Ζωοαρχαιολογία: Έρχεται να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα
8 Ιουνίου 2011
Μια νέα σχετικά επιστήμη -η ζωοαρχαιολογία- έρχεται να απαντήσει σε ένα σωρό ερωτηματικά, που μέχρι πριν λίγα χρόνια όχι μόνο δεν ετίθεντο από τους επιστήμονες, αλλά ακόμα και τα ίδια τα αντικείμενα μελέτης της, που είναι τα οστά ζώων, πετιόνταν στα σκουπίδια.
Τι συμπεράσματα όμως μπορεί κανείς να συνάγει από την έρευνα και τη μελέτη των ζωικών υπολειμμάτων που διατηρούνται από την αρχαιότητα; Με ποιο τρόπο ο σύγχρονος επιστήμονας καταλαβαίνει τις πρακτικές του παρελθόντος, είτε αυτές αφορούν τους προϊστορικούς κτηνοτρόφους και την παραγωγή τους είτε τη συμπεριφορά των αρχαίων ανθρώπων στα ίδια τα ζώα;
Για να διαφωτιστούμε, μιλήσαμε με την πλέον αρμόδια, τη ζωοαρχαιολόγο και διδάκτωρ αρχαιολογίας Ευτυχία Γιαννούλη, η οποία ξεκινώντας μας έδωσε έναν ορισμό για την επιστήμη της.
«Ο πλέον συνοπτικός ορισμός είναι ότι η ζωοαρχαιολογία μελετά και αναλύει τα οστά των ζώων από αρχαιολογικές ανασκαφές. Όμως θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη ότι μελετά τους τρόπους που μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι τα ζώα, με ποιους σκοπούς, τι άλλα προϊόντα εκτός από το κρέας έπαιρναν από αυτά, πώς τα ζώα τα ίδια ή μέσω των προϊόντων τους συμμετείχαν σε άλλες όψεις της ζωής των ανθρώπων, σε γιορτές, δοξασίες, ήθη και έθιμα», μας εξηγεί.
Στην Ελλάδα η ζωοαρχαιολογία άρχισε να γίνεται ουσιαστικά γνωστή μόλις τα τελευταία 25-30 χρόνια από ξένους μελετητές, οι οποίοι εργάστηκαν σε ανασκαφές της χώρας μας. «Αν και η μεθοδολογία της δανειοδοτείται από πολλές επιστήμες (όπως η βιολογία, η ζωολογία και η παλαιοντολογία), η αρχαιολογική ερμηνεία των ευρημάτων δεν μπορεί να γίνει από κάποιον μη αρχαιολόγο», σημειώνει.
Όσο για τους μελλοντικούς ζωοαρχαιολόγους, τα νέα δεν είναι και τόσο καλά, καθώς σχετικές σπουδές γίνονται μόνο στο εξωτερικό. «Η διδασκαλία της ζωοαρχαιολογίας απαιτεί την ύπαρξη συγκριτικής συλλογής αναφοράς και εργαστηρίου. Φανταστείτε κάποιος να μαθαίνει χημεία χωρίς εργαστήριο, παρά μόνο θεωρητικά! Το εργαστήριο δεν βοηθά μόνο στην εμπέδωση της γνώσης, αλλά και στην εξάσκηση και όξυνση του ματιού μέσω της λεπτομερούς παρατήρησης των ανατομικών χαρακτηριστικών των διαφόρων ειδών», δηλώνει η κ. Γιαννούλη, συμπληρώνοντας ότι τέτοιες συλλογές και εργαστήρια μπορεί να είναι πανεπιστημιακά ή υπό την αιγίδα κάποιου ερευνητικού κέντρου.
«Βέβαια, μαθήματα ζωοαρχαιολογίας προσφέρονται ήδη σε Τομείς Αρχαιολογίας σε κάποια ελληνικά πανεπιστήμια (συνήθως στο πλαίσιο της Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας), αλλά κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο προς το παρόν δεν μπορεί να υποστηρίξει την ειδική διδασκαλία που απαιτείται για την ειδίκευση ενός ζωοαρχαιολόγου. Οι χώρες που προτιμώνται είναι η Αγγλία, η Αμερική και η Γαλλία, δευτερευόντως η Γερμανία», τονίζει.
Τι γίνεται όμως στην Ελλάδα; Σε ποιές περιοχές της χώρας μας έχουν γίνει σοβαρές ζωοαρχαιολογικές έρευνες; «Σε όλες σχεδόν, εκτός της Δυτικής Ελλάδας, λόγω του μικρού αριθμού ανασκαφών», μας απαντά. Και εξηγεί ότι οι έρευνες αυτές αφορούν κυρίως προϊστορικές θέσεις, εφόσον στην κλασική αρχαιολογία δεν ήταν συνηθισμένο να κρατάνε τα οστά ζώων. «Τα πετούσαν ως άχρηστα. Θεωρούσαν την ύπαρξη γραπτών πηγών, αγγείων και γλυπτών ως την υπέρτατη πηγή πληροφόρησης. Τα ζωικά κατάλοιπα αγνοούνταν. Αυτό αρχίζει να αλλάζει σιγά-σιγά», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Και συνεχίζει παραθέτοντάς μας μερικά σημαντικά συμπεράσματα που έχουν συναχθεί από την εφαρμογή της ζωοαρχαιολογίας στον ελλαδικό χώρο: «Είναι πλέον εξακριβωμένο ότι τα κατεξοχήν είδη της ελληνικής κτηνοτροφίας είναι τα αιγοπρόβατα, κι αυτό από την εμφάνιση των πρώτων μόνιμων εγκαταστάσεων στην Ελλάδα (7η χιλιετία π.Χ.). Το ποσοστό τους κυμαίνεται από 50% έως 90% της ταυτοποιημένης αρχαιοπανίδας κάθε ανεσκαμμένου οικισμού. Παράλληλα, το μικρό ποσοστό των άγριων ειδών δηλώνει ότι το κυνήγι δεν έπαιξε ποτέ μείζονα ρόλο στη διατροφή, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε σε άλλες χώρες των Βαλκανίων για παράδειγμα. Ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο εκτρέφονταν τα αιγοπρόβατα ήταν το κρέας τους. Αργότερα, κατά την 4η και 3η χιλιετία π.Χ., θα αρχίσει η συστηματική εκμετάλλευση και άλλων προϊόντων, όπως γάλα και μαλλί. Αυτό ισχύει για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο».
Το πεδίο έρευνας ενός ζωοαρχαιολόγου δεν περιορίζεται μόνο στα οστά των ζώων. Επεκτείνεται και αλλού, όπως για παράδειγμα τα εργαλεία, από τα οποία μπορούν να συναχθούν πολύ σημαντικά συμπεράσματα. Η κ. Γιαννούλη μας δίνει κάποια εντυπωσιακά παραδείγματα.
«Μελετώντας τα ίχνη από τα διάφορα εργαλεία στην επιφάνεια των οστών, αλλά και το πώς τα κόκαλα είναι σπασμένα, γνωρίζουμε ότι τρώγανε τα σκυλιά τουλάχιστον μέχρι την Εποχή του Χαλκού. Αργότερα, κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, βρίσκουμε σε διάφορα ιερά οστά ζώων που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, όπως γαζέλα, αυγά στρουθοκαμήλου, ή ζώων της ελληνικής πανίδας εκτός του φυσικού τους περιβάλλοντος, π.χ. λιοντάρι ή άγριο βόδι στα νησιά».
Όσο για τα άγρια ζώα που υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα, εξηγεί: «Όσον αφορά την προϊστορία, αλλά και τους ιστορικούς χρόνους, τα άγρια θηλαστικά της Ελλάδας είναι ακριβώς τα ίδια με τα σημερινά. Υπήρχαν ακόμα λιοντάρια (το είδος εξέλιπε κάποια στιγμή στο τέλος της 1ης χιλιετίας π.Χ.) και το άγριο βόδι, που δεν υπάρχει πια. Ειδικά για το τελευταίο, μετρικές αναλύσεις των οστών τους έχουν δείξει ότι όταν τα κοπάδια έπρεπε να εμπλουτιστούν με «νέο αίμα» -είτε επειδή είχαν αποδεκατιστεί λόγω ασθενειών είτε επειδή ήθελαν να βελτιώσουν την απόδοσή τους-, έπιαναν άγρια βόδια και τα διασταύρωναν με τα οικόσιτά τους, ήδη από την Νεολιθική Εποχή. Το ίδιο έκαναν και με τα αγριογούρουνα».
Πλην του κρέατος, όμως, τα άγρια ζώα παρείχαν κι άλλες υπηρεσίες στον αρχαίο άνθρωπο. «Από τις πιο διαδεδομένες πρώτες ύλες ήταν τα ελαφοκέρατα. Το κέρατο του ελαφιού είναι εξαιρετικά εύκαμπτο όταν έχει μείνει στο νερό και όταν στεγνώνει γίνεται πολύ σκληρό, έτσι είναι ιδανικό για την κατασκευή διαφόρων εργαλείων. Επίσης, χρησιμοποιούσαν δέρματα και γούνες διαφόρων ζώων, ενώ άγρια ζώα προσέφεραν επίσης υπηρεσίες που ήταν σημαντικές για τον αρχαίο άνθρωπο. Όπως η νυφίτσα που κυνηγούσε τα ποντίκια. Επίσης, γνωρίζουμε από τις αρχαίες πηγές ότι έπιαναν αρκούδες και τις κρατούσαν είτε σε κλουβιά είτε τις χρησιμοποιούσαν σε γιορτές και πανηγύρια», καταλήγει.