Ας είχις ρουβάδα του νου σ΄
26 Αυγούστου 2011
Στην Κω, τα 100 χρόνια κινηματογράφου που είναι αφιέρωμα εκδηλώσεων “επιστημονικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών” υπό την αιγίδα της Ουνέσκο, γυρίζουν πίσω τη μνήμη σε μικρές ιστορίές, τρυφερές· καθαρές, ζωντανές και αξέχαστες.
Σκόπελος του 1958.
Πλυμένοι δρόμοι, λουλούδια, κολύμπι στα Λαλαρίδια, ούζο στην παραλία με χταπόδι και ψητή πατάτα οτη χόβολη, βεγγέρες και μαντολινάτες, εκδρομές με το φορτηγό ή το καΐκι του Αλέξη και τον Βαγγέλη. Και πάνω απ’ όλα τα ωραία και τ΄ αλησμόνητα, αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανείπωτης γαλήνης, πολιτισμού, ευγένειας, κεφιού, φιλοσοφίας, αρχοντιάς και σκωπτικού πνεύματος. Η έναρξη λειτουργίας κινηματογράφου (σε ‘κείνη τη Σκόπελο) από τους φιλοπρόοδους αδελφούς Βλαχάκη ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Γιατί το τόλμημα στην κλίμακά του ήταν περίπου ανάλογο των Κινηματογραφιστών με τις τεράστιες αίθουσες τύπου Μέτρο Γχόλντουϊν Μάγερ.
Προηγήθηκαν του “Cinema Ο Παράδεισος”, διαμορφώνοντας ένα μεγάλο υπαίθριο χώρο συγκέντρωσης ελαίων, τοποθετώντας τάβλες πάνω σε κορμούς ή τενεκέδες. Καθόμαστε εύτακτα kl αν κάποιος απ’ τις άκρες σηκώνονταν χωρίς να μας ειδοποιήσει, η σανίδα δίκην τραμπάλας μας έριχνε κάτω μέσα σε γέλια, φωνές και σαματά.
Το προβληματικό μηχάνημα και οι ταινίες που κοβόντουσαν, ήταν διαλείμματα σχολίων και γενικής ευθυμίας. Tα παιδιά έτρεχαν πίσω από την οθόνη ψάχνοντας για τους ηθοποιούς, και το έργο άρχιζε ώσπου να.., σταματήσει οπότε τα επιφωνήματα “αχ κόπκι πάλι” έφθαναν στην πέρα γειτονιά. Με την εμφάνιση των πρωταγωνιστών στο πανί, συνήθως άκουγες απ’ την μια άκρη στην άλλη “αρήή ε! Λαλάκ’ ίδιους δεν είνι, (ο Γκάρυ Κούπερ π.χ. ή ο Αλέκος Αλεξανδράκης) μι τουν κουμπάρουμ του Ρηγίνου; – “Μωρέ κ-ί (κουκί) κι “έσκασι” απαπαπαπα.
Η Σμαρούλα Γιούλη ως αποπλανηθείσα κόρη σπάραξε στο κλάμα στην αγκαλιά του πατέρα της για την χαμένη της αθωότητα (και όχι μόνο), κι η θείτσα μας από δίπλα συνέπασχε παρακολουθώντας και σχολιάζοντας “ας είχις ρουβάδα του νου σ”.
Ο Γιώργος Καμπανέλης στην ακροθαλασσιά στην ακροθαλασσιά φώναζε αναζητώντας την αγαπημένη του, οπότε το κοινό τον πληροφορούσε: “Τρέξι, κόψι απ’ του μονουπάτ να ντ’ προυφτάσεις. Τώρα έστριψι μι ντ’ βάρκα”.
Η Ρένα Βλαχοπούλου είχε ένα κανάτι, που διαρκώς πηγαίνοντας ή ερχόμενη από τη βρύση το έσπαζε, και το Λαφνάκι ρωτούσε: “Μα ντιπ στραβάδ είνι; Θα τνι οκοτώσ η μάνα τσ στου ξύλου”.
Όμως το σοφώτερο λίγο μεγαλύτερο έδινε την εξήγηση ότι; “Η ματιασμέν είνι, ή αγγελοκρούτστκι”, γιατί, είδε άξαφνα τον Μπάρκουλη.
Στην “Κυρία με τας Καμέλιας” (συνέβη στην Σκιάθο) την ώρα που η Μαργαρίτα Γκωτιέ αφήνει την τελευταία της πνοή, αγαθή νησιώτισσα, φώναξε: “Για το Θεό ένα γιατρό, πεθαίν’ του κορίτσ”.
Κι όταν για πρώτη φορα η Μανού το Μαχώ πήγε στην “Τιτάνια” και βλέποντας ταινία Τζων Χώλλ – Ντόροθυ Λαμούρ, σεισμούς και• θεομηνίες, μόλις άρχισε καταρρακτώδης βροχή στην Οθόνη. μάζεψε τις φουστάνες της και• σηκώθηκε λέγοντας: “Πάμι αγάπη μ’ να φύγουμι. Έχω ρούχα απλωμένα οξ κι θα βραχούν”.
Τέτοια συμμετοχή, πάθος και ταύτιση τοιι κοινού με το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της 7ης Τέχνης!
Τελειώνοντας κάτι, σαν τρισάγιο στον Ντελάλη της Σκοπέλου, τον Παντελούα που περιδιαβαίνοντας τα σοκκάκια, μας καλούσε με την φωνάρα του: “Ακούσατι. – ακούσατι. Απόψ΄ θα παιξ Ο Σινεμάς, Αγκαλίτσις κι φιλάκια”.
Σ’ αυτούς που άνοιξαν τον δρόμο με τον δικό τους ανεπανάληπτο εξαίσιο τρόπο, στα “επιστημονικά εκπαιδειηικά πολιτιστικά” κάτι σαν κι ένα μεγάλο ευχαριστώ. Σ’ εκείνον, τον πρώτο κινηματογραφιστή του νησιού, που κουρασμένος να ενώνει ξανά και ξανά την ταινία, λίγο πριν το τέλος της», βγήκε χαμογελώντας και μας είπε: “Κρίμα δεν είνι να βασανιζομαστι κι εσείς κι ‘γω; Να, παντρεύονται κι ζουν μια, χαρά”. Ναι, μια χαρά ζήσαμε! Κι όποιος θέλει θα πάει στην Κω. Εμείς οι άλλοι σ1 εκείνη την Σκόπελο.
πηγή: Κατερίνα Κωνσταντίνου, Εφημερίδα Θεσσαλία, § Μέρες κινηματογράφου, 1 Σεπτεμβρίου 1996