Η εμπλοκή των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών στην συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας (1839-1840) (1)
24 Μαΐου 2011
Η αποκάλυψη της Φιλορθόδοξης Εταιρείας και του συνωμοτικού της σχεδίου στα τέλη του 1839 συγκλόνισε το νεοελληνικό κράτος, αναδεικνύοντας, αμέσως μετά τα κόμματα και τον Τύπο, τους φοιτητές ως έναν από τους κυριότερους μοχλούς άσκησης πίεσης στους πρωταγωνιστές της διένεξης.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1839 αποκαλύφθηκε η συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, η οποία έριξε την μικρή νεοελληνική κοινωνία σε ένα στρόβιλο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και οξύτατων κομματικών αντεγκλήσεων, φέρνοντας στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής της χρόνια προβλήματα καίριας σημασίας. Παρόμοια φορτισμένη κατάσταση είχε να δημιουργηθεί στο ελληνικό κοινωνικοπολιτικό τοπίο από τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1833, με την αποκάλυψη της «ελάσσονος» και της «μείζονος» συνωμοσίας, υποθέσεις που άνοιξαν με ορμή τον ασκό του Αιόλου, στέλνοντας στην φυλακή τον «Γέρο του Μωριά»1.
Η μετεξέλιξη του κινήματος
Οι πληροφορίες για την εμπλοκή των φοιτητών στα δρώμενα της Φιλορθόδοξης Εταιρείας και των φορέων της είναι από ισχνές έως αποσπασματικές και σκόρπιες. Επίσης, σε καμία περίπτωση το ζήτημα αυτό καθ’ εαυτό δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής ιστοριογραφικής μελέτης2.
Επτά μήνες, ας σημειωθεί εδώ, χωρίζουν (η, ευστοχότερα, ενώνουν) την φοιτητική εμπλοκή στην Εταιρεία των Φιλορθοδόξων από την πρώτη εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος τον Μάιο του 1839, εκδήλωση κατά την οποία εκφράσθηκε η αντίθεση των φοιτητών απέναντι στους καθηγητές τους σχετικά με τον τρόπο της ακαδημαϊκής διδασκαλίας γεγονός που καταδεικνύει το περιεχόμενο των κινήτρων, τα οποία ήταν στην πρώτη περίπτωση αποκλειστικά γνωστικού-ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Αρκούσε άραγε το συγκεκριμένο αυτό επτάμηνο, για να επιτευχθεί ομαλά η διεύρυνση των κινήτρων της φοιτητικής διαμαρτυρίας; Συντελέσθηκε ουσιαστικά το πέρασμα από τα γνωστικής φύσης κίνητρα στα ακραιφνώς πολιτικά των φοιτητικών αιτημάτων; Η μήπως η δεύτερη χρονικά εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος, τον Δεκέμβριο του 1839, ήταν το αχνό προείκασμα του τύπου η των τύπων του φοιτητικού κινήματος που επρόκειτο να ακολουθήσουν;3
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η εμπλοκή των φοιτητών στην υπόθεση της Φιλορθόδοξης Εταιρείας είχε καθαρά πολιτικά κίνητρα. Και δεν υπάρχει επίσης ίχνος αμφιβολίας ότι μέσα στο κρίσιμο διάστημα Μαΐου-Δεκεμβρίου 1839 δεν ήταν δυνατόν να συντελεσθεί καμία κοσμογονική μετάλλαξη στην ποιότητα και το περιεχόμενο των φοιτητικών αιτημάτων, καθώς και στον τρόπο και την ένταση της διεκδίκησης των σχεδίων και των προσδοκιών των φοιτητών. Τέλος, απώτερος στόχος όλων των εμπλεκόμενων πλευρών στο ζήτημα της συγκρότησης των θεσμών του Πανεπιστημίου και της απρόσκοπτης λειτουργίας τους ήταν η τυπική και ουσιαστική μετεξέλιξη των κινήτρων των φοιτητικών αντιδράσεων από γνωστικού σε άμεσα πολιτικού χαρακτήρα.
Άλλωστε, η ίδια η συντεταγμένη πολιτεία δεν είχε προικίσει, στο ιδρυτικό κιόλας διάταγμα του 1837, το Πανεπιστήμιο με όλες εκείνες τις διατάξεις που αφορούσαν τον εθνικό ρόλο που καλούνταν να παίξει το συλλογικό σώμα των φοιτητών; Και φυσικά ο εθνικός ρόλος νοούνταν ως το σύνολο των χαρακτηριστικών που απαιτούνταν για την πολιτική ευαισθητοποίηση και την κριτική ενεργοποίηση που θα έπρεπε να μεταδώσει το πανδιδακτήριο στους φοιτητές του. Η σύλληψη αυτή είχε ως αφετηρία τους φοιτητές από τις αλύτρωτες περιοχές, οι οποίοι με την επιστροφή τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους θα έπρεπε μετά την κάλυψη των διοικητικών αναγκών να μεταλαμπαδεύσουν ενεργά την ιδέα της ενσωμάτωσης των τoυρκoπατημένων περιοχών στον εθνικό κορμό, κοντολογίς να επιτελέσουν την εθνική αποστολή τους4.
