Εύρεσις της αγίας Εικόνας της Μεγα[λο]σπηλαιώτισσας
9 Ιουνίου 2011
Είναι γεγονός ότι οι χρόνοι, στους όποιους αναφέρεται η ζωντανή παράδοσις για τήν ανεύρεσι της εικόνας της Παναγίας περί τον Δ’ αιώνα, καθώς και για τήν περιπλάνησι τών ιδρυτών της μονής, Όσιων Συμεών και Θεοδώρου, στα φημισμένα πνευματικά κέντρα της εποχής τους μέχρι τήν ίδρυση της μονής, είναι απροσδιόριστοι.
Ή παράδοσις, όπως έχει καταγραφή στό Κτιτορικό της μονής, αναφέρει ότι ό Θεός κατηύθυνε τά βήματα τών Θεσσαλονικέων αδελφών Συμεών και Θεοδώρου πρός ανεύρεσι της εικόνας. οι δύο όσιοι άνδρες κατάγονταν από πλούσια και λαμπρή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, όπου έλαβαν και τήν εγκύκλιο μόρφωσι. Σέ ώριμη ηλικία αποφάσισαν νά μονάσουν στό Άγιον Όρος, όπου έγιναν δεκτοί μέ μεγάλη χαρά τόσο γιά τις αρετές τους, όσο και γιά τήν παιδεία τους. Μάλιστα τούς άποδέχθησαν και ώς διδασκάλους τους.
Άφού παρέμειναν στό Άγιον Όρος αρκετό καιρό διδάσκοντας και νουθετώντας τούς μοναχούς, αποφάσισαν νά μεταβούν στους Αγίους Τόπους, παρά τις αντιρρήσεις τών μοναχών. Ένώ βρίσκονταν στήν Ιερουσαλήμ, φανερώθηκε στόν ύπνο τους, στον καθένα χωριστά, «πάγκαλος και ήλιόμορφος άνασσα αιγλην ούράνιον περιεστεμμένη» η Παναγία μας περιστοιχισμένη από «τρεις άνδρας, γηραλαίους τό είδος, Ιεροπρεπείς τήν στολήν, σεβάσμιους τή κατασταθεί του σχήματος, και θεοειδείς διά τήν απανθουσαν εις τά πρόσωπα μάλιστα θαυμασίαν τε και σεμνότητα. Πήραν από αυτήν τήν εντολή νά φύγουν από τήν Ιερουσαλήμ και νά μεταβούν στήν Πελοπόννησο και μάλιστα στήν Αχαΐα κηρύττοντες καθ’ οδόν τον λόγο του Θεοϋ (είκ. 24).
Ακόμη τούς είπε η κεχαριτωμένη ότι στήν Αχαΐα «εύρήσετε τόν τύπον της έμής μορφής, κατ’ εύδοκίαν του υιού μου και θεού εξεικονισθείσης υπό του θεηγόρου τούτου και ευαγγελιστού Λουκά• τά δέ πρός εύρεσιν της εικόνος άπαντα υμίν άποκαλυφθήσεται, δταν καταντήσητε εις τον τόπον εκείνον και άπιτε εν ειρήνη».
Οί Όσιοι υπάκουσαν στήν θέλησι της Θεοτόκου. Εγκατέλειψαν τά Ιεροσόλυμα και διά μέσου της Μακεδονίας και μάλιστα διά του Άγίου Όρους, της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας έφθασαν στήν Πελοπόννησο κηρύττοντες στά φημισμένα κέντρα και νουθετούντες τους πιστούς. Φθάσαντες στήν Αχαΐα πήγαν πρώτα στο Αίγιο. Έπειτα ακολουθώντας τόν ποταμό Κερυνίτη πλησίασαν στήν πλαγιά της Ζαχλωρού (Γαλατών), έκείνην τήν όποια είχε υποδείξει η Παναγία και η όποια βρίσκεται απέναντι από τόν βράχο, όπου τώρα είναι κτισμένη η μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Στήν πλαγιά αυτή συνάντησαν μιά κόρη, πού έβοσκε τά αιγοπρόβατα του πατέρα της. η κόρη αυτή ήταν η βοσκοπούλα Ευφροσύνη.
Μόλις τούς είδε, χαιρέτησε τόν καθένα μέ τό όνομα του. Τούτο ξάφνιασε τούς Θεσσαλονικείς άλλά και τούς χαροποίησε. Στά πολλά τους ερωτήματα, όπως ποιό τό όνομα της, πώς τούς γνωρίζει και άν ξέρη κάτι γιά τήν εικόνα της Θεοτόκου, τήν «ζωγραφηθείσαν υπό του θείου Αποστόλου και Εύαγγελιστού Λουκά», η κόρη απάντησε ώς έξης: Έγώ, οσιώτατοι πατέρες, ονομάζομαι Ευφροσύνη• γνωρίζω πού βρίσκεται η εικόνα της Θεοτόκου. η Παναγία μας μου αποκάλυψε τά ονόματα σας και τόν σκοπό του έρχομού σας. Μου έδωσε δέ τήν εντολή νά σάς οδηγήσω εκεί όπου βρίσκεται η άγια της εικόνα. Εγώ στήν άρχή, συνέχισε η Ευφροσύνη, άκούοντας τη φωνή «Ευφροσύνη, Ευφροσύνη» φοβήθηκα, αλλά μέ καθησύχασε λέγοντας μου: «Μή φοβού, αλλά θάρσει• και δράμε τάχιστα πλησίον της πατρίδος σου προς ύπάντησιν του τε Συμεών και Θεοδώρου τών δύο αδελφών κατά σάρκα και θεοφιλών ιερέων του υιού μου και Θεού Ιησού Χρίστου, οίτινες έρχονται πρός με, καθώς αύτοις απεκαλύφθη• έρχονται δέ μακρόθεν διδάσκοντες άποστολικώς κατά πόλιν και χώραν τόν σωτήριον του θείου Ευαγγελίου λόγον, κατά μίμησιν τών Άποστόλων του κορυφαίου, και Ανδρέου του πρωτοκλήτου, και Λουκά του Εύαγγελιστού και ζωγράφου μου ταύτης της εικόνος τούτων της αποστολής διάδοχοι θεία νεύσει απεστάλησαν».
Κατά τήν παράδοσι η Ευφροσύνη, ένώ διηγείτο αυτά, μέ τό ποιμενικό της ραβδί χάραξε στήν πέτρα, όπου καθόταν, τό σημείο του σταυρού. Τότε η πέτρα σχίσθηκε και αμέσως άνέβλυσε νερό δροσερό. η πηγή αυτή, γνωστή μέ τό όνομα «πηγή της Ευφροσύνης», αναβλύζει μέχρι σήμερα άφθονο νερό, πραγματικό άγιασμα.
Η κόρη οδήγησε τούς αδελφούς Συμεών και Θεόδωρο στό κοίλωμα του πέτρινου βράχου. οι Όσιοι, όταν εισήλθαν μέ δυσκολία σ’ αυτό τό κοίλωμα, τό δυσπρόσιτο από τήν οργιώδη βλάστησι, άντίκρυσαν έκπληκτοι τήν πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας μας, απαστράπτουσα και περιβεβλημένη μέ θεία δόξα. Τότε προσκύνησαν ευλαβικά, προσευχήθηκαν μέ κατάνυξη και πήραν στά χέρια τους τόν πολύτιμο θησαυρό.
Έπρεπε όμως νά καθαρίσουν τόν χώρο αυτόν από τούς κισσούς, τούς θάμνους και τήν λοιπή πλούσια βλάστηση. Στήν προσπάθεια τους δμως νά κατακαύσουν αυτή τήν βλάστηση βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα φοβερό θέαμα. Ένα πελώριο φίδι, πραγματικά δράκοντας, ξεπρόβαλε μέσα από τούς θάμνους και κινήθηκε απειλητικά εναντίον τους. Τότε μιά δέσμη πυρός, σάν αστραπή, προερχόμενη από τήν εικόνα, κεραυνοβόλησε τό φίδι αυτό και αμέσως τό νέκρωσε”. Τούτο αποτελεί τήν απαρχή πολλών θαυμάτων της αγίας εικόνας, όπως καταγράφονται στό Κτιτορικό και όπως ομολογούν οι προσκυνητές όλων τών μετέπειτα χρόνων.
Άκολούθως, μετά τόν καθαρισμό του σπηλαίου, οι Όσιοι διαπίστωσαν ότι μπροστά τους είχαν έναν ιερό βωμό, μιά αγία Τράπεζα, όπου κατά τήν παράδοσι τελούσε τό μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ό ιερουργός Ευαγγελιστής Λουκάς. η τράπεζα αυτή μέχρι σήμερα ονομάζεται «ίερουργική τράπεζα του Εύαγγελιστού Λουκά».
Πηγή: Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ο ζωγράφος της Παναγίας και το Μέγα Σπήλαιο. Έκδοσις της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.