Θαυμαστές διηγήσεις από το Συναξάριο της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου (10 Αυγούστου)
10 Αυγούστου 2011
…Μέσα στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ Εἰρήνη ἄσκησε καὶ ἀνέπτυξε σὲ ὑπέρμετρο βαθμὸ τὴν ἀρετὴ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε σὲ ὅλη της τὴ ζωή, τόσο ὡς κοσμικὴ ὅσο καὶ ὡς μοναχή: τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης.
Κάθε βράδυ, γονάτιζε μπροστὰ στὴν Ἡγουμένη της καὶ δακρυσμένη ὁμολογοῦσε ὅλες τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, ποὺ θεωροῦσε ἀτελεῖς. Μὲ τὸν καθημερινὸ αὐτοέλεγχο ἐλάφρυνε τὴ συνείδησή της καὶ πλησίαζε τὴν πνευματικὴ τελειότητα.
Ἦρθε κάποια στιγμὴ ὅμως ποὺ δοκίμασε δυνατὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν ἐχθρό του καλοῦ:
Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν πρώτη ποὺ ζοῦσε ἐντὸς τῆς μονῆς ὡς ὑποψήφια μοναχή, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὶς ἀδελφὲς τῆς μοναχές, ἡ Εἰρήνη πῆρε εὐλογία ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη νὰ ἐπιδοθεῖ σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση: ἔτρωγε μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα ὠμὰ λάχανα καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένη σὲ ἕνα σκαμνί, χωρὶς νὰ πλαγιάζει στὸ ταπεινό της στρῶμα. Ἀμέσως, ἡ σάρκα τῆς ἄπειρης ἀκόμη σὲ τόσο αὐστηρὴ ἄσκηση δόκιμης ἐπαναστάτησε: στὸ μυαλὸ τῆς Εἰρήνης ἀδιάκοπα ἐρχόντουσαν ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν: τὴν πολυτέλεια ποὺ ἄφησε πίσω της, τὴν καλοπέραση, τὶς μεγάλες τιμὲς ποὺ ἀπολάμβανε. Ὅμως, δὲν ἐπέτρεψε στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸ δρόμο της. Χωρὶς ἡ ντροπὴ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο, ἡ Εἰρήνη ἀμέσως μίλησε στὴν Ἡγουμένη. Ἔμπειρη ἡ ὁσιωτάτη Ἄννα ἐλάφρυνε τὴν ἄσκηση τῆς νέας, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση, καθὼς καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τρυφή, ἐγείρει τὶς ἄλογες ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ἔτσι, ἡ Εἰρήνη ξεπέρασε αὐτὴ τὴ δύσκολη δοκιμασία μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς προεστώσας της καὶ τὸ πανίσχυρο ὅπλο ποὺ τὴν συνόδευε σὲ ὅλη της τὴ ζωή: τὴν προσευχή.
….Ὡς μοναχὴ ἡ Εἰρήνη, ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸ Θεὸ καὶ συνέχιζε τὶς μεγάλες καὶ ἀδιαμφισβήτητες πνευματικὲς προόδους. Βέβαια, κανεὶς δὲ θὰ πρέπει νὰ πιστέψει ὅτι αὐτὴ ἡ πορεία πρὸς τὴ θέωση καὶ τὴν τελείωση ἦταν γιὰ τὴν Εἰρήνη μία ἀνώδυνη καὶ ξεκούραστη πορεία. Ὁ πόνος χάραζε στὴν ψυχήὴ της τὸ ἔργο τῆς ἁγιότητας. Οἱ θλίψεις ποὺ τὴν καταλάμβαναν προέρχονταν τόσο ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο μοναχικὸ ἀγώνα της ὅσο καὶ ἀπὸ ζητήματα κοσμικά.
Ἔπρεπε νὰ παλεύει μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὴν ἔβαζαν σὲ πειρασμούς, συχνὰ σκέπαζε τὴν καρδιά της ψυχικὴ ξηρασία, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος φρόντιζε νὰ καλύπτει τὴν ὁλόθερμη ἀγάπη τῆς δούλης Του πρὸς τὸ πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μὴν περιπέσει ἡ ἄπειρη μοναχὴ στὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφάνειας.
….Τὸν καιρὸ ποὺ συνέβαιναν ὅλα αὐτὰ τὰ περιστατικά, ἡ ὁσιοτάτη ηγουμένη Ἄννα,σὲ πολὺ βαθιὰ γεράματα καὶ ἔχοντας ἀγωνιστεῖ «τὸν ἀγώνα τὸν καλόν», κατέπεσε στὸ κρεβάτι.
Μιὰ μέρα, …συγκέντρωσε τὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα (απουσίαζε η Ειρήνη καὶ ἀφοῦ τὴν παρηγόρησε γιὰ τὴν ἐπικείμενη κοίμηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας, ὑπέδειξε στὶς μοναχὲς ὡς νέα Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου τὴν Εἰρήνη (τότε ἡ Εἰρήνη συμπλήρωνε ἕξι χρόνια μοναχικοῦ βίου καὶ πρέπει νὰ ἦταν περίπου 21 χρονῶν). Ὅλες βρέθηκαν σύμφωνες καὶ μὲ μεγάλη χαρὰ ὑπάκουσαν στὴν τελευταία εὐχὴ τῆς ἀγαπημένης τοὺς Ἡγουμένης. Ὅμως, δὲν ἀποκάλυψαν στὴν Εἰρήνη τὴ νέα της ἀποστολή, καθὼς γνώριζαν τὴ γνήσια καὶ ἀνυπόκριτη ταπεινοφροσύνη της καὶ φοβήθηκαν ὅτι μπορεῖ νὰ ἔφευγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Η εκλογή της ως ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου
Ἡ ὁσιακὴ κοίμηση τῆς Ἡγουμένης Ἄννας συγκέντρωσε στὴ μονὴ σύσσωμη τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἦταν πολὺ ἀγαπητή. Μετὰ τὴν κήδευσή της καὶ ἀφοῦ ἀποδόθηκαν ὅλες οἱ πρέπουσες τιμές, ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος χοροστάτησε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ ἐκφώνησε ἐγκωμιαστικὸ λόγο πρὸς τὴ μακαριστὴ Ἄννα, συγκέντρωσε στὸ Καθολικό της μονῆς τὴν ἀδελφότητα, προκειμένου νὰ ἐπιλέξουν τὴ νέα τους πνευματικὴ μητέρα. Ἡ μόνη ποὺ δὲν παρευρέθηκε στὴ σύναξη ἦταν ἡ Εἰρήνη. Ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγνοεῖ τὴν τελευταία ἐντολὴ τῆς Ἡγουμένης της καὶ ἕτοιμη νὰ ὑπακούσει στὴ θέληση τῆς ὑπόλοιπης ἀδελφότητας θεώρησε περιττὸ νὰ πάρει μέρος στὴν ἐκλογή. Ἔτσι, παρέμεινε προσευχόμενη στὸν τάφο τῆς ὁσιοτάτης Ἄννας. Ὅταν οἱ ὑπόλοιπες ἀδελφὲς τὴν ἐντόπισαν χρειάστηκε νὰ μεταχειριστοῦν βία γιὰ νὰ τὴν μετακινήσουν καὶ νὰ τὴν φέρουν στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων.
Τότε, ὁ ὅσιος Μεθόδιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο γιὰ τὶς μοναχές, τὶς ρώτησε ποιὰ προτείνουν γιὰ προεστώσα. Οἱ μοναχές, γνωρίζοντας τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Πατριάρχη, ζήτησαν νὰ ὑποδείξει ἐκεῖνος ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη νὰ ἐπωμιστεῖ τὴ βαριὰ εὐθύνη τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τοῦ κοινοβίου. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος τότε ἀπάντησε πὼς γνωρίζει τόσο τὴν ἐπιθυμία τῆς μακαριστῆς Ἡγουμένης ὅσο καὶ τῶν ὑπολοίπων μοναζουσῶν καὶ ὑπέδειξε τὴν Εἰρήνη. Ἡ ἀδελφότητα δόξασε τὸν Κύριο, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια του Πατριάρχη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος χειροτόνησε τὴν Εἰρήνη Διακόνισσα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀνακήρυξε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου.
….Ἔτσι, ἕξι χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἄφιξή της στὴν Πόλη, πραγματώθηκε ἡ προφητεία τοῦ ὁσίου Ἰωαννίκιου καὶ ἡ Εἰρήνη ποίμαινε τὶς παρθένες της μονῆς Χρυσοβαλάντου. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἡ νέα Ἡγουμένη ἦταν πολὺ νέα σὲ ἡλικία, μὲ διάθεση γιὰ δημιουργικότητα καὶ ἐργασία καὶ προπάντων ἀνώτερη σὲ ἁγιότητα ἀπὸ τὴν προηγούμενη, κατόρθωσε καὶ ἀναβάθμισε τὴν πνευματικὴ στάθμη τῆς μονῆς δίνοντας καινούρια πνοὴ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τῆς ἀδελφότητας, στοὺς ὁποίους εὐνόητο εἶναι ὅτι πρωτοστατοῦσε. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τῆς ἱερᾶς μονῆς, οἱ μοναχὲς ἦταν τριάντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Εἰρήνης, ἡ φήμη της γιὰ τὰ θαύματά της καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς προσέλκυσε στὸ ἀγγελικὸ σχῆμα πολλὲς νέες καὶ ἔτσι ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε πάνω ἀπὸ 100 μέλη.
Αξιώνεται του προορατικού και διορατικού χαρίσματος
….Ὁ Κύριος γνωρίζοντας τὴν ἀγαθὴ προαίρεση τῆς καρδιᾶς της καὶ πὼς ὅ,τι ζητοῦσε ἡ πιστή Του δούλη ἦταν γιὰ ὄφελος τῶν ἄλλων τὴν ἀξίωσε ὄχι μόνο διορατικοῦ χαρίσματος ἀλλὰ καὶ προορατικοῦ, νὰ προλέγει δηλαδὴ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν. Ἕνα πρωὶ λοιπόν, ὅταν ἡ Εἰρήνη ἔμπαινε στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ἀρχίσει τὸ σωτήριο ἔργο της, βλέπει μπροστά της ἕναν ἄγγελο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς χαιρετισμό: «Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη. Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε νὰ σὲ διακονῶ χάρις ἐκείνων ποὺ μέλλουν διὰ μέσου ἐσοῦ νὰ σωθοῦν. Ἔχω διαταγή, σύμφωνα μὲ τὴν αἴτησή σου, νὰ βρίσκομαι πάντα πλησίον σου καὶ νὰ σοῦ ἀποκαλύπτω τὰ μυστικὰ ποὺ κρύβουν οἱ ἀνθρώπινες καρδιές». Ἡ Εἰρήνη δὲν ταράχθηκε οὔτε φοβήθηκε ἀπὸ τὴ θεία ὀπτασία. Γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια ἀσπάστηκε τὸ σημεῖο, ὅπου πάτησε ὁ ἄγγελος καὶ μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση εὐχαρίστησε τὸν Κύριό της γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ αὐτὴ χάρη. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ ἄγγελος ἦταν πάντα πλάι της καὶ τῆς φανέρωνε μύχιες σκέψεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέφευγαν στὴ συμβουλή της. Μάλιστα, μὲ τόση λεπτότητα διόρθωνε τὰ σφάλματα καὶ συμβούλευε, ποὺ ὅλοι, μοναχὲς καὶ λαϊκοί, ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις τῆς Πόλης, τὴν ἀποζητοῦσαν διακαῶς, ὥστε νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν.
Το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής
Ὅλα τὰ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ οὐράνιος Πατέρας στόλισε ἐκ γεννησιμιοῦ τὴ δούλη Του, ὅσα τῆς χάρισε στὴ συνέχεια χάρη στὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου της, προπάντων ἡ ἐπιστροφὴ στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τόσων ψυχῶν κίνησαν κατὰ τῆς Εἰρήνης τὸ μίσος καὶ τὸν πόλεμο τοῦ μισόκαλλου διαβόλου. Σκοπός του ἦταν νὰ τὴν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν προσευχή, γι᾿ αὐτὸ τὰ βράδια, ὅταν ἡ Εἰρήνη γονυπετὴς στὸ κελί της προσευχόταν μὲ κατάνυξη, δημιουργοῦσε τρομερὸ θόρυβο, σὰν νὰ γκρεμιζόταν συθέμελα τὸ οἰκοδόμημα. Ἄλλοτε πάλι ἐμφανιζόταν μπροστά της σὲ ἀνατριχιαστικὰ ὁράματα καὶ τῆς ἔλεγε: «Εἰρήνη ξύλινη, ποὺ σὲ βαστοῦν ξύλινα ποδάρια, ὡς πότε θὰ μὲ βασανίζεις μὲ τὶς προσευχές σου»; Ὅμως, ἡ Εἰρήνη δὲν ἦταν πιὰ ἄπειρη στὶς ἐπιθέσεις τοῦ Πονηροῦ, ὅπως τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ εἰσῆλθε στὶς τάξεις τῶν μοναζουσῶν καὶ τὴν βασάνιζε μὲ τὶς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς κοινωνικὲς τιμὲς τοῦ παρελθόντος. Τώρα τὸν περιφρονοῦσε ὡς ἀνάξιο ὁποιασδήποτε προσοχῆς καὶ ὅσο ἰσχυρότερες ἦταν οἱ ἐπιθέσεις τοῦ Διαβόλου, τόσο πιὸ πολὺ δινόταν σὲ ὁλόθερμη προσευχή.
Μιὰ νύχτα, ἡ ὁσία Μητέρα προσευχόταν στὸ κελί της γονατισμένη καὶ μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια. Ὁ Διάβολος, ἀνήμπορος νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴ θεία ἔξαρση στὴν ὁποία ὁλοκληρωτικὰ εἶχε παραδοθεῖ, πῆρε φωτιὰ ἀπὸ τὴν καντήλα κι ἔκαψε τὴν καλύπτρα της. Σὲ λίγο, ἡ Εἰρήνη ἦταν μέσα στὴ φωτιά, ἡ ὁποία εἶχε κατακάψει τὰ ράσα της κι ἄρχιζε νὰ καίει καὶ τὶς σάρκες της. Ἡ ἴδια ὅμως παράμενε ξένη σὲ ὁτιδήποτε συνέβαινε γύρω της κι ἐξακολουθοῦσε τὴν προσευχή. Εἶναι σίγουρο πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἡ ὁσία θὰ καιγόταν ζωντανή, ἂν κάποια καλόγρια ποὺ ἀγρυπνοῦσε στὸ δικό της κελὶ δὲ μύριζε τὴν ὀσμὴ καμένου ὑφάσματος καὶ σάρκας. Ἔτρεξε τότε στὸ κελὶ τῆς Ἡγουμένης της καὶ ἔντρομη εἶδε τὴν Εἰρήνη νὰ προσεύχεται μέσα στὶς φλόγες. Μὲ ἀπεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε νὰ τὴν σβήσει καὶ κούνησε λίγο τὴν ὁσία γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ζωντανή. Τότε μόνο ἡ Εἰρήνη ἐπανῆλθε στὸν ἐπίγειο κόσμο καὶ κοιτώντας ἀπορημένη τὴν ἀδελφή της εἶπε σιγὰ-σιγὰ μὲ παράπονο: «Ὤ, νὰ ἤξερες, τέκνο μου πόσο μεγάλο κακὸ μοῦ προξένησες καὶ ἀπὸ πόσα ἀγαθὰ μὲ στέρησες! Δὲν πρέπει νὰ φρονοῦμε τὰ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τὰ τοῦ Θεοῦ. Ὡς αὐτὴ τὴ στιγμὴ παραστεκόταν ἐδῶ κοντά μου θεῖος Ἄγγελος πλέκοντάς μου στεφάνι ἀπὸ ὑπερκόσμια ἄνθη. Καθὼς ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ τὸ βάλει στὴν κεφαλή μου, ἦλθες ἐσὺ νὰ μὲ περιποιηθεῖς καὶ βλέποντας σὲ ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὤ, πόση λύπη καὶ ζημία μοῦ ἔδωσες»!
Ἡ ἀδελφή, κλαίγοντας, ἀκούγοντας τὴν ἐκπληκτικὴ ἐκείνη μαρτυρία, περιποιήθηκε τὴν καταπληγωμένη πνευματική της Μητέρα, φροντίζοντας τὶς καμένες σάρκες της καὶ δίνοντάς της νὰ φορέσει ἕνα δικό της ράσο (καθὼς ἔχει προαναφερθεῖ, ἡ ὁσία Εἰρήνη ποτὲ δὲν ἀπόκτησε δεύτερο ράσο, οὔτε καὶ ὅταν χειροτονήθηκε Ἡγουμένη). Ἀπὸ τὸ τραυματισμένο σῶμα τῆς Εἰρήνης ἀναδινόταν μία μοναδικὴ εὐωδιά, τὴν ὁποία γιὰ μέρες αἰσθάνονταν οἱ ἀδελφὲς καὶ θαύμαζαν. Ἔτσι, ὁ διάβολος γιὰ ἄλλα μὰ φορᾶ νικήθηκε ἀπὸ τὴν Εἰρήνη. Ὅμως, δὲν ἄφησε ἥσυχο τὸ εὐλογημένο κοινόβιο καὶ προκαλοῦσε θλίψεις καὶ ἀνησυχίες στὴν ἁγία Ἡγουμένη του.
Πώς σώζεται η νεαρή αριστοκράτισσα η Θεοφανώ από μαγείες
Περίπου ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτό, εἶχε εἰσέλθει στὴν ἱερὰ μονὴ ἡ κόρη μιᾶς ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Ἡ Εἰρήνη μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ δέχτηκε τὴν κοπέλα στὸ ποίμνιό της, καθὼς ἦταν ἡ πρώτη συμπατριώτισσά της ποὺ εἰσερχόταν στὸ κοινόβιο, μετὰ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της Φιλικητάτη καὶ Ἀρετή. Ἡ Θεοφανώ, ὅπως λεγόταν ἡ νεαρὴ ἀριστοκράτισσα, ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἀρραβώνιασαν παρὰ τὴ θέλησή της μὲ κάποιο πλούσιο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν σκληρὸς καὶ φερόταν στὴν ἀρραβωνιαστικιά του βάναυσα. Ἡ Θεοφανὼ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα της, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ βία τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της καὶ τῶν συγγενῶν της καὶ ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Ἡ φήμη τῆς Ἡγουμένης Εἰρήνης εἶχε φτάσει ὡς τὴν Καισαρεία καὶ οἱ συμπατριῶτες της ἦταν πολὺ περήφανοι γι᾿ αὐτήν, ἴσως περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἀποχαιρετοῦσαν ὡς μέλλουσα αὐτοκράτειρά τους.
Ὅμως, ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Θεοφανῶς ὀργίστηκε ἀπὸ τὴ φυγὴ τῆς μνηστῆς του καὶ νιώθοντας πληγωμένο τὸν ἀνδρικό του ἐγωισμὸ ἄρχισε νὰ τὴν ψάχνει μὲ μανία. Πέρασαν μῆνες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐντοπίσει κάποιο ἴχνος της οὔτε κάποιον ποὺ θὰ γνώριζε νὰ τὸν πληροφορήσει γιὰ τὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ καταφύγει ἡ κοπέλα. Παρολαυτά, τὸ πάθος του καὶ ἡ ὀργή του δὲν κατευνάζονταν καὶ κατέφυγε σὲ ἕνα διάσημο μάγο τῆς Καισαρείας, προκειμένου νὰ τοῦ φέρει πίσω τὴ Θεοφανώ.
Ὁ μάγος κατέφυγε στὶς μαγγανεῖες του καὶ στὴ βοήθεια τοῦ διαβόλου καὶ ἕνα πρωὶ ἡ Θεοφανὼ ξύπνησε βγάζοντας ἄναρθρες κραυγές, ξεσκίζοντας τὰ ράσα της καὶ οὐρλιάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ μνηστήρα της. Οἱ ἀδελφὲς ἀναστατώθηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ χάρη στὸ διορατικό της χάρισμα γνώριζε γιατί ἡ κοπέλα εἶχε περιέλθει σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, κλαίγοντας πικρὰ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό της ὅτι ἀπὸ δική της ἀμέλεια καὶ ὀλιγωρία ὁ διάβολος κατέβαλε τὴ Θεοφανώ. Ἔχοντας ὅμως σταθερὴ καὶ μεγάλη πίστη στὸ Θεό, ὁπλίστηκε γιὰ τὴν καινούρια μάχη μὲ τὸ Σατανᾶ, τὴν ὁποία καταλάβαινε ὅτι θὰ εἶναι σκληρότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες.
Συγκέντρωσε τὶς ἀδελφὲς στὸ Καθολικὸ καὶ ἀφοῦ τὶς συμβούλεψε νὰ φυλάγονται ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Διαβόλου, τὶς διέταξε νὰ νηστεύσουν γιὰ μία βδομάδα καὶ κάθε μέρα νὰ κάνουν χίλιες μετάνοιες ἡ καθεμιά τους στὰ κελιά τους γιὰ τὴν ἄρρωστη ἀδελφή τους, γιὰ νὰ τὴν ἐλεήσει ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος. Οἱ μοναχὲς μὲ προθυμία πραγματοποίησαν τὴν ἐπιθυμία της, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία παρέμεινε ἕνα ὁλόκληρο τριήμερο στὸ ναό, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε τροφή, γονατιστὴ μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς μάρτυρος (στοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια, ἐπειδὴ ἦταν συμπατριῶτες της).
Ἰδιαίτερα μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ ὁσία παραπονιόταν κι ἔλεγε πὼς ἐπιτρέπει ὁ ἅγιος νὰ συμβαίνουν τέτοια ἔκτροπα στὴν πατρίδα τους, καθὼς ἡ Καππαδοκία ἦταν περίφημο κέντρο τῶν διαφόρων μάγων τῆς ἐποχῆς. Τὴν τρίτη νύχτα, ἡ Εἰρήνη, ἐνῶ ἐπαναλάμβανε τὰ ἴδια, βλέπει μπροστά της τὸ μεγάλο Καππαδόκη πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἀκούσει νὰ τῆς λέει: «Γιατί μοῦ παραπονεῖσαι Εἰρήνη; Κι ἐγὼ λυποῦμαι γιὰ τὴν παρανομία τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. Τὸ πρωὶ μόλις ξημερώσει ὁδήγησε τὴν πάσχουσα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κι ἔρχεται ἐκεῖ, στὸν Οἶκο της, ἡ Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ποὺ μόνη ἔχει δύναμη καὶ ἐξουσία νὰ τὴν θεραπεύσει».
Κατασυγκινημένη ἡ ἁγία Εἰρήνη, θυμούμενη τὴν εὐλάβεια ποὺ ἔτρεφε στὴ Βλαχερνιώτισσα Παναγία, συνδεδεμένη στενὰ μὲ τὸν κοσμικό της βίο, πῆρε τὴν ἄρρωστη ἀδελφὴ καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς παλαιότερες μοναχὲς καὶ πῆγαν στὸ ναό. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἡ Εἰρήνη ἔβγαινε ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ὕστερα ἀπὸ τὴ χειροτονία της, πρὶν τόσα χρόνια, μόνο γιὰ ἀγάπη τῆς ἄρρωστης κοπέλας.
Στὶς Βλαχέρνες, ἐνῶ ἡ ἄρρωστη βασανιζόταν ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ δυὸ ἀδελφὲς προσευχόντουσαν γονατιστὲς μπροστὰ στὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἡ ὁσία κουρασμένη ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴ θλίψη τῶν ἡμερῶν, ἀκούμπησε στὸ μαρμάρινο προσκυνητάρι τῆς πάνσεπτης εἰκόνας καὶ ἀποκοιμήθηκε. Τότε εἶδε στὸ ὄνειρό της ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος κόσμου νὰ συνωστίζεται μέσα στὸ ναὸ καὶ σὲ λίγο μπῆκε μὲ στρατιωτικὴ τάξη ἕνα τάγμα ἀπὸ χρυσοφορεμένους νέους, οἱ ὁποῖοι ἑτοίμαζαν δρόμο μέσα στὸ πλῆθος. Στὴ συνέχεια, ἕνα ἄλλο τάγμα διακόνων μὲ λευκὲς στολὲς καὶ χρυσὰ ὀράρια θυμιάτιζαν καὶ ἔραναν μὲ ἄνθη τὸ δρόμο. Ἡ ὁσία ἔβλεπε ὅλες αὐτὲς τὶς θαυμάσιες ἑτοιμασίες καὶ ρώτησε μὲ ἀπορία ἕναν διάκονο γιὰ ποιὸν εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ ὑποδοχή. «Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπισκέπτεται τὸν Οἶκο της, ἑτοιμάσου νὰ τὴν προσκυνήσεις», ἀπάντησε ὁ διάκονος.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, κατέφθασε ἡ Παναγία συνοδευόμενη ἀπὸ πλῆθος ἀγγέλων καὶ ἁγίων. Τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολοῦσε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ αἴγλη, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρίσει. Ἡ Παντάνασσα, ἀφοῦ ἐξέτασε καὶ βοήθησε ὅλους ὅσους εἶχαν καταφύγει στὸ ναό της, ἔφτασε καὶ στὴ μαθήτρια τῆς Εἰρήνης. Τότε ἡ ὁσία ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Παναγίας νὰ τὴν προσκυνήσει, ὅταν ἄκουσε τὴ Δέσποινα νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο Βασίλειο καὶ νὰ τὸν ρωτάει γιὰ τὴν περίπτωσή της. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τί προσευχόταν ἡ Εἰρήνη, στράφηκε καὶ στὴν ἁγία Ἀναστασία καὶ εἶπε: «Ὑπάγετε στὴν Καισάρεια καὶ ἐξετάσατε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ὑπόθεση αὐτῆς τῆς κόρης. Σ᾿ ἐσᾶς τοὺς δυὸ ἐδόθη ἡ χάρις νὰ τὴν θεραπεύσετε». Στὴ συνέχεια, ἡ Παναγία ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ φωνὴ ἀπὸ ἀόρατο στόμα διέταξε τὴν Εἰρήνη: «Πήγαινε στὸ μοναστήρι σου κι ἐκεῖ θ᾿ ἀξιωθεῖς τοῦ ποθουμένου».
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ ὁσία ξύπνησε κι ἔκθαμβη διηγήθηκε τὸ ὄνειρό της στὶς δυὸ ἄλλες ἀδελφές, ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ προσεύχονται. Ὅταν ξημέρωσε, ἐπέστρεψαν στὸ μοναστήρι τοὺς γεμάτες πίστη κι ἐλπίδα. Ἦταν ἡ ὥρα τῆς μεσημεριανῆς προσευχῆς κι ὅλες οἱ μοναχὲς ἦταν μαζεμένες στὸ Καθολικό, περιμένοντας μὲ ἀγωνία τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ἡγουμένης τους. Ἡ ὁσία διηγήθηκε ξανὰ τὸ ὅραμά της καὶ τὶς πρόσταξε μὲ ὑψωμένα χέρια νὰ φωνάζουν ὅλες μαζὶ κατανυκτικὰ «Κύριε ἐλέησον». Ἡ πανίσχυρη ἐκείνη προσευχὴ εἶχε ἀποτέλεσμα: Σὲ ἕνα ἀκόμη ὅραμα ποὺ εἶδαν ὅλες οἱ ἀδελφές, ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐμφανίστηκαν ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ἡ ἁγία Ἀναστασία λέγοντας στὴν Εἰρήνη: «Ἅπλωσε τὰ χέρια σου, Εἰρήνη καὶ δέξου αὐτὰ καὶ μὴ μᾶς ὀνειδίζεις πλέον, γιατὶ ἀναλάβαμε νὰ διώξουμε τοὺς μάγους ἀπὸ τὴν Καισάρεια».
Ἡ ὀπτασία χάθηκε καὶ στὰ χέρια τῆς Εἰρήνης ἔπεσε ἕνα δέμα τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἀντικείμενα χρηστικὰ σὲ μάγους, ὅπως τρίχες, βελόνες, καρφιά, χαρτιὰ μὲ ὀνόματα δαιμόνων καὶ δυὸ μολυβένια ὁμοιώματα τοῦ νέου ποὺ προκάλεσε ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τῆς ἄρρωστης κοπέλας.
Ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ἡ Εἰρήνη μὲ τὴ συνοδεία της ἔμεινα στὸ ναὸ καὶ εὐχαριστοῦσαν τοὺς Ἀρχαγγέλους, τοὺς Καππαδόκες ἁγίους καὶ τὴν Παναγία γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ζήσουν. Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ὁσία ἔστειλε πάλι τὴν ἄρρωστη κόρη μὲ δυὸ ἀκόμη ἀδελφὲς στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισας, μὲ λάδι, νάμα καὶ προσφορὲς νὰ λειτουργήσει ὁ προσμονάριος (=ἐφημερεύων ἱερέας) καὶ τὸ δέμα μὲ τὶς μαγεῖες.
Μὲ τὴ θεία Λειτουργία, ἔχρισε ὁ ἱερέας τὴν ἄρρωστη μὲ λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ ἔριξε στὴ φωτιὰ τὰ διαβολικὰ ἀντικείμενα. Καθὼς αὐτὰ καιγόντουσαν, ἡ κοπέλα ξανάβρισκε τὴν ἰσορροπία τοῦ λογικοῦ της, ἐνῶ ἀπὸ τὰ μολυβένια ἀγαλματίδια, ποὺ ἕλιωναν, ἀκουγόντουσαν ἀποτρόπαιες κραυγές. Ἡ Θεοφανώ, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ ἐντελῶς θεραπευμένη, εὐχαριστώντας τὴν Παναγία γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδελφὲς καὶ τὴν πνευματική της μητέρα γιὰ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση καὶ βοήθειά τους.
Η εξουσία της Ειρήνης στον Διάβολο.Η περίπτωση του νεαρού Νικολάου
Ἡ ὁσία Εἰρήνη ἀπέκτησε μεγάλη ἐξουσία πάνω στὸ Διάβολο, χάρη στὴ διαρκῆ πάλη ἐναντίον του μέσω τῆς διαρκοῦς ἄσκησης καὶ προσευχῆς. Ἄλλο ἕνα περιστατικὸ καταδυκνύει αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς ἁγίας, ἡ ὁποία ἀκόμη καὶ σήμερα μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ.
Στὰ κτήματα τῆς μονῆς ἐργαζόταν ἕνας νέος, ὁ Νικόλαος, ὁ ὁποῖος εἶδε τυχαῖα κάποια μοναχὴ καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε παράφορα. Ἕνα βράδυ, ἡ ἔξαψη τοῦ παράνομου πάθους του ἔφτασε σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ ἔπεσε καταγῆς μπροστὰ στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ξέσκιζε μὲ τὰ νύχια του τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ κατάσταση τὸν βρῆκε τὴν ἑπόμενη μέρα ἡ πορτάρισσα, καθὼς ἄνοιξε τὴ θύρα, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ εἰδοποιήσει τὴν Ἡγουμένη της.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη, καταλαβαίνοντας ὅτι κάποιο ἁμάρτημα τοῦ νέου εἶχε δώσει τὴν ἐξουσία στὸν Πονηρό, ἐνημέρωσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτρας. Ὅμως, τὸ ἴδιο βράδυ, ἡ ἁγία Ἀναστασία ἔρχεται στὸ ὄνειρο τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς λέει: «Γιὰ νὰ μὲ δοκιμάσεις μοῦ ἔστειλες τὸν δαιμονισμένο; Μάθε, ἀγαπητή μου ἀδερφή, πὼς ἐσὺ μόνο ἔχεις τὴ δύναμη νὰ τὸν θεραπεύσεις».
Ἔτσι, ἡ ὁσία φέρνει πίσω τὸ νέο κι ἄρχισε τὶς Λειτουργίες στὸ παρεκκλήσι τῶν ἁγίων Θεοδώρων (ἀφοῦ στὴ μονὴ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν). Κατὰ τὴ δέκατη μέρα, ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες, σπάει τὰ δεσμά του κι ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ ἱερέα ποὺ τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία. Ἡ Εἰρήνη, χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία της, πλησιάζει τὸ δαιμονισμένο νέο καὶ τὸν προστάζει νὰ μείνει ἀκίνητος. Ἐκεῖνος, ἀπὸ μία ἀκατανόητη δύναμη, ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τῆς ἁγίας. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Λειτουργίας, ἡ ἁγία Ἡγουμένη ἔμεινε μόνη μὲ τὸ Νικόλαο καὶ ἐξέταζε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα γιὰ ποιὸ λόγο κατέλαβε τὸ νέο καὶ ἐκεῖνο, μὴν μπορώντας νὰ ἀντιπαλέψει τὴ θεία χάρη τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ὁμολόγησε ὅλη τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ὁσία προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὸ δυστυχισμένο νέο, ἔπειτα πρόσταξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ καὶ νὰ ἀφήσει ἥσυχο τὸ Νικόλαο. Ἐκεῖνο, ἀφοῦ σπάραξε πρῶτα τὸ νεαρὸ ἄνδρα, ἔφυγε ἀφήνοντας τὸν σὰν νεκρό. Ἡ Εἰρήνη τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ καὶ τὸν συμβούλευσε πνευματικὰ νὰ ἀποφεύγει τὶς καταχρήσεις, καθὼς διεγείρουν τὰ κατώτερα ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Νικόλαος, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιπέτεια, ἡ ὁποία ἀπείλησε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του σωφρονισμένος καὶ μία φορὰ τὸ χρόνο λειτουργοῦσε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς, εὐχαριστώντας γιὰ τὴ σωτηρία του τὸ Θεὸ καὶ τὴ θαυματουργὸ ἁγία.
Τα λυγισμένα κυπαρίσσια
Τὶς ἔναστρες νύχτες, ἡ ὁσία Εἰρήνη στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της (αὐτὸ τὸ ἴδιο στὸ ὁποῖο πρὶν τόσα χρόνια, μόλις 15 χρονῶν, ὁδηγήθηκε ὡς δόκιμη μοναχή), μαγευόταν ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης καὶ ἔστελνε διάπυρες προσευχὲς πρὸς τὸν Πλάστη. Μία ἀπὸ τὶς βραδιὲς αὐτές, κάποια ἀδελφὴ ἀγρυπνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ εἶδε τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὰ δυὸ πανύψηλα κυπαρίσσια, τὰ ὁποῖα ὀρθώνονταν ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ στὴν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ, λύγιζαν μπροστὰ στὴν προσευχόμενη ἁγία σὰν νὰ τὴν προσκυνοῦσαν καὶ ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη δὲν πάταγε στὴ γῆ ἀλλὰ αἰωροῦνταν περίπου περίπου ἕνα μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Ὅταν ἡ ὁσία ὁλοκλήρωσε τὴν προσευχή της, σταύρωσε τὰ δυὸ κυπαρίσσια καὶ ἐκεῖνα ἐπανῆλθαν στὴ φυσιολογική τους θέση. Ἡ μοναχὴ κατάπληκτη, μὲ ἀνάμειχτα συναισθήματα φόβου καὶ θαυμασμοῦ, συγκρατήθηκε καὶ δὲν εἶπε τίποτα στὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα. Τὸ ἑπόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ τὸ ἴδιο παράδοξο γεγονὸς ἐπαναλήφθηκε· καὶ ξανὰ τὸ ἴδιο, τὸ τρίτο κατὰ σειρὰ βράδυ. Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ἡ μοναχή, χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ ἡ Ἡγουμένη της, ἔτρεξε στὰ λυγισμένα κυπαρίσσια, ἔδεσε ἀπὸ ἕνα λευκὸ μαντήλι στὶς κορυφές τους καὶ ἐπέστρεψε στὸ κελί της.
Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ἤρεμη ἀτμόσφαιρα τοῦ εὐλογημένου κοινοβίου ἀναστατώθηκε, ὅταν οἱ μοναχὲς εἶδαν τὰ δεμένα μαντήλια καὶ κατάπληκτες ρωτοῦσαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔδεσε τόσο ψηλὰ δέντρα, γιὰ ποιὸ λόγο τὸ ἔπραξε καὶ προπάντων μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ ἀδελφὴ ποὺ ὑπῆρξε μάρτυρας στὰ θαυμάσια αὐτὰ περιστατικὰ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ τότε ὅλες ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση καὶ παραπονιόντουσαν γιατὶ δὲν τὶς ξύπνησε νὰ δοῦν καὶ ἐκεῖνες τὸ φρικτὸ θαῦμα τῆς Ἡγουμένης τους. Πάνω στὴν ὥρα κατέφθασε καὶ ἡ Εἰρήνη. Ὅταν κατάλαβε τί συνέβη καὶ πῶς μαθεύτηκε ἕνα μυστικὸ ποὺ ἐκείνη κρατοῦσε ἑπτασφράγιστο γιὰ χρόνια ὁλόκληρα, ἐπέπληξε αὐστηρὰ τὴν ἀδελφὴ ποὺ τὸ μαρτύρησε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: «Ἂν μὲ ἔβλεπες νὰ ἁμαρτάνω σὰν ἄνθρωπος, θὰ ἐφανέρωνες τὴν ἁμαρτία μου»; Ἔθεσε λοιπὸν βαρὺ ἐπιτίμιο γιὰ ὅποια τολμοῦσε νὰ φανερώσει ὁτιδήποτε παράδοξο ἔβλεπε, ὅσο ἦταν ἡ ἴδια ἐν ζωῇ. Ἔτσι, πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς ἁγίας ἐξαφανίστηκαν στὴ σιωπὴ τῆς συνοδείας της, ἀλλὰ οἱ μοναχὲς πολλαπλασίασαν τὴν εὐλάβεια καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης τους.
…Τὰ χρόνια κυλοῦσαν γρήγορα μέσα στὴ μονὴ γιὰ τὴν Εἰρήνη καὶ ἡ πρώην νεαρὴ πανέμορφη ἀριστοκράτισσα καὶ νῦν Ἡγουμένη ἐγνωσμένης ἁγιότητας καὶ στολισμένης ἀπὸ τὸν Κύριό της μὲ ὑπερφυσικὰ δῶρα ἔφτασε σὲ βαθύτατα γεράματα. Ὅμως, ἕνα θαῦμα διαρκείας ἦταν πασιφανὲς στὸ σῶμα της καὶ τὸ πρόσωπό της, ἀντιλαμβανόμενο ἀπὸ ὅλους εἴτε μοναχὲς ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἄσκηση εἴτε πιστοὺς ποὺ ἀποζητοῦσαν τὴν εὐλογία της: τὸ πρόσωπό της καὶ τὸ σῶμα τῆς διατηροῦσαν ὅλη τὴ φημισμένη ὀμορφιὰ καὶ τὴ φρεσκάδα τῆς νιότης της. Ἡ διαρκὴς ἄσκηση, ἡ αὐστηρὴ πολύχρονη νηστεία, ἡ μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὸ πολυπληθὲς ποίμνιό της καὶ προπάντων ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δὲν τὴν ἔφθειραν. Ἡ Εἰρήνη δὲν εἶχε φθαρεῖ στὴν ψυχή της, ἡ ὁποία ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ δημιουργήματά Του καὶ εὔλογα ἡ ἐσώτερη αὐτὴ ἁγνότητα ἀντανακλοῦνταν στὸ πρόσωπό της.
“Ὑποδέξου τὸ ναυτικὸ ποὺ σοῦ φέρνει τὰ ἑσπεριδοειδῆ καὶ φάε νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή σου“
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας ἡ γιορτὴ τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ μετὰ τὴν τέλεση τοῦ ἑσπερινοῦ, ἡ ἁγία ξαγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ ὄρθρου καὶ τότε ἡ Εἰρήνη ἀκούει κάποια φωνὴ νὰ τῆς λέει: «Ὑποδέξου τὸ ναυτικὸ ποὺ σοῦ φέρνει τὰ ἑσπεριδοειδῆ καὶ φάε νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή σου». Μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας λειτουργίας, ἡ ἁγία λέει στὴν πορτάρισσα νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς μονῆς καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ περιμένει ἐκεῖ στὸν ξενώνα, ὅπου θὰ πήγαινε καὶ ἡ ἴδια νὰ τὸν συναντήσει.
Πράγματι, ἡ ὁσία Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου συνάντησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἐξιστορεῖ τὴν ἑξῆς θαυμάσια ἱστορία: Ἦταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ἑνὸς καραβιοῦ, ἀπὸ τὴν ἱερὴ Πάτμο. Ἀπέπλευσε μὲ τὸ πλοῖο του ἀπὸ τὸ βόρειο τμῆμα τοῦ νησιοῦ γιὰ τὴν Πόλη καὶ βρισκόταν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριά, ὅταν βλέπει ἐκεῖνος καὶ οἱ ναῦτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα νὰ τοὺς φωνάζει νὰ σταματήσουν. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀδύνατο, καθὼς ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος ἔσπρωχνε τὸ πλοῖο στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τότε ὁ γέροντας φωνάζει μὲ ὅλη τὴ δύναμή του καὶ προστάζει τὸ πλοῖο νὰ σταματήσει. Τὸ καράβι ἀκινητοποιεῖται καὶ ὁ ἴδιος ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ ὕδατα. Μπροστὰ στοὺς κατάπληκτους ναῦτες, ἐπιβιβάζεται στὸ πλοῖο καὶ δίνει στὸν καπετάνιο τρία μῆλα καὶ τοῦ λέει: «Ὅταν πᾶς στὴ Βασιλεύουσα, δῶσε τα στὸν Πατριάρχη καὶ πές του πὼς τοῦ τὰ στέλνει ὁ Πανάγαθος Θεὸς μὲ τὸν δοῦλο Του Ἰωάννη, ἀπὸ τὸν Παράδεισο». Ἔπειτα δίνει στὸ ναύκληρο ἄλλα τρία μῆλα προσθέτοντας: «Αὐτὰ νὰ τὰ πᾶς της Εἰρήνης, τῆς Ἡγουμένης τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ νὰ τῆς πεῖς: φάγε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Παραδείσου ποὺ ἡ ἁγνὴ ψυχή σου ἐπεθύμησε». Λέγοντας αὐτά, ὁ γέροντας εὐλόγησε τὸ πλήρωμα καὶ τὸ πλοῖο ξεκίνησε καὶ πάλι τὸ ταξίδι του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξαφανίστηκε.
Ὀλοκληρώνοντας τὴ διήγησή του, ὁ ναυτικὸς προσκύνησε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς πρόσφερε τὰ μῆλα. Ἡ ἁγία τὰ δέχτηκε μὲ δάκρυα εὐλάβειας καὶ εὐγνωμοσύνης εὐχαριστώντας τὸν ἅγιο εὐαγγελιστὴ καὶ ἀπόστολο Ἰωάννη. Στὸ κελί της γονάτισε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ γιὰ αὐτὸ τὸ δεῖγμα τῆς εὔνοιάς Του πρὸς τὴ δούλη Του. Τὰ μῆλα ἦταν πραγματικὰ παραδεισένια, τόσο ὄμορφα σὲ σχῆμα καὶ χρῶμα ποὺ ὅμοιά τους δὲν ὑπῆρχαν. Ἡ εὐωδιὰ τοὺς πλημμύριζε τὴ μονὴ καὶ οἱ ἀδελφὲς ἀποροῦσαν γιὰ τὸ καινούργιο θαῦμα ποὺ συντελοῦνταν στὸν εὐλογημένο χῶρο.
Η οσιακή κοίμησή της
Ἡ ἁγία Εἰρήνη, μὲ τὴν ἔμφυτη εὐφυΐα της καὶ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐννόησε ὅτι τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο ἦταν οὐράνια πρόσκληση. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἔκοψε τὸ ἕνα μῆλο σὲ λεπτὰ κομματάκια καὶ ἔτρωγε ἕνα κομμάτι κάθε μέρα, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ νερό. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ ἀφοῦ ὅλες οἱ μοναχὲς κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ Εἰρήνη ἔκοψε καὶ τὸ δεύτερο μῆλο καὶ ἔδωσε σὲ κάθε ἀδελφὴ ἀπὸ ἕνα κομμάτι. Τότε τοὺς ἀποκάλυψε καὶ τὴν ἱστορία τοῦ θείου δώρου καὶ ὅλες μαζὶ δοξολογοῦσαν τὸν Ὕψιστο γιὰ τὰ ἀναρίθμητα χαρίσματα πρὸς τὴν Ἡγουμένη τους. Τὸ τρίτο μῆλο ἡ Εἰρήνη τὸ φύλαξε γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, οἱ ἀδελφὲς ἔψαλαν τὰ ἅγια καὶ σωτήρια Πάθη καὶ ἡ Εἰρήνη, μόνη της μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, γονατισμένη, εἶχε παραδοθεῖ σὲ προσευχή. Τότε εἶδε θαυμάσιο ὅραμα: ἄνοιξε ὁ θόλος τοῦ ναοῦ καὶ πλῆθος ἀγγέλων ἐμφανίστηκαν, οἱ ὁποῖοι ἔψαλλαν δοξαστικοὺς ὕμνους καὶ θυμιάτιζαν τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἐμφανίστηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θριαμβευτὴς μὲ τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο. Οἱ ἄγγελοι γονάτισαν νὰ Τὸν χαιρετήσουν, ἐνῶ ἡ λάμψη Τοῦ θάμπωσε τὴν Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀντικρίζοντας Τὸν ἔνιωσε τὸ σκίρτημα τοῦ θείου ἔρωτα καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα της. Ὅταν δειλὰ ὕψωσε τὰ μάτια της καὶ πάλι, τὸ ὅραμα εἶχε χαθεῖ. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ὁ ἄγγελος-ὁδηγός της, ποὺ τόσες φορὲς τὴν εἶχε διακονήσει: «Γίνου ἕτοιμή» της εἶπε ἁπλὰ καὶ ἐκείνη κατάλαβε ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ διακονεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Τὸ σύντομο διάστημα ἀπὸ τὸ οὐράνιο αὐτὸ μήνυμα μέχρι καὶ τὴν ὁσιακή της κοίμηση, ἡ ἁγία προετοίμαζε τὴν ἀκολουθία της γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός. Στὸν ἱερὸ ναὸ τὸν Ἀρχαγγέλων τὶς δίδασκε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὴ μελλοντικὴ κρίση καὶ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ διδασκαλία τῆς ἀνέβαζε τὸ πνεῦμα τῶν μοναζουσῶν σὲ οὐράνιες σφαῖρες. Ὁ θάνατος εἶναι δύσκολο γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα καὶ ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα, τόσο ἡ ψυχὴ τῆς ἁγίας ἔνιωθε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ξέφυγε οὔτε ὁ ἐνανθρωπίσας Κύριος.
Μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑπέδειξε τὴν ἄξια διάδοχό της. Μιὰ ἑβδομάδα πρὶν τὴ μεγάλη ἡμέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο ἀπὸ τὸ παραδεισένιο μῆλο καὶ καθημερινὰ κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος ἡ Κυριακή, ὅπου γιὰ τελευταῖα φορὰ ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε τὴ θεία λειτουργία, ἀπάγγειλε τὸ σύμβολο τῆς πίστης μας, κοινώνησε, ἀγκάλιασε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη καὶ τέλος γονάτισε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ προσευχήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος. Σὺ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλὸς ποὺ μὲ τὸ Πανάγιο καὶ Πολύτιμο Αἷμα Σού μᾶς ἐλύτρωσες ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἄκουσε τὴν τελυταία δέησι τῆς ταπεινῆς Σου δούλης. Στὴν κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα τὸ μικρὸ τοῦτο ποίμνιο. Σκέπασέ το μὲ τὴ θεία σκέπη Σου καὶ διαφύλαξέ το ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ. Διότι Σὺ εἶσαι ὁ ἁγιασμός μας καὶ ἡ ἀπολύτρωσις καὶ Σὲ θὰ δοξάζουμε αἰωνίως. Ἀμήν».
Στὴ συνέχεια, σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ της στὸν οὐράνιο Νυμφίο της, ἀποσύρθηκε στὸ κελί της καὶ πλάγιασε στὴν ἀσκητική της κλίνη. Οἱ μοναχές της, μὲ σιωπὴ ποὺ δονοῦνταν ἀπὸ εὐλάβεια, τὴν περικύκλωσαν καὶ τὴν ἔβλεπαν νὰ χαμογελᾶ σὲ πλάσματα ποὺ οἱ ἴδιες δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν παρὰ μόνο νὰ νιώσουν μὲ τὴν ψυχή τους. Μὲ αὐτὸ τὸ οὐράνιο χαμόγελο, τὸ ὁποῖο ἀποδείκνυε τὴν ἀπόλυτη μακαριότητα καὶ γαλήνη τῆς ψυχῆς της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της ἡ ἁγία Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, σὲ ἡλικία 104 χρόνων, ὄντας ὅμως σωματικὰ πάντοτε νέα καὶ ὄμορφη.
Ἡ ὁσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σὲ ὅλη τὴ Βασιλεύουσα ἀστραπιαῖα καὶ χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προλάβουν νὰ προσκυνήσουν τὸ ἱερὸ σκήνωμα τῆς πνευματικῆς τους μητέρας. Ἐπικεφαλῆς ἦταν ὁ πατριάρχης, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν κληρικῶν συνόδευσαν τὴ μακαριστὴ Ἡγουμένη στὴν τελευταία της κατοικία, στὸ παρεκκλήσι τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἄρρητη εὐωδιὰ ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὸ σεπτό της σῶμα ἐπισκίαζε ὅλα τὰ πανάκριβα ἀρώματα ποὺ ἔφεραν οἱ εὐλαβεῖς προσκυνητές.
πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου