Τα βλεπόμενα πρόσκαιρα (Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου)
17 Μαΐου 2011
Η Εκκλησία αναμφίβολα βασανίζεται, οί αρχηγοί της παύονται.
Λύκοι αρπακτικοί επιτέθηκαν στην ποίμνη και σκόρπισαν το ποίμνιο. Οί δυνάμεις αύτού του κόσμου ξεσηκώθηκαν κατά του θυσιαστηρίου και επέβαλαν το σφετερισμό και το σχίσμα.Τι σημαίνει αυτό;Δεν συνέβη ποτέ τίποτε παρόμοιο στον κόσμο; Σάν να μη μεγάλωσε ή Εκκλησία του Χρίστου ανάμεσα σε αταξίες!Κι ό ίδιος ό Χριστός σαν να μην περικυκλώθηκε από σκάνδαλα από το λίκνο μέχρι το θάνατο του!” Αν είναι έτσι, γιατί να παραπονιόμαστε; Τι είναι τα δικά μας παθήματα, όταν ό Υιός του Θεού και οί απόστολοι Του μάς μετέφεραν την αλήθεια μέσα σε διωγμούς και βάσανα;[…]
Άς εξετάσουμε τη σκέψη σου, όταν αφήνεται να ταράσσεται από τις αταξίες πού μάς ενοχλούν. “Οταν τα αγαπητά σου πρόσωπα υποφέρουν, υποφέρεις κι εσύ, και κλαις για τόσες δυστυχίες, στις όποιες δέν διακρίνεις οϋτε το σκοπό οϋτε το πιθανό τέλος. Σκοτεινές και ζοφερές ιδέες σε πολιορκούν, σύννεφο λύπης σε καλύπτει. Πέφτεις στην αποθάρρυνση, διότι δεν καταλαβαίνεις τίποτε άπ’ όλα όσα συμβαίνουν. “Α, δεν θέλω να σου καλύψω το κακό πού σε τρομάζει. Δεν θέλω ούτε να το αρνηθώ, ούτε να το ελαχιστοποιήσω, θέλω αντίθετα να το αντικρίζεις όπως είναι, δηλαδή πιο τρομερό, πιό βαθύ άπ’ ό,τι σου φαίνεται. Ναί, περιπλανιόμαστε στους κόλπους μιας ατέλειωτης φουρτουνιασμένης θάλασσας. Το πλοίο, μας μεταφέρει, κλυδωνίζεται χωρίς κατεύθυνση, παραδομένο στη θέληση των μανιασμένων ώκεάνιων κυμάτων. Οί μισοί του ναύτες βρίσκονται στη θάλασσα και τα πτώματα τους επιπλέουν μπροστά στα μάτια μας στην επιφάνεια του νερού. Σχίστηκαν τα πανιά, έσπασαν τα κατάρτια. Τα κουπιά εγκαταλείφθηκαν, το πηδάλιο έσπασε και οί πλοηγοί, καθισμένοι στη θέση τους, δεν μπορούν παρά με τα χέρια τους να συσφίγγουν τα γόνατα τους, ανήμποροι να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο και μη έχοντας πιά δύναμη παρά μόνο για να θρηνούν. Σκοτεινή νύχτα τους καλύπτει και κινδυνεύουν να σκοντάψουν σε ϋφαλο. Τα αυτιά τους δεν συλλαμβάνουν πλέον παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο των κυμάτων.Ή ϊδια ή θάλασσα ανασηκώνει από τον πυθμένα της απαίσια τέρατα και τα ρίχνει πάνω στο πλοίο. Ή φρίκη των επιβατών είναι μεγάλη… Μάταια προσπαθώ με τη συσσώρευση των εικόνων αυτών να εκφράσω το πλήθος των κακών πού μας καταθλίβουν. Πραγματικά, ποια ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να τα περιγράψε; Κι ωστόσο εγώ, πού περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θα έπρεπε να ήμουν ταραγμένος, δεν χάνω την ελπίδα. Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά προς τον ύψιστο κυβερνήτη του σύμπαντος, πού δεν του είναι αναγκαία ή ευφυΐα, για να καθησυχάσει την τρικυμία…Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποθαρρυνόμαστε, αλλά αντίθετα να έχουμε πανιά στο νου μας αυτή τήν αλήθεια: Δεν υπάρχει παρά μία δυστυχία, πού πρέπει να φοβόμαστε στον κόσμο, την αμαρτία και τις αδυναμίες της ψυχής, πού οδηγούν στην αμαρτία.Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά μύθος. Επιβουλές και εχθρότητες, απάτες και συκοφαντίες, αδικίες καi καταδύσεις, δημεύσεις, εξορίες, ξίφη ακονισμένα, θάλασσες ταραγμένες, πόλεμος όλης της οικουμένης, όλα αύτά δεν εΐναι τίποτε και δεν μπορούν να ταράξουν ψυχή πού αγρυπνά. Ό άπ. Παύλος μας το διδάσκει μ’ αύιά τά λόγια: «τα βλεπόμενα πρόσκαιρα» (Β’ Κορ. 4,18). Γιατί, λοιπόν, να φοβόμαστε σαν να είναι αληθινές συμφορές γεγονότα πού ό χρόνος παρασύρει όπως έ’να ποτάμι ιά νερά του; «Αλλά», θα μου πει κανείς, «είναι σκληρό καϊ βαρύ φορτίο ή εχθρότητα». Αναμφίβολα.Ωστόσο, άς τη δούμε από μία άλλη πλευρά και θα μάθουμε να την καταφρονούμε.Οί προσβολές, οί περιφρονήσεις, οί σαρκασμοί, πού προέρχονται από τους εχθρούς μας, τί είναι; Το μαλλί από ένα φθαρμένο έπανωφόρι, πού το τρώνε τα σκουλήκια και το λειώνει ό χρόνος. «Έντούτοις», προσθέτει κάποιος, «μέσα σ’ αύτές τις δοκιμασίες πού έπιβάλλονται στον κόσμο,πολλοι χάνονται και πολλοι σκανδαλίζονται».Ασφαλώς, κι αυτό συμβαίνει αρκετές φορές. Στή συνέχεια όμως, μετά τις καταστροφές, τους θανάτους, τα σκάνδαλα, ξαναπροβάλλει ή τάξη, βασιλεύει ή ηρεμία και ή αλήθεια ξαναβρίσκει το δρόμο της. “Α! θέλετε να είστε πιο συνετοί από τον Θεό! Βολιδοσκοπείτε τις αποφάσεις της θείας πρόνοιας! Υποκλιθείτε καλύτερα στους νόμους πού θέτει. Μη κρίνετε, μη γογγύζετε. Να επαναλαμβάνετε μόνο με τον ϊδιο απόστολο: «Βαθιά σχέδια του Θεού, ποιός θα μπορούσε να διεισδύσει σε αυτά;» (Ρωμ. 11, 33) .”Ας υποθέσουμε ότι κάποιος άνθρωπος δεν είδε ποτέ τον ήλιο ν’ ανατέλλει και να δύει. Δεν θα σκανδαλιζόταν, αν έβλεπε το άστρο της μέρας να εξαφανίζεται από το στερέωμα και τη νύχτα να καταλαμβάνει τη γη;Θα πίσιευε ότι ό Θεός τόν εγκατέλειψε. Κι εκείνος πού δεν είδε παρά την άνοιξη, δεν θα σκανδαλιζόταν βλέποντας να φτάνει ό χειμώνας, ό θάνατος αυτός της φύσης; θα νόμιζε Ίσως ότι ό Θεός απαρνήθηκε το έργο του κι εγκαταλείπει τον κόσμο πού δημιούργησε. Κι αυτός πού βλέπει να σπέρνουν το σπόρο πάνω στή γη και τον ίδιο το σπόρο να σαπίζει κάτω από τη γη και την πάχνη, δέν σκανδαλίζεται και δεν αναρωτιέται γιατί να χάνεται αυτός ό σπόρος; Άλλ’ αργότερα θα τον δει νά ξαναζωντανεύει σε χρυσοκίτρινα στάχυα. Ό άλλος θα δει τόν ήλιο ν’ ανατέλλει ξανά στον ορίζοντα και την άνοιξη να διαδέχεται πάλι το χειμώνα. Αυτοί οί άνθρωποι θα μετανοήσουν τότε για την τύφλωση τους και θα υποκλιθούν με σεβασμό μπρος στην τάξη, πού όρισε ή θεία πρόνοια. Ακριβώς το ίδι