τη νήσω Σκιάθω και της θαυμαστής ευρέσεως της αγίας αυτής εικόνος”, την οποία είχε γράψει ο Σκιαθίτης Επιφάνιος Δημητριάδης “εις δόξαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και εις ωφέλειαν των αναγιγνωσκόντων και σωτηρίαν Επιφανίου του αμαρτωλού”.
Στη δεύτερη έκδοση του μικρού αυτού βιβλίου, που έγινε το 1926 από το βιβλιοπωλείο του Ιωάννου Σιδέρη, ο εξάδελφος του Παπαδιαμάντη, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, προσέθεσε Παρακλητικό Κανόνα ο οποίος ψάλλεται κατά τη λιτανεία της εικόνας και Πανηγυρική Ακολουθία για την εύρευσή της. Από το λόγιο εφημέριο του Ι. Μητροπολιτικού Ναού των Τριών Ιεραρχών Σκιάθου π. Γεώργιο Σταματά πληροφορηθήκαμε ότι έχει τυπωθεί και η έβδομη έκδοση του εν λόγω μικρού βιβλίου.
Χαμένα αντίγραφα Στον πρόλογό του, και απευθυνόμενος στους αναγνώστες του, ο Παπαδιαμάντης γράφει ότι το βιβλιάριο γράφτηκε στις αρχές του 1800 από τον Επιφάνιο Δημητριάδη και τα αντίγραφα του τετραδίου είχαν χαθεί επί πολλά χρόνια, ως ότου βρέθηκε ένα στο ΄Αγιον Όρος, το 1873, το οποίο είχε γράψει με το χέρι του ο Προηγούμενος της Ι. Μονής Δοχειαρίου μακαρίτης παπα-Ευλόγιος Μυρώδης, που επίσης καταγόταν από τη Σκιάθο. Κι αφού εξιστορεί το πώς έφτασε στα χέρια του, επιλέγει ο άγιος των γραμμάτων μας: “Το μικρόν τούτο τεύχος διανέμεται εις τους φιλευσεβείς χριστιανούς αντί προαιρετικής τινός εισφοράς, μελλούσης να χρησιμεύση προς επισκευήν και ανακαίνισιν μέρους του Ναού της Παναγίας της Κουνιστρίας, ετοιμόρροπου όντος. ΄Ερρωσθε. Εν Σκιάθω 1903, κατά Οκτώβριον. Α. Παπαδιαμάντης”.
Στην ιστορική μονή μένει τώρα μια γυναίκα ως φύλακας. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Εικονιστρίας μεταφέρθηκε στον Ι. Ναό των Τριών Ιεραρχών το 1858, όπου φυλάσσεται ως σήμερα “αποτελώντας την καρδιά όλων των ευλαβών Σκιαθιτών, όπου κι αν βρίσκονται αυτοί”, όπως γράφει στο βιβλίο του ο π. Γεώργιος Σταματάς.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), αποτελεί μια ξεχωριστή μορφή στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο πεζογράφος δεν δημοσίευσε κανένα βιβλίο όσο ζούσε. Ωστόσο, ενενήντα και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του, κατέχει ξεχωριστή θέση στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό της πατρίδας του και το έργο του, με τις πολυάριθμες μεταφράσεις και επανεκδόσεις είναι ευρέως διαδεδομένο ανά τον κόσμο. Όσο ζούσε, τα διηγήματα και οι νουβέλες του δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά.
Δίκαια θεωρείται ο Ντοστογιέφσκι ή ο Ντίκενς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η σύντομη ζωή του υπήρξε σκληρή και η φτώχεια δεν τον εγκατέλειψε μέχρι το θάνατο. Στο έργο του περιγράφει τη ζωή των φτωχών, των χηρών, των ορφανών, των αυτοεξόριστων λόγω της φτώχειας καθώς και τη ζωή των φτωχών γυναικών του δέκατου ένατου αιώνα, που ζούσαν κάτω από την τυραννία, αρχικά του πατέρα, έπειτα του συζύγου και αργότερα των παιδιών και πάντα κάτω από τη μιζέρια. Περιέγραψε δε αυτόν τον κόσμο με αγάπη για τον συνάνθρωπο, για τη φύση, για τη ζωή του λαού στην Ελλάδα και ιδιαίτερα για τη ζωή στα νησιά. Προσπάθησε να δείξει την αντανάκλαση των μυστηρίων της ψυχής και του ανθρώπινου πόνου και να τα ξεδιαλύνει. Γι αυτό, το έργο του, πιάνοντας ρίζες στο νησί του, απέκτησε στη συνέχεια παγκόσμια σημασία.
Το κυριότερο έργο του Παπαδιαμάντη είναι αναμφισβήτητα η νουβέλα “Η φόνισσα”. Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα, που το περιεχόμενό του “έχει την μεγαλειώδη απλότητα της αρχαίας τραγωδίας”, προκαλεί έντονες συγκινήσεις και η τραγική του ομορφιά βάζει σε σκέψεις. Η πρωταγωνίστρια, η γριά Φραγκογιανού και το πάθος της να σώσει τα μικρά κορίτσια από μια σκληρότατη ζωή, όπως αυτή που έζησε η ίδια, δεν ξεχνιούνται εύκολα. Η μαγεία της ποίησης του Παπαδιαμάντη και το καλοσυνάτο βλέμμα του προς την ανθρώπινη αδυναμία, φωτίζουν τα άλλα διηγήματα και τις νουβέλες του, αλλά στην “φόνισσα” η έντασή τους μάλλον φτάνει στο αποκορύφωμά της.Η τρομερή σύγκρουση ανάμεσα στην πεποίθηση ότι εκτελεί ένα αξιόλογο έργο και στην εξοργιστική τιμωρία της κοινωνίας και της θρησκείας δεν επιλύεται στην “Φόνισσα”. Η Φραγκογιανού, καταδιωγμένη, προσπαθεί να βρει καταφύγιο σε ένα ιερό χώρο και εισδύει στον στενόμακρο κόλπο που τον περιστοιχίζει, όταν η παλίρροια ανεβαίνει. Βρίσκεται μερικά βήματα από τον Άγιο Σώστη: “Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση, εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πιχρόν ύδωρ. Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως, ως να είχαν πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρες και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν, νεανίδα, την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
“Ω να το προικιό μου! Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης…”.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο νησί του, την Σκιάθο, έπειτα στην Χαλκίδα, τον Πειραιά και τη Βαρβάκειο Σχολή, το 1873, μπαίνει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ο καθηγητής του Κουμανούδης σημειώνει στον κατάλογό του ότι ο «Παπαδιαμάντης ακροάται τακτικώς», αλλά στο δεύτερο χρόνο δεν υπάρχει σημείωση και ο Παπαδιαμάντης δεν παίρνει ποτέ πτυχίο. Όταν τον ρώτησαν γιατί, αφού φοίτησε δυό χρόνια, δεν συνέχισε τις σπουδές του[3] και να δώσει εξετάσεις, απάντησε «Και ποιός θα με εξετάσει;».
Προηγουμένως (1872) ο νεαρός Παπαδιαμάντης μαζί με το φίλο του Νικόλαο Διανέλο πηγαίνει στο Άγιο Όρος, έχοντας θρησκευτική έφεση και την επιθυμία να καρεί μοναχός. Ο Διανέλος μένει εκεί και ονομάζεται μετά την κουρά του Νήφων. Ο Παπαδιαμάντης, μετά από οκτώ μήνες παραμονής του στο Περιβόλι της Παναγιάς, το εγκατάλειψε γυρίζοντας στον κόσμο. Γι΄ αυτήν του την εμπειρία δεν μίλησε ποτέ. Φαίνεται όμως ότι αυτά που έμαθε και είδε στο Άγιο Όρος για το μοναχισμό δεν ταιριάζανε με όσα εκείνος είχε διδαχτεί και είχε μάθει στο νησί του από τον πατέρα του ιερέα παπά-Διαμαντή.
Δυο αναχωρήσεις, λοιπόν. Μία από την αγιοσύνη του Αγίου Όρους και μία από την επιστήμη. Για το Πανεπιστήμιο εξέφρασε μία απέχθεια γιατί κατάλαβε ότι το «ξόανο της επιστήμης» ήταν ταπεινά ντυμένο με ανθρώπινα πάθη, με κυνική προβολή αχαλίνωτων εγωισμών και δεν μπορούσε να δημιουργήσει «τον πρέποντα κανόνα ζωής». Τι απογοήτευση για το νεαρό ιδεολόγο Παπαδιαμάντη.
Τα ίδια αυτά χρόνια των σπουδών του δημοσιογραφεί, ενώ μονάχος του μαθαίνει γαλλικά και αγγλικά, μεταφράζοντας Βύρωνα, Σαίξπηρ, Θερβάντες και είναι ο πρώτος που μετάφρασε τον Ντοστογέφσκυ.
Φίλος του ο πρώτος ξάδερφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, που αργότερα έγινε μοναχός.
Με τη βοήθεια του Μωραϊτίδη γίνεται δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους και στα λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύοντας συνεργασίες. Είναι η εποχή που κάνει την εμφάνισή της η Νέα Αθηναϊκή Σχολή με τους Παλαμά, Δροσίνη, Πολέμη, Καμπά, οι οποίοι με το έργο του Γιάννη Ψυχάρη «Το ταξίδι μου», εγκαινιάζει το κίνημα της δημοτικής γλώσσας. Ο Παπαδιαμάντης γι΄αυτό το κίνημα και την γλώσσα γράφει:
«Η γλώσσα η Ελληνική έπρεπε να βλέπει μακράν ως φάρον την λαμπράν αίγλην της αρχαίας, χωρίς να έχει τέρμα τον φάρον αυτόν».
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης είναι μια γλώσσα ευαισθησίας που αγγίζει την ανθρώπινη ψυχή. Είναι ιδιότυπη γλώσσα. Μια ποικιλία που περιέχει γλωσσικά στοιχεία από τη δημοτική, την καθαρεύουσα, την αρχαία ελληνική, την γλώσσα των Ευαγγελίων, την γλώσσα των θρησκευτικών ύμνων, την γλώσσα της μεσαιωνικής ποίησης και το γλωσσικό ιδίωμα του νησιού του, της Σκιάθου.
Τα έργα του κύρ Αλέξανδρου περιλαμβάνουν ορισμένα στοιχεία, όπως την αγάπη προς τον Χριστό, την αγάπη στους ανθρώπους της δουλειάς, τους δουλευτές της υπαίθρου, τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους καπετάνιους, τους κυνηγούς και τους ψαράδες και, τέλος, σ΄ όλους εκείνους που με τη συμπεριφορά τους «ζωγραφούν τα ελληνικά έθη».
Ο κυρ Αλέξανδρος όμως ασχολείται και με τις γυναίκες. Νέες και γερόντισσες. Στη «Φόνισσα», λόγου χάρη, που θεωρείται από τα καλύτερα έργα του, ασχολείται με την περιθωριοποίηση της γυναίκας και την άνιση κατανομή των ρόλων σε βάρος των γυναικών. Καυτηριάζει τις καταστάσεις όπου οι γυναίκες είναι υποδουλωμένες στις πατριαρχικές ανδροκρατικές αντιλήψεις.
Οι κοινωνικές του ευαισθησίες και ο πατριωτισμός του φαίνονται σε μια σειρά από διηγήματα, όπως «τα δύο τέρατα», «οι χαλασοχώρηδες», «ο Καλόγερος» και άλλα πολλά. Ο Παπαδιαμάντης χτυπά την κοινωνική διαφθορά και την άθλια πολιτική κατάσταση μετά την πτώση του Χαρίλαου Τρικούπη, το 1897.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπως και άλλοι μεγάλοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες, πέθανε φτωχός, αγνοημένος από το κράτος.
Ήταν φτωχός, αλλά περήφανος. Δεν ζητούσε χρήματα και του αρκούσανε τόσα όσα να ζει απλά και μοναχικά.
Διηγούνται ότι μια μέρα περπατούσε στον δρόμο σκυφτός και με τα φτωχικά του ρούχα. Δίπλα του περνούσε με την άμαξά του ο πάμπλουτος Ανδρέας Συγγρός. Τον είδε και σταμάτησε την άμαξά του. Απευθυνόμενος στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, του πρότεινε να του δώσει χρήματα. Ο Παπαδιαμάντης, αρνήθηκε να τα πάρει.
– Γιατί, δεν είσαι φτωχός, ρώτησε απορημένος ο Συγγρός.
– Όχι, απάντησε ο Παπαδιαμάντης, είμαι πλούσιος. Και συνέχισε τον δρόμο του περήφανα.
Ο θάνατός του, στις 3 Ιανουαρίου 1911, γέμισε θλίψη τον σκεπτόμενο κόσμο. Την παραμονή του θανάτου του θυμήθηκε το κράτος να του απονείμει το παράσημο του «Σταυρού του Σωτήρος»! Τι ειρωνεία!
Όσο ζούσε ήταν αγνοημένος. Κανένας δεν είχε γράψει κριτική για το έργο του, εκτός από τον Παλαμά (1899) και τον Νιρβάνα (1906) και ορισμένα σημειώματα στην Αλεξάνδρεια.
Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς χαρακτηρίζει την φυσιογνωμία των διηγημάτων ότι «δίνει την άυλη χαρά της τέχνης». Και τονίζει:
«Ένα περιβόλι είναι ο κόσμος που μας παρουσιάζει στις ιστορίες του. Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα. Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις».