Άγιος Τύχων Αμαθούντος
16 Ιουνίου 2011
Ό άγιος πατήρ ημών Τύχων ήταν γιος ταπεινών χριστιανών της Άμαθούντος, πόλης της νότιας Κύπρου. Αφιερωμένος παιδιόθεν στον Θεό, μεγάλωσε μέσα στην ευσέβεια και έγινε αναγνώστης στον ναό. Ό πατέρας του ήταν αρτοποιός και ανέθετε σε αυτόν να πηγαίνει στήν πόλη να πουλά τα ψωμιά. Ό Τύχων όμως βάζοντας σέ πράξη τις ευαγγελικές εντολές τά έδινε χάρισμα στους φτωχούς. “Οταν τό έμαθε ό πατέρας του, εξοργίστηκε. Τό παιδί του απάντησε ό’τι τό μόνο πού έκανε ήταν να δανείζει τά ψωμιά στους φτωχούς καί ότι θά λάβαινε πίσω στο έκατονταπλάσιο τά χρεωστούμενα σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου. Καί πράγματι, ό λόγος του παιδιού έγινε πράξη καθότι βρέθηκαν ο! αποθήκες του σπιτιού γεμάτες σιτάρι.
Μετά τον θάνατο τών γονιών του, μοίρασε τά υπάρχοντα του καί απορρίπτοντας τίς μέριμνες του κόσμου, γιά νά σηκώσει τον γλυκύ καί ελαφρύ ζυγό του Χριστού, παρουσιάσθηκε στον επίσκοπο Μνημόνιο. Εκείνος διακρίνοντας τά προσόντα του νέου, τον χειροτόνησε διάκονο καί του ανέθεσε τήν διαχείριση τών εκκλησιαστικών αγαθών καί τήν διδασκαλία του λαού. Με λόγους γεμάτους φλόγα καί θεϊκή αγάπη, ό Τύχων ανασκεύαζε εύκολα τίς πλάνες τών Εβραίων καί τών ειδωλολατρών καί πολλούς μεταξύ αυτών οδηγούσε στον επίσκοπο γιά νά βαπτισθούν. Όταν έκοιμήθη ό Μνημόνιος, ό Τύχων χειροτονήθηκε επίσκοπος Αμαθούντος από τον άγιο Έπιφάνιο [12 Μαίου] καί έκτοτε διέλαμψε στο λυχνάρι της Εκκλησίας, άλλους πείθοντας γιά τήν ευαγγελική αλήθεια μέ αδιάσειστα επιχειρήματα καί άλλους μέ λαμπρά θαύματα. Έξέβαλλε δαιμόνια, θεράπευε ασθενείς του σώματος καί τούς πνεύματος, καί έκανε τά αδύνατα δυνατά με τήν χάρη του Θεού πού ένεργούσε διά μέσου αύτού. Επειδή ορισμένοι ειδωλολάτρες παρέμεναν προσκολλημένοι στήν λατρεία τών ψευδών θεών, δ άγιος είσέδυσε στον ναό τους καί γκρέμισε τά άψυχα ξόανα. Κρατώντας ίνα μαστίγιο στο χέρι έδιωξε τήν ιέρεια της ‘Αρτέμιδος, Άνθούσα, ή οποία τον είχε καθυβρίσει. Αυτή ή ΐδια αργότερα, αντιλαμβανόμενη ότι ή δύναμη του Θεού ήταν με τον άγιο, ομολόγησε τον Χριστό και βαπτίσθηκε παίρνοντας τό όνομα Ευανθία. Μία ήμερα εορτής ο! ειδωλολάτρες οργάνωσαν μια πομπή με τό άγαλμα της θεάς της Κύπρου, εν μέσω χορών και αισχροτήτων. Τήν στιγμή όμως πού περνούσε κοντά άπό τήν εκκλησία, βγήκε ό άγιος Τύχων, συνέτριψε τό άγαλμα και ανέτρεψε με τέτοιον τρόπο τις δεισιδαιμονίες των ειδωλολατρών ώστε όλοι μετεστράφησαν καί ζήτησαν νά βαπτισθούν. Μιάν άλλη φορά, ό άγιος επίσκοπος κατηγορήθηκε άπό δύο εθνικούς, τον Καλύκιο και τήν Κλεοπάτρα, καί χρειάσθηκε νά παρουσιασθεί ενώπιον του διοικητή του νησιού. Απάντησε στον δικαστή ότι όντας δούλος του φιλάνθρωπου Θεού δεν μπορούσε νά αποφύγει νά τον μιμείται καί νά εύσπλαγχνίζεται όλους εκείνους πού βρίσκονταν στά σκοτάδια τής πλάνης διδάσκοντας τους ότι υπάρχει μόνο ένας αληθινός Θεός. Προσέθεσε ότι θεωρούσε τούς εθνικούς ώς ασθενείς, τούς όποιους εΐχε εκ Θεού αποστολή νά γιατρέψει καί ότι ήταν έτοιμος νά υποστεί τίς ύβρεις καί τήν κακομεταχείριση τους, ώς ισχνό αντίκρισμα τών όσων είχε υποφέρει ό Κύριος γιά τήν Σωτηρία μας. Εντυπωσιασμένος άπό τήν ήρεμη παρρησία του αγίου, ό κριτής τον άφησε ελεύθερο, πολλοί δέ μεταξύ τών παρευρισκομένων μετεστράφησαν εξαιτίας τών λόγων αυτών.
Ό άγιος Τύχων είχε ένα χωράφι στο όποιο φύτεψε ένα αμπέλι. Μία ήμερα, λίγο πριν τήν έκδημία του, πήγε εκεί γιά νά επιβλέψει τήν εργασία τών αμπελουργών πού κλάδευαν τά ξερά κλήματα. Μάζεψε άπό κάτω ένα άπό αυτά πού είχαν μαζευτεί γιά νά καούν, τό προσέφερε στον Χριστό καί ζήτησε τούτο τό ξερό κλήμα νά λάβει ζωή καί νά βγάλει, πριν τήν εποχή του, γλυκείς καί άφθονους καρπούς. “Επειτα τό φύτεψε στο χώμα, διαβεβαιώνοντας τούς παρευρισκομένους ότι τό θαύμα αυτό θά συνεχιζόταν στο διηνεκές, εις μαρτυρίαν τής αόρατης παρουσίας του ποιμένα τους καί τών άγρυπνων προσευχών του. Πράγματι, μετά τήν κοίμηση του αγίου, κάθε χρόνο, ενώ τήν παραμονή τής μνήμης του, πού τελείται στις 16 Ιουνίου, τά σταφύλια ήταν ακόμη άγουρα, όπως είναι φυσικό τήν εποχή αύτη, αίφνης κατά τήν διάρκεια τής αγρυπνίας ωρίμαζαν καί τήν στιγμή τής θείας Λειτουργίας βρίσκονταν μαύρα καί ζουμερά, γιά νά αναμειχθούν στήν ιερή Θυσία. Οί πιστοί αποκόμιζαν μαζί τους ρώγες προς εύλογίαν τών αμπελιών τους καί άλλες γιά τήν ίαση τών ασθενών.
Όταν ό άγιος Τύχων έλαβε παρά του Θεού τήν αγγελία τής έκδη-μίας του, επισκέφθηκε τούς χωρικούς πού βρίσκονταν στά χωράφια τους γιά τήν συγκομιδή του κριθαριού. Αυτοί έσπευσαν νά λάβουν τήν ευλογία του καί άκουσαν μία φωνή πού καλούσε τον άγιο νά εισέλθει στήν Βασιλεία τών Ουρανών. Τρεις ήμερες αργότερα έπεσε άρρωστος, αυτός πού τόσα χρόνια σήκωνε Ολους όσοι άσθενούσαν. Παρηγόρησε τήν μητέρα του πού έκλαιγε στο προσκέφαλο του, υπενθυμίζοντας της ότι πρέπει νά ζούμε εδώ κάτω με τήν προσδοκία τής Αναστάσεως• κατόπιν, συγκέντρωσε γύρω του τά πνευματικά του τέκνα, κληρικούς καί λαϊκούς, εγκωμιάζοντας τούς χριστιανούς πού έγιναν παιδιά του Θεού καί αδελφοί του Χριστού, καλούμενα νά ακολουθήσουν τά βήματα του, χωρίς νά αφεθούν νά πλανηθούν άπό τις σαγήνες του βίου τούτου. Αφού παρέμεινε κλινήρης τρεις ημέρες, ό άγιος ποιμένας έγινε μετά χαράς δεκτός στις ουράνιες αυλές, ενώ Ολο τό νησί πενθούσε. Κατά τήν κηδεία του, πού τελέστηκε άπό όλους τούς επισκόπους καί ιερείς του νησιού, παρουσία μεγάλου πλήθους λαού, τό σκήνωμα του εξέπεμπε φώς καί άνέδιδε ουράνια ευωδιά.
Πιστός στήν επαγγελία του, ό άγιος Τύχων δεν έπαψε νά άγρυπνα γιά τό ποίμνιο του. Θεράπευσε μία λεπρή καί ελευθέρωσε άπό τό δαιμόνιο ένα κωφάλαλο παιδί με τον εξής τρόπο: καθώς οι γονείς του παιδιού απομακρύνονταν θλιμμένοι άπό τον ναό του άγιου, αφού είχαν προσευχηθεί επί ώρα γιά τήν θεραπεία του, αποδίδοντας τήν αποτυχία τής πα-ρακλήσεώς τους στις αμαρτίες τους, εμφανίσθηκε σε αυτούς ό άγιος Τύχων, με τήν μορφή ιερέως, καί τούς παρότρυνε νά έγκαρτερήσουν. Τότε ό δαίμονας έκανε νά σφαδάξει άγρια τό παιδί καί τό εγκατέλειψε κράζοντας: «Ω Τύχων, ή παρρησία σου παρά τω Θεώ είναι αυτή πού με εκδιώκει»• καί παρευθύς τό παιδί άρχισε νά λαλεί ευκρινώς.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος