Θαύματα της Παναγίας της Προυσιώτισσας
22 Αυγούστου 2011
Α. Κατά την επιδημία του 18
Οκτώβριος 1918. Το Αγρίνιο δεν απαριθμεί περισσοτέρους από 15.000 κατοίκους. Μία επάρατος νόσος, η γρίπη, έχει ενσκήψει και θερίζει, κυριολεκτικώς, την πόλη και την γύρω περιοχή της. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μη θρηνή τα θύματά της. Φόβος συνέχει τους κατοίκους όλης της περιοχής, γιατί η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό.
Η επιστήμη φαίνεται ανίκανη να ανακόψη τη θανατερή πορεία της νόσου. Ο αριθμός των θανάτων μόνο μέσα στο Αγρίνιο φτάνει τον αριθμό των 40 έως 50 ημερησίως. Κανείς δεν συνοδεύει πια τους νεκρούς, οι οποίοι μεταφέρονται με δίτροχα κάρα από αχθοφόρους στο νεκροταφείο, όπου μετά από μια σύντομη ευχή τους ιερέως, πολλές φορές δε και χωρίς αυτήν, θάπτονται. Οι κάτοικοι όχι μόνον δεν επιμελούνται τους νεκρούς τους, αλλά και τους αποφεύγουν από τον φόβο της μεταδόσεως της ασθένειας.
Όλοι αποκαμωμένοι ψυχικά λες και περιμένουν με σταυρωμένα χέρια το μοιραίο. Καμιά ελπίδα από πουθενά δεν φαίνεται. Δεν μένει άλλο καταφύγιο από την πίστη. Αλλά και αυτή κάποτε μπρος στο αδιάκοπο θανατικό κλονίζεται σε πολλούς. Μα μέσα σ’ αυτήν την παραζάλη της απελπισίας, που συνέχει όλους, υπάρχουν και μερικοί γέροντες που θυμούνται. Η μνήμη τους ξαναγυρίζει 64 χρόνια πίσω, στο 1854. Θυμούνται ότι και τότε μια άλλη επάρατος νόσος, η χολέρα, είχε ενσκήψει στην πόλη του Αγρινίου και είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό της. Και θυμούνται τότε το θαύμα της Παναγίας της Προυσιώτισσας.
Η «σανίς σωτηρίας» είχε βρεθή. Ήταν η πίστη στην προστασία της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Στο θαύμα της Μεγαλόχαρης. Όταν οι γέροντες το είπαν, όλοι ζήτησαν να μεταφερθή η εικόνα της. Όλοι αυτομάτως πια ήταν βέβαιοι ότι, όταν η εικόνα της Προυσιώτισσας θα ερχόταν στο Αγρίνιο, η πόλη θα απαλλασσόταν από την τραγική δοκιμασία. Μα κανένας δεν αποφασίζει, δεν τολμάει να πάη στο Μοναστήρι, στον Προυσσό, για να μεταφέρη την παράκληση της πόλης στον Ηγούμενο. Ένας φόβος για την περίπτωση αυτή συνέχει όλους. Πιστεύουν ότι το θανατικό της γρίπης ήταν μια δοκιμασία εξαγνισμού που την έστειλε η Θεία Βουλή στον «παραστρατημένο» λαό. Γι’ αυτό και φοβούνται να πάνε στο Μοναστήρι, μήπως η Θεία «οργή» ξεσπάση στους απεσταλμένους.
Ολόκληρη κίνηση έγινε τότε για να συγκροτηθή μια αντιπροσωπευτική επιτροπή, που θα μετέβαινε στην Ναύπακτο, για να ζητήση από τον τότε Μητροπολίτη Αμβρόσιο την άδεια μεταφοράς της Εικόνας και εν συνεχεία θα ανέβαινε στο Μοναστήρι, για να συνοδεύση την θαυματουργό Προυσιώτισσα στην πόλη.
Τελικώς έγινε μια τριμελής επιτροπή, αλλά εντός της ίδιας ημέρας τα μέλη της παραιτήθηκαν, για να γίνη άλλη την επομένη και να παρουσιασθή εμπρός στην ασκητική μορφή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Αμβροσίου, μεταφέροντας την παράκληση της πόλης.
Με την ευλογία του Αμβροσίου και με το σχετικό έγγραφο της άδειας στα χέρια η επιτροπή αφήνει την Μητρόπολη. Η άδεια έχει δοθή. Μα τα λόγια του Δεσπότη, παρά την τελική ευλογία του, στριφογυρίζουν καυτερά στην ψυχή και στην σκέψη. Τα βήματά τους σέρνονται όχι προς το Αγρίνιο, αλλά προς την παραλία της Ναυπάκτου. Εκεί καθισμένοι στο μουράγιο, αμίλητοι, κάνουν αυτοκριτική. Είναι, άραγε, άξιοι να παρουσιαστούν μπροστά στην θαυματουργό Εικόνα; Αμαρτωλοί αυτοί, πρεσβεία αμαρτωλών; Ο Μητροπολίτης επέτρεψε, αλλά θα ευδοκήση, θα δώση συγχώρεση και η Παναγία; Αυτές οι σκέψεις τους βασανίζουν στις ώρες της σιωπής.
Ύστερα από μια κοπιώδη πορεία η επιτροπή-πρεσβεία, κατά το δειλινό της 22ας Οκτωβρίου, έφτανε στο Μοναστήρι, στον Προυσσό. Γονατιστοί μπροστά στην Θαυματουργό Εικόνα οι τρεις πρεσβύτες ευχαριστούν που τους αξίωσε να φτάσουν ως εκεί και προσεύχονται. Σε λίγο το Μοναστήρι παρουσιάζει εικόνα συναγερμού ικεσίας. Οι Πατέρες μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, με τον Κωνσταντίνο Καθηγούμενο, αναπέμπουν Παράκληση στην Θεομήτορα, ενώ τα πρόσωπα των Αγρινιωτών, που εξακολουθούν να είναι γονατιστοί μπροστά στην Εικόνα, τα αυλακώνουν τα δάκρυα. Είναι τα δάκρυα της μετανοίας.
Το άλλο πρωΐ γίνεται Δοξολογία και το βράδυ ολονύκτια Παράκληση. Η προετοιμασία για την μεταφορά της Εικόνας έχει αρχίσει το πρωΐ της 24ης Οκτωβρίου, μετά τον Όρθρο σχηματίζεται η πομπή και η Ιερά Θεωρία ξεκινάει…
Εν τω μεταξύ στο Αγρίνιο έχουν ειδοποιηθή. Από την πόλη και τα γύρω χιλιάδες οι πιστοί μετά την Παράκληση στην Μητρόπολη ξεκινάνε σε μια ολονύκτια πορεία μέσα στα βουνά. Τραβάνε όλοι με συντριβή και μετάνοια τόση που μεταρσιώνει προς τα Αραποκέφαλα, για να προϋπαντήσουν την Μεγαλόχαρη, την μόνη ελπίδα της σωτηρίας που τους απόμενε. Λιτανεία ψυχών είναι η πορεία τούτη με την ολονύκτια προσευχή. Το ίδιο πρωΐ οι χιλιάδες αυτές των πιστών συναντώνται με την θρησκευτική πομπή που φέρνει την Θαυματουργό Εικόνα πάνω σε μια από τις ψηλότερες κορφές των Αραποκέφαλων. Οι στιγμές αυτές, όπως τις περιγράφουν οι επιζώντες ακόμα γέροντες, είναι ασύλληπτες από την φαντασία σε κατάνυξη. Εκεί γίνεται η πρώτη μεγάλη Δέηση. Δέησις εις το όρος. Σε πέντε χιλιάδες υπολογίσθηκαν οι Χριστιανοί, που γονυπετείς γέμισαν τα γύρω φαράγγια και με δάκρυα μετανοίας πραγματικής παρακολούθησαν την Δέηση στην Παναγία. Και μετά από αυτήν ξαναρχίζει η πορεία. Η Θεία Εικόνα ακολουθουμένη από τις χιλιάδες των ευλαβουμένων προχωρεί να φτάση το πρωΐ της επομένης στο χωριό Προστοβά, όπου ψέλνεται κατανυκτική Παράκληση και τις νυχτερινές ώρες φτάνει στα προάστεια του Αγρινίου.
Όταν η ιερή πομπή έφθασε στα πρόθυρα της πόλης, το Αγρίνιο μέσα είχε ερημωθή. Δεν είχαν μείνει παρά μόνον μερικά παιδιά στα καμπαναριά των εκκλησιών που χτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες.
Η πομπή τώρα προχωρεί προς την πόλη και κατευθύνεται στο Ναό της Αγίας Τριάδος, όπου αναπέμπεται ευχαριστήρια Δέηση και ακολουθεί Μεγάλη Παράκληση για την απαλλαγή του δοκιμαζόμενου λαού από την μάστιγα της τρομερής αρρώστιας. Και μετά όταν μπήκε η Εικόνα της Θεομήτορος στο Ναό, επί ένα εικοσιτετράωρο συνεχώς οι παπάδες δεν σταμάτησαν να ψέλνουν ομαδικές Παρακλήσεις των πιστών, ενώ άλλοι μεταλάμβαναν των Αχράντων Μυστηρίων.
Μετά τις πρώτες ώρες από την άφιξη της Προυσιώτισσας στην πόλη, το κακό είχε σταματήσει. Οι άρρωστοι, και οι κατάκοιτοι ακόμα που δεν μπορούσαν να σηκωθούν από το κρεββάτι, τώρα κατά δεκάδες, τελείως υγιείς, έσπευδαν στην Αγία Τριάδα για να ευχαριστήσουν την Μεγαλόχαρη. Το θαύμα είχε συντελεσθή ομαδικά. Η ζωή στο Αγρίνιο ξανάρχιζε να παίρνη το ρυθμό της.
Αλλά μόνον η πόλη του Αγρινίου είχε απαλλαγή από το κακό. Όλη η γύρω περιοχή από όπου δεν πέρασε η προς το Αγρίνιο πορεία, το Αιτωλικό, το Μεσολόγγι, θερίζονταν ακόμα από την αρρώστια με ρυθμό συνεχώς αυξανόμενο. Το θανατικό ήταν τόσο που οι παπάδες δεν προλάβαιναν ούτε καν μια ευχή να διαβάσουν στους νεκρούς.
Οι επιτροπές που φτάνουν από τα γειτονικά χωριά και από τις δύο πόλεις, το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, αντιδρούν. Αλληλομάχονται για την προτεραιότητα της μεταφοράς της Εικόνας. Αλλά και οι Αγρινιώτες δεν εννοούν να επιτρέψουν να απομακρυνθή η Εικόνα της Παναγίας από την διασωθείσα πόλη πριν προσκυνήση όλος ο λαός και πριν ψαλή η μεγάλη ευχαριστήρια Δοξολογία.
Κάποιοι, οι ψυχραιμότεροι από το πλήθος των κατοίκων, με επικεφαλής τον Ηγούμενο, πρωτοστατούν σε μια προσπάθεια συμβιβασμού και αποφυγής του κακού που απειλείται από μια σύγκρουση των κατοίκων.
Η προσπάθεια αυτή και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν για αρκετές ημέρες, ώστε δόθηκε ο καιρός στους Αγρινιώτες να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, που εν τω μεταξύ είχαν αυξηθή. Ήθελαν τώρα η Εικόνα να λειτουργηθή σε όλες τις εκκλησίες της πόλης.
Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου, στο Ναό της Αγίας Τριάδος ψέλνεται κατανυκτικώτατα η ειδική ακολουθία με την οποία λιτανεύεται η πάνσεπτη Εικόνα της Προυσιώτισσας και κατόπιν σχηματίζεται ιερή πομπή η οποία δια μέσου των κεντρικωτέρων οδών της πόλης μεταφέρει την Εικόνα στον παλαιό Ναό του Αγίου Χριστοφόρου, που βρίσκεται έξω από το Αγρίνιο επάνω σε έναν λόφο. Εκεί εψάλη η Μεγάλη Παράκληση μετά από την οποία ο Ηγούμενος έδωσε την εξήγηση ότι η φοβερή αρρώστια δεν ήταν παρά μια δοκιμασία του πληθυσμού της πόλης για την εκτροπή από τον δρόμο της πίστεως και ανέλυσε τις υποχρεώσεις που δημιουργεί πια για τους Αγρινιώτες η δοθείσα Χάρις της Θεομήτορος.
Ακολούθησε 24ωρο προσκύνημα μετά το οποίο, κατά τα πέντε εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν, η Εικόνα μεταφέρθηκε διαδοχικά και λιτανεύθηκε στους Ναούς της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Δημητρίου. Στο διάστημα αυτό του προσκυνήματος ολόκληρος ο πληθυσμός εξομολογείται και μεταλαβαίνει των Αχράντων Μυστηρίων. Η ζωή και η κίνηση στην πόλη αποκαθίστανται, κανένας άρρωστος δεν υπάρχει, κανένας θάνατος δεν σημειώνεται.
Στο Μεσολόγγι η επάρατη νόσος συνεχίζει να αποδεκατίζη τους κατοίκους. Καθημερινά πεθαίνουν από την γρίπη 25-30 άτομα, τα οποία μεταφέρονται με κάρα και θάβονται κατά το πλείστον χωρίς την συνοδεία ούτε ιερέως καν.
Μια επιτροπή κατευθύνεται στην Ναύπακτο και αμέσως λαμβάνει την άδεια του Μητροπολίτου για την μεταφορά της Εικόνας στην πόλη. Πράγματι, την 1η Νοεμβρίου 1918, η Εικόνα φτάνει με τον σιδηρόδρομο στον σταθμό του Μεσολογγίου, όπου οι κάτοικοι αναμένουν από τη βαθειά νύκτα παρά το γεγονός ότι έριχνε καταρρακτώδη βροχή. Πολλοί από τους επιστήμονες και τους προκρίτους της πόλης προέτρεπαν το πλήθος να επανέλθη στα σπίτια του και εξέφραζαν την πεποίθηση ότι οι θάνατοι από την γρίπη τουλάχιστο θα τριπλασιασθούν. Ο λαός όμως ανέμενε καρτερικώτατα. Με την άφιξη της Εικόνας της Παναγίας της Προυσιώτισσας εψάλη στον σιδηροδρομικό σταθμό κατανυκτική Παράκληση και στην συνέχεια έγινε η είσοδος της Εικόνας στην πόλη.
Το μέγα θαύμα συντελείται. Μάρτυρες παρίστανται όλοι οι κάτοικοι. Κατά το Μεσονύκτιο, ενώ όλοι προσεύχονταν αρχίζει να πνέη σφοδρότατος άνεμος που ξερρίζωσε πολλές δεκάδες δένδρων της πόλης. Από το πρωΐ της 2ας Νοεμβρίου 1918 κανένας θάνατος δεν σημειώθηκε στο Μεσολόγγι. Οι κάτοικοι με πρωτοφανή ευλάβεια προσέρχονταν μπροστά στην Αγία Εικόνα ψάλλοντας την Παράκληση, προσφέροντας διάφορα αφιερώματα, χρυσό, άργυρο κλπ, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς την Παντοδύναμο Μητέρα του Θεού.
Στο Αιτωλικό επικρατεί η ίδια κατάσταση. Οι κάτοικοι πεθαίνουν κατά δεκάδες. Η μεταφορά της Εικόνας πραγματοποιείται από την πόλη του Μεσολογγίου. Στον σιδηροδρομικό σταθμό έχουν προσέλθει όλοι, πλην ελαχίστων, οι οποίοι ανέμεναν την ιερή πομπή στο τέρμα της μεγάλης ανατολικής γέφυρας. Διαπρύσιοι κήρυκες του συντελεσθέντος θαύματος της καταπαύσεως της νόσου μεταξύ των άλλων και ο δήμαρχος Κων. Σταράμος, καθώς και οι: Παντ. Μόσχος, Χρ. Γαζώτης, Παντ. Σκόνδρας, Χρ. Μπογιατζής, Ανδρ. Λιαπίκος κα.
Απειράριθμα θαύματα διηγούνται πολλοί των κατοίκων.
Ο συνταξιούχος δάσκαλος Λάμπρος Μούτσος, ο οποίος υπηρετούσε άλλοτε στο χωριό Ντέμη, διηγείται: «Το 1918 η σύζυγός μου Σπυριδούλα είχε προσβληθή από βαρύτατη μορφή γρίπης. Οι φίλτατοί μου γιατροί Σελιμάς και Σακκάς με είχαν διαβεβαιώσει ότι η σύζυγός μου ευρίσκεται στις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Εκείνο το πρωΐ είχε φθάσει στο σπίτι μου και ο αδελφός της συζύγου μου Νικ. Πανουκλιάς, από το Μεσολόγγι, για να ιδή για τελευταία φορά την αδελφή του. Όλοι στο σπίτι μου συζητούσαμε τα της κηδείας. Μετά από λίγες ώρες περνούσε εξω από το σπίτι μου η ιερή πομπή της Αγίας Εικόνας της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Η εκπνέουσα σύζυγός μου μας παρεκάλεσε να την μεταφέρουμε στο παράθυρο, πράγμα το οποίο πράξαμε. Η ασθενής μόλις αντίκρυσε την Εικόνα και προσευχήθηκε περιέπεσε σε νάρκη, αλλά μετά από μία ώρα παρατηρήσαμε κατάπληκτοι ότι το ανθρώπινο εκείνο ράκος άρχισε να κινείται, να ζωντανεύη και μετά από λίγες ημέρες να γίνεται εντελώς καλά. Ήδη η σύζυγός μου ευρίσκεται εν ζωή και χαίρει άκρας υγείας, χάρη στο θαύμα της Παναγίας της Προυσιωτίσσης».(Εφημερίδα Εκκλησιαστική Παρέμβασις).
Β. Ἡ τιμωρία τοῦ Γερμανοῦ
Στὸ ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπὶ τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλὲς φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, ποὺ μετέβαλε τὰ κτίρια σὲ σωροὺς ἐρειπίων, ἔγινε τὸ 1944 ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.
Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικὸς θέλησε νὰ κάψει καὶ τὴν ἐκκλησία. Προσπάθησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπὸν στεκόταν ἀπ᾿ ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ πλακόστρωτο. Τὸ χτύπημα ἦταν δυνατό, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀνίκανος νὰ σηκωθεῖ. Τὸν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ ζῶο γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ Ἀγρίνιο.
Ἔτσι ὁ ναὸς παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Γ. Ἡ ἄγνωστη «καλόγρια»
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο. οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καὶ ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἐγκαταλείπουν τὰ χωριά τους καὶ προσφεύγουν γιὰ ἀσφάλεια σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους προσφεύγει καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ κι αὐτὴ τὴν τύχη τῶν παιδιῶν της καὶ μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς του Προυσοῦ στὴ ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου. Τὸ μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀρχίζουν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Εὐρυτανία. Μερικὰ τμήματα περνοῦν ἀπὸ τὸν Προυσό. Ὁρισμένοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες πλησιάζουν στὴ σκοτεινὴ ἐκκλησούλα τῆς σπηλιᾶς καὶ μπαίνουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν.
Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μπροστὰ τὸ τέμπλο, στ᾿ ἀριστερά της ὡραίας πύλης, νὰ ἀναμμένο καντήλι καὶ μία καλόγρια γονατιστή.
Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς ζεῖ αὐτὴ ἡ μοναχὴ ἐδῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπὸ κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιὰ τὸ καντήλι; Τὴν ἐρωτοῦν λοιπόν, κι ἐκείνη σεμνὰ καὶ πονεμένα τοὺς ἁπαντά:
– Παιδιά μου, ζῶ ἐδῶ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Γιὰ τὴ δική μου ζωὴ δὲν χρειάζονται φαγητὸ καὶ ψωμί. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἔχω τὸ καντήλι μου ἀναμμένο.
Οἱ στρατιῶτες, κουρασμένοι ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις καὶ βιαστικοὶ νὰ φύγουν, δὲν ἔδωσαν προσοχὴ στὰ λόγια της. Τὴν ἑπομένη ὅμως, ὅταν τὰ ἔφεραν πάλι στὴ μνήμη τους, κατάλαβαν πὼς ἐπρόκειτο γιὰ κάτι θαυμαστό. Κι ὅταν ἀργότερα περνοῦσαν ἀπὸ τὴ Ναύπακτο, ζήτησαν μὲ ἐπιμονὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοὺς γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν μητροπολίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἀγάπη, κι ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε συγκινημένος, ἔριξε φῶς στὸ μυστήριο.
– Ὁ ναός, τοὺς εἶπε, ποὺ ἐπισκεφθήκατε, ἀνήκει στὴν ἔρημη τώρα ἱερὰ μονὴ Προυσιώτισσας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα βρίσκεται πάνω ἀπὸ δυὸ χρόνια ἐδῶ, στὸ παρεκκλήσι τῆς μητροπόλεώς μας, στὸν ἅγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε νὰ τὴν προσκυνήσετε, καὶ θὰ καταλάβετε…
Πῆγαν πράγματι καὶ προσκύνησαν. Τότε αὐθόρμητα στὸν καθένα δόθηκε ἡ ἐξήγηση στὴν ἀπορία του: Στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀναγνώρισαν τὴ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ συνάντησαν στὸ ἐκκλησάκι τῆς σπηλιᾶς, ψηλὰ στὸν Προυσό!