Θεομητορική Αγιότητα: Το Μεθόριο μεταξύ Προϊστορίας και Ιστορίας της Σωτηρίας
8 Απριλίου 2011
Κείμενο του Παναγιώτη Υφαντή
Μιμούμενοι την υφολογική λιτότητα του ευαγγελιστή Λουκά, «σκαλίζουμε» τη βιβλική ρίζα (Λουκ. 1,26 – 38 ). Η Θεοτόκος Μαρία, μια ευσεβής νεαρή κοπέλα, αρραβωνιασμένη με τον μεσήλικα ξυλουργό Ιωσήφ, δέχεται την αδόκητη επίσκεψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, που της κομίζει ένα θείο μήνυμα. Πρόκειται για μια πρωτάκουστη πρόσκληση που ταυτόχρονα αποτελεί μια ριψοκίνδυνη πρόκληση : να κυοφορήσει και να φέρει στον κόσμο το παιδί του Θεού. Μεταφράζοντας το περιεχόμενο του αγγελικού μηνύματος σε σύγχρονους όρους, θα λέγαμε πως ο Θεός ζητά από την Παρθένο Μαρία να αναