Άγιος Φιλόθεος, επίσκοπος Τομπόλσκ
31 Μαΐου 2011
Γεννηθείς το 1650 άπό ευγενείς γονείς στήν Ουκρανία, ο άγιος Φιλόθεος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στήν Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, λίγο μετά τον γάμο του. Υπηρέτησε για κάποιο διάστημα σέ μια ενορία καί, μετά τον θάνατο της συζύγου του, έκάρη μοναχός στήν Λαύρα των Σπηλαίων, ό’που διακρίθηκε για τον ζήλο του στήν νηστεία καί τήν προσευχή. Τό 1701, έγινε ηγούμενος της Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Σβένο, ένα εξάρτημα τής Λαύρας, καί τό επόμενο έτος χειροτονήθηκε επίσκοπος καί έγινε μητροπολίτης Σιβηρίας. Έπί είκοσι πέντε έτη περιέτρεχε ακατάπαυστα τήν τεράστια επισκοπή του, πού εκτεινόταν άπό τα Ουράλια έως τήν Κίνα, οργανώνοντας ιεραποστολές στα Άλτάια, στήν Καμτσάτκα, τήν Μογγολία καί τήν βόρεια Κίνα, παρά τις συχνά βίαιες αντιστάσεις των ειδωλολατρικών φυλών. Βάπτισε πάνω άπό 40.000 ψυχές καί ίδρυσε περίπου τριακόσιες ενορίες. Φθάνοντας στο Τομπόλσκ, συνεκάλεσε σύναξη όλου του κλήρου τής Σιβηρίας, για νά οργανώσει τήν Εκκλησία καί να εξασφαλίσει τήν συνέπεια του ποιμαντικού έργου πού διεξαγόταν κάτω άπό εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες. Έδωσε μεγάλη έμφαση στήν οργάνωση σχολείων καί στήν εκτύπωση βιβλίων απαραίτητων στήν διάδοση του χριστιανικού ήθους.
Τό 1709 έλαβε τό Μεγάλο Σχήμα, μέ τό όνομα Θεόδωρος, στήν Μονή τής “Αγίας Τριάδος στο Τιουμέν, τήν οποία είχε ανακαινίσει, μέ τήν πρό-θεση νά αφιερώσει τά τελευταία χρόνια τής ζωής του στήν προσευχή, ενώ ο άγιος Ιωάννης [10 Ίουν.] τον διαδέχθηκε ως επίσκοπος Σιβηρίας. Τό 1712, όμως, κατόπιν αιτήματος του επισκόπου, ο άγιος ανέλαβε έκ νέου τήν ιεραποστολική του δραστηριότητα, γιά νά κηρύξει τό Ευαγγέλιο στίς φυλές τών Τουνγκουζίων καί Γιακούτων τής περιοχής του Μπερέζωφ. Μετά τον θάνατο του αγίου Ιωάννη (1715), ο άγιος Φιλόθεος κλήθηκε στό Τομπόλσκ, για νά αναλάβει έκ νέου τον επισκοπικό θρόνο. Παραιτήθηκε οριστικά τό 1720 και αποσύρθηκε στην Μονή Τιουμέν, χωρίς ωστόσο νά παύσει νά ενδιαφέρεται γιά τις ιεραποστολές της Σιβηρίας. Τό 1726, ανέλαβε την τελευταία ιεραποστολική περιοδεία του κατά μήκος των ποταμών Ίρτύτς καί Όμπ καί έκοιμήθη έν ειρήνη στις 31 Μαΐου 1727, λίγο καιρό αφότου επέστρεψε στην μονή του, όπου ό τάφος του κατέστη τόπος προσκυνήματος.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Ίνδικτος