Η υπόθεση Βατοπαιδίου είναι η αρχή της αντι-εκκλησιαστικής πολιτικής
14 Ιουνίου 2011
Του Σπύρου Μπαζίνα
Θα ήθελα να τονίσω σύντομα δυο σημεία. Το πρώτο είναι ότι η υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου δεν είναι θέμα δευτερεύον που αφορά μόνο το Βατοπαίδι και τους φίλους του, αλλά μας αφορά όλους. Και το δεύτερο είναι ότι η υπόθεση αυτή είναι η αρχή (η η συνέχεια), και όχι το τέλος, μιας συγκεκριμένης αντι-εκκλησιαστικής πολιτικής.
Το ότι η υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου δεν αφορά μόνο το Βατοπαίδι και τους φίλους του, αλλά όλο το Άγιον Όρος και την Ορθοδοξία, είναι πλέον γνωστό. Η κατασυκοφάντηση μιας μεγάλης και ιστορικής αγιορείτικης Μονής υπονομεύει στην συνείδηση του κόσμου όλο το Άγιον Όρος και την Εκκλησία. Η παρουσίαση της υπεράσπισης των δικαίων μιας Μονής, που είναι καθήκον των Μοναχών, ως ανήθικης πράξης (ίδιας απαξίας με τον χρηματισμό δημοσίων λειτουργών από την Siemens) αφαιρεί από τα κοινόβια το δικαίωμα να επιζήσουν ως κοινόβια. Η προσπάθεια να ευτελισθούν οι παλαιότατοι τίτλοι ιδιοκτησίας σείει τα θεμέλια της υλικής ύπαρξης όλων των Πατριαρχείων. Αυτό το αποτέλεσμα πρόεκυψε ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ποικίλων επικριτών του Βατοπαιδίου (ανάμεσα στους οποίους ήσαν, άθελα τους, και πολλοί καλόπιστοι). Δεν κάνω δηλαδή κριτική προθέσεων η συνομωσιολογία, αλλά κρίνω εκ του αποτελέσματος (αφού μπροστά στο αντι-εκκλησιαστικό κλίμα που δημιουργήθηκε όλα τα άλλα σχετικά με την πρακτική η νομική πλευρά της υπόθεσης ήρθαν στο περιθώριο).
Είτε το επεδίωξαν ευθέως η απλά το αποδέχτηκαν, είτε όχι, οι επικριτές του Βατοπαιδίου εξυπηρέτησαν τα σχέδια των οπαδών της θεωρίας για την σύγκρουση των πολιτισμών του Σάμιουελ Χάντιγκτον (που επιδιώκουν να θέσουν την Ορθοδοξία στο περιθώριο ως εχθρική δύναμη προς την δύση και την παγκοσμιοποίηση) και του “διαφωτισμού” (που διώκει την Ορθοδοξία αφού την εξισώσει με τον σκοταδισμό του δυτικού μεσαίωνα).
Το ότι η υπόθεση του Βατοπαιδίου δεν ήταν το τέλος αυτής της αντι-εκκλησιαστικής πολιτικής είναι αυτονόητο αφού «ενός κακού γενομένου χίλια έπονται» (ιστορικά, η εκκλησιαστική κρίση φέρνει την εθνική κρίση, και η μια κρίση φέρνει την άλλη μέσα σε ένα φαύλο κύκλο). Φαίνεται όμως σαφώς και από την προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης (που έχει και διεθνή αίτια και προεκτάσεις που έχουν να κάνουν με το μνημόνιο, και όχι μόνο) να αφαιρέσει από την Εκκλησία (και το Άγιον Όρος) εκείνα τα υλικά μέσα που απαιτούνται ώστε η Εκκλησία να επιτελέσει το έργο της, με το ευλογοφανές επιχείρημα ότι και η Εκκλησία πρέπει να συνεισφέρει για να ξεπεραστεί η κρίση. Έχει το θράσος δηλαδή το σαθρό πολιτικό σύστημα να υποδεικνύει στην Εκκλησία το έργο που κάνει από την ίδρυση της (κατά το «έλα παππού μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφα σου»)! Και υποκρύπτει ότι, αν το Δημόσιο αφαιρέσει και τα τελευταία υλικά μέσα που απέμειναν στην Εκκλησία, αυτά τα μέσα θα χρησιμοποιηθούν για να ανακουφιστεί ο χειμαζόμενος λαός τόσο όσο και τα άλλα τα οποία η Εκκλησία έχει ήδη δώσει στο Δημόσιο! Τεχνηέντως δε αποσιωπάται ο κίνδυνος ότι αυτά τα μέσα θα χαθούν στον βωμό του μνημονίου, αποτελούν δηλαδή νέο χαράτσι στον φτωχό, στον πολύτεκνο, στον χαμηλόμισθο και στον χαμηλοσυνταξιούχο που στηρίζεται στην Εκκλησία.
Ισχυρίζονται μερικοί ότι τα μέσα αυτά ανήκουν στον λαό. Συμφωνώ, με μια διάφορα όμως. Ανήκουν στον λαό που είναι μέλος της Εκκλησίας. Αυτά τα μέσα δόθηκαν στην Εκκλησία από μέλη της, όχι από αλλόδοξους η αλλόθρησκους (αν και χρησιμοποιούνται από την Εκκλησία υπέρ όλων, χωρίς διακρίσεις). Σε αυτόν τον λαό ανήκουν που τα εμπιστεύεται ακόμη στην ιεραρχία, και όχι στην πολιτική ηγεσία.
Ισχυρίζονται κάποιοι άλλοι ότι πρέπει να περικοπούν οι μισθοί των κληρικών, όπως και των άλλων δημοσίων υπάλληλων και λειτουργών, η ακόμη και να χωριστεί η Εκκλησία από το Κράτος. Και πάλι συμφωνώ. Με μια διαφορά και πάλι. Να περικοπούν οι μισθοί η να χωριστεί η Εκκλησία από το Κράτος, όμως αφού επιστραφεί πρώτα στην Εκκλησία η περιουσία που δόθηκε στο Δημόσιο για να αναλάβει αυτή την μισθοδοσία η για να στηθεί το Κράτος (πραγματικότητα που άθελα τους απέκρυψαν οι ιεράρχες εκείνοι που δήλωσαν ότι επιστρέφουν τον μισθό τους στο Δημόσιο, ενώ όφειλαν να τον επιστρέψουν στην Εκκλησία).
Είναι συνειδητή η προσπάθεια της κυβέρνησης η όλων αυτών που εγείρουν αυτούς τους ισχυρισμούς (η ήταν συνειδητή η ενέργεια των σταυρωτών του Κυρίου); Δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν γίνεται δίκη προθέσεων (και το «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» είναι δεδομένο). Το αποτέλεσμα μετρά. Η κυβέρνηση κάνει πολλά που της επιβάλλονται. Και οι συνειδητοί οπαδοί του Χάντιγκτον η του διαφωτισμού είναι μια μικρή μειοψηφία, μειοψηφία όμως δυναμική που σαφώς επηρεάζει τις εξελίξεις. Η ζημιά που γίνεται, συνειδητά η ασυνείδητα (με τα χαμόγελα και με το «σεις και με το σας») μετρά.
Εν γνώσει όλων των ανωτέρω, με τον προσήκοντα σεβασμό, θα ήθελα να εκφράσω την ευχή η σεπτή Ιεραρχία να λάβει άμεσα (αν δεν έχει ήδη λάβει) όλα εκείνα τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να προστατευτούν τα υλικά μέσα της Εκκλησίας. Διαφορετικά φοβούμαι θα έχει μεγάλη ευθύνη και θα είναι υπόλογη έναντι του κυρίου αυτής της περιουσίας, δηλαδή του Θεού και του λαού του Θεού. Η συζήτηση σε επιτροπές είναι καλή (αν και υπάρχει ο κίνδυνος του να είναι προσχηματική, στάχτη στα μάτια, ως γίνεται συνήθως, η μέρος της τακτικής του «γέλα με να σε γελώ, να περνούμε τον καιρό»). Όμως, παράλληλα ας λάβουμε και τα απαραίτητα μέτρα (κατά το «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι») για να μη βρεθούμε σύντομα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα όλα εκείνα τα ασφαλιστικά μέτρα που απαιτούνται, συμπεριλαμβανόμενης και της μεταφοράς των αποθεματικών των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ και των ναών σε άλλα νομικά πρόσωπα ώστε να μη «δεσμευτούν» από το Δημόσιο και χαθούν αφού μετατραπούν σε ομόλογα του Δημοσίου, αλλά και της προσφυγής στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια, αλλά και σε διεθνείς οργανισμούς και φίλες ορθόδοξες δυνάμεις τουλάχιστον όσον αφορά τα Μοναστήρια τους στο Άγιον Όρος. Σήμερα (αν όχι χθες), όχι αύριο. Οι καιροί ου μενετοί.
Βέβαια, αφού κάνουμε το καθ’ ημάς, παραμένουμε ακλόνητοι στην πίστη μας ότι όσο διάφοροι περίεργοι κύκλοι (οι οποίοι, ούτως η άλλως, «ουκ οίδασι τι ποιούσι») σταυρώνουν την Εκκλησία, τόσο η Εκκλησία δοξάζεται, αφού ο Σταυρός είναι η δόξα και το αήττητον τρόπαιον της Εκκλησίας.