Η πολιτική κατάσταση
Ποιό ήταν, όμως, το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε τον κρίσιμο εκείνο χρόνο του 1839 και επηρέαζε καταλυτικά τους σχεδιασμούς και τις προτεραιότητες των πολιτικών παραγόντων της ελληνικής επικράτειας, τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και στο εξωτερικό; Ποιες ήταν οι ευρύτερες διεθνείς ισορροπίες, πως είχαν διαμορφωθεί στον μείζονα χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ποιες δυνάμεις επηρέαζαν ουσιαστικά τα δρώμενα στο ελληνικό κράτος;
Χαρακτικό από τον ξένο τύπο της εποχής με φανταστική αναπαράσταση του Όθωνα και της συνοδείας του, στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.
Ο προσανατολισμός της ελληνικής κυβέρνησης ήταν φιλορωσικός και το πρόσωπο-κλειδί στις εσωτερικές διεργασίες και τις διοικητικές πρωτοβουλίες ήταν ο γραμματέας (υπουργός) των Εσωτερικών, Γεώργιος Γλαράκης. Σημαντικό ρόλο επίσης έπαιζε και ο γραμματέας των Εξωτερικών Κωνσταντίνος Ζωγράφος, πολιτικός αρχικά φιλοαγγλικών και στην συνέχεια φιλορωσικών πεποιθήσεων, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1839 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να συγχαρεί τον νέο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και ταυτόχρονα επιδίωξε να συνάψει μία εμπορική και πολιτική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη, η οποία θα προωθούσε σημαντικά την διακρατική προσέγγιση και την ανάπτυξη του εμπορίου στην Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος αυτήν ακριβώς την περίοδο (1839-1841)5.
Την προεδρία, ωστόσο, του υπουργικού συμβουλίου την ασκούσε ο ίδιος ο Όθωνας, ο οποίος, παρά τη διαπιστωμένη διοικητική αναποτελεσματικότητά του, δεν έδειχνε να θέλει να εγκαταλείψει τις παλιές του συνήθειες, να εμπλέκεται σε κάθε είδους κυβερνητική δραστηριότητα. Έτσι, η ρωσική επιρροή στην κυβέρνηση και το έργο της ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένα, εφόσον από την μία πλευρά ο Όθωνας με τις παρεμβάσεις του και από την άλλη οι Βαυαροί στρατιωτικοί και ο ρόλος τους μέσα στο στράτευμα μείωναν κατά πολύ το πεδίο ελεύθερης δράσης. Περιοριστικά για την φιλορωσική παράταξη λειτουργούσε επίσης και η παρουσία του Α. J. Fr. de Regny στον οικονομικό τομέα της κυβέρνησης, ο οποίος εκπροσωπούσε την γαλλική επιρροή6.
Στα τέλη του 1839 είχε γίνει πλέον σαφές ότι το ρωσικό κόμμα, παρά την πρωτοκαθεδρία του στο κυβερνητικό σχήμα, ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένο από τους περισσότερο νευραλγικούς τομείς της διοίκησης, όπως ήταν ο οικονομικός και ο στρατιωτικός, καθώς και ο ευρύτερος συντονισμός του κυβερνητικού έργου. Επίσης, η απροσχημάτιστη αντίθεση του θρόνου στην παραχώρηση συντάγματος, σε συνδυασμό με τον οικονομικό μαρασμό όλων σχεδόν των παραγωγικών τάξεων της χώρας, δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη μιας σκληρής και ιδιότυπης αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης και σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά του Όθωνα. Μιας αντιπολίτευσης με ανατρεπτικές διαθέσεις, η οποία προερχόταν -και εδώ είναι το παράδοξο και εντυπωσιακό- από τους κόλπους του ίδιου κόμματος που έδινε τον παλμό και τα περισσότερα στελέχη στην κυβέρνηση7.
Οι στόχοι των Φιλορθοδόξων
Ας σκιαγραφηθεί εδώ έστω και αδρά το πανόραμα του προγράμματος, των ιδεολογικών και πολιτικών στόχων, της δράσης των ηγετών και των πρωταγωνιστών της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο συνυφάνθηκε η παρουσία και η ανάμειξη των φοιτητών στις πράξεις της αποκάλυψης της συνωμοσίας των Φιλoρθoδόξων.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1839 (3 Ιανουαρίου 1840) ο Εμμανουήλ Παπάς, Μακεδόνας στην καταγωγή, παρουσιάσθηκε εθελοντικά στις δημόσιες Αρχές, με την ιδιότητα μέλους της άγνωστης έως τότε Φιλορθόδοξης Εταιρείας, και παρέδωσε στον Όθωνα μέσω του Τσάμη Καρατάσου έγγραφα, που ενοχοποιούσαν ως αρχηγέτες της εν λόγω οργάνωσης τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Γεώργιο Καποδίστρια, νεότερο αδελφό του δολοφονημένου κυβερνήτη. Η ανοικτή αυτή καταγγελία επιβεβαίωσε στην κυβέρνηση με αφοπλιστικό τρόπο προγενέστερες πληροφορίες της. Μία μέρα αργότερα, η Χωροφυλακή ερεύνησε τα σπίτια του Καποδίστρια και του Σταματελόπουλου και κατάσχεσε έγγραφα, ενώ δύο μέρες αργότερα συνέλαβε και τους δύο. Ταυτόχρονα, οι Αρχές συνέλαβαν στις Σπέτσες και τον πράκτορα της Εταιρείας Νικόλαο Ρενιέρη, Πελοποννήσιο στην καταγωγή, ο οποίος ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει στα Ιόνια Νησιά8.
Πρωταρχικός σκοπός της Εταιρείας ήταν η απελευθέρωση των με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς οθωμανικών επαρχιών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, καθώς και η στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που περνούσε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, εξαιτίας της παρουσίας και των υπόλοιπων χριστιανικών ομολογιών στο ελληνικό κράτος.
Τα κατασχεμένα έγγραφα και η καταγγελία του Εμμανουήλ Παπά οδήγησαν την κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση των Φιλορθοδόξων σχεδίαζε να συλλάβει τον Όθωνα την Πρωτοχρονιά του 1840, κατά την διάρκεια της δοξολογίας, για να τον εξαναγκάσει είτε να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα είτε να παραιτηθεί. Βέβαια, το βασιλικό ζεύγος πήγε στην εκκλησία την Πρωτοχρονιά, όπως είχε προγραμματισθεί, ενώ ένοπλοι φρουροί είχαν τοποθετηθεί στο προαύλιο της Μητρόπολης και το συγκεντρωμένο πλήθος, γνωρίζοντας για την συνωμοσία, επευφήμησε τους βασιλείς με ιδιαίτερα πανηγυρικό τρόπο9.
Τα κυριότερα σημεία του προγράμματος και των απώτερων στόχων της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, όπως προκύπτουν από το «ανώνυμο υπόμνημα» που απόκειται στο Αρχείο Μαυροκορδάτου, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην συγκρότηση μιας κληρονομικής Γερουσίας, στελεχωμένης αποκλειστικά με αυτόχθονες και πρόεδρο τον Βιάρo Καποδίστρια, επίσης στον περιορισμό κατάληψης δημόσιου αξιώματος στους αυτόχθονες και σε ορισμένες μόνο κατηγορίες ετεροχθόνων. Σημαντική επιδίωξη ακόμα ήταν η διοικητική επανασύνδεση της ελλαδικής εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η απομάκρυνση όλων των ξένων ιεραποστολών και η απαγόρευση της κυκλοφορίας των δημοσιευμάτων τους, καθώς και η επιβολή στον Όθωνα να αναγνωρίσει το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία του κράτους και των διαδόχων του.
Ξεχωριστή πρόνοια λαμβανόταν για την ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων της οικογένειας Καποδίστρια εκ μέρους του ελληνικού κράτους, την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους όσοι αναμείχθηκαν στην δολοφονία του Καποδίστρια και ιδιαίτερα της οικογένειας Μαυρομιχάλη και των απογόνων της.
Ο Γεώργιος Γλαράκης θα αναλάμβανε την θέσπιση κανόνων για την λειτουργία και την διακυβέρνηση του κράτους, ενώ η σύγκληση μιας Εθνοσυνέλευσης υπό την μορφή συντακτικού σώματος -και όχι νομοθετικού που θα ανανεωνόταν περιοδικά- θα εξασφάλιζε το θεσμικό πλαίσιο του προγράμματος των Φιλoρθoδόξων. Προκειμένου μάλιστα να προσδώσουν αίγλη και κύρος στο πρόγραμμα αυτό, οι ρωσόφιλοι προσκάλεσαν το 1836 στην Ελλάδα τον Βιάρο Καποδίστρια, και όταν αυτός αρνήθηκε, κάλεσαν το 1838 τον νεότερο αδελφό του, Γεώργιο10.
Η δομή της Φιλορθόδοξης
Η Φιλορθόδοξη Εταιρεία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1839 και είχε ως πρότυπο για την οργάνωσή της την Φιλική Εταιρεία. Το διαρθρωτικό της σχήμα της επέτρεπε να κινείται με άνεση στην στρατολόγηση νέων μελών, στην οργάνωση ομάδων στην περιφέρεια και στην απόκρυψη των ηγετικών της στελεχών, σε περίπτωση που ξεσπούσε κάποια κρίση. Η ανώτατη εξουσία της Εταιρείας προβλεπόταν να συγκροτηθεί από τριμελή επιτροπή με έναν πολιτικό, έναν οπλαρχηγό και έναν κληρικό. Δύο μόνο άνθρωποι βρέθηκαν, ωστόσο, για να καλύψουν τις νευραλγικές αυτές θέσεις. Ο πολιτικός ήταν ο Γεώργιος Καποδίστριας και ο οπλαρχηγός ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Όσο δε για το αξίωμα του κληρικού της ανώτατης επιτροπής, ο επίσκοπός του Δαμαλά, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη, δεν το αποδέχθηκε και έτσι παρέμεινε κενό11.
Για την ιεραρχική δόμηση των μελών της Εταιρείας προβλέπονταν τρεις διαδοχικοί βαθμοί. Ο «απλός» η κατώτερος βαθμός απονεμόταν σε μη δοκιμασμένα μέλη, μη ρωσόφιλους στις πολιτικές τους προτιμήσεις· σε αυτούς η Εταιρεία παρουσιαζόταν ως μία κίνηση με αλυτρωτικούς καθαρά σκοπούς. Ο «μέγας» η μεσαίος βαθμός επανδρωνόταν κυρίως από κληρικούς, οι οποίοι απέβλεπαν στην αποκατάσταση της Εκκλησίας στους ρόλους που είχε πριν από την διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1833. Ο ανώτερος βαθμός, ο «φρικτός», απαρτιζόταν από καταξιωμένους ρωσόφιλους πολιτικούς, διακεκριμένους οπλαρχηγούς και επιφανείς κληρικούς, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που γνώριζαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια και τις διεκδικήσεις της Εταιρείας. Τα σχέδια αυτά συνοψίζονταν στην κατάκτηση του προβαδίσματος για το κόμμα των ναπαίων (δηλ. των ρωσοφίλων), στην επιβολή ενός ορθόδοξου βασιλείου, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο Όθωνας θα εξαναγκαζόταν να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα η θα αντικαθίστατο από άλλον ορθόδοξο βασιλιά.
Στο δομικό αυτό πλαίσιο της Εταιρείας σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα στελέχη του μεσαίου βαθμού, διότι είχαν την δυνατότητα να ενεργούν ως «απόστολοι» για την στρατολόγηση νέων μελών· τους «αποστόλους» αυτούς μπορούσαν να τους ορίζουν μόνο οι κατέχοντες τον «φρικτό» βαθμό. Μέσα από την διαδικασία αυτή συγκροτούνταν αργά αλλά σταθερά οι οργανωτικοί πυρήνες της Εταιρείας, τόσο στην επαρχία όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα της χώρας. Σύμφωνα με τον αριθμό των διπλωμάτων που είχαν εκδοθεί για τα οργανωμένα στελέχη, υπολογίσθηκε ότι ο αριθμός των μελών της Εταιρείας μόνο για την Αθήνα ξεπερνούσε τους χίλιους.
Η γρήγορη αυτή οργανωτική επάνδρωση της Εταιρείας των Φιλορθοδόξων δημιούργησε στον Γεώργιο Καποδίστρια την ψευδαίσθηση ότι αυτός ήταν ο πραγματικός ηγέτης των ρωσοφίλων, με συνέπεια να προκαλέσει την αντίθεση των πραγματικών αρχηγών της παράταξης, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι μαζί του. Τους τελευταίους ανησύχησε ιδιαίτερα η παρουσία δύο νέων και αδοκίμαστων στελεχών στην Εταιρεία, του Νικόλαου Ρενιέρη και του Εμμανουήλ Παπά, οι οποίοι είχαν στενές σχέσεις με τον Γεώργιο Καποδίστρια και μάθαιναν καίρια μυστικά της οργάνωσης από τον Νικήτα Σταματελόπουλο.
Ο ουσιαστικός ηγετικός πυρήνας των ναπαίων με επικεφαλής τον Γεώργιο Γλαράκη συμφώνησε να δεχθεί τους δύο αυτούς νέους στην Εταιρεία, υπό τον όρο ότι ο Γεώργιος Καποδίστριας θα τους έστελνε εκτός της ελληνικής επικράτειας· αποστολή που ο Γεώργιος Καποδίστριας οργάνωσε, αναθέτοντας στον Εμμανουήλ Παπά τον ρόλο του πράκτορα της Εταιρείας στην Θεσσαλία και την Μακεδονία και στο Νικόλαο Ρενιέρη τον αντίστοιχο ρόλο για τα Επτάνησα12.
Συνεχίζεται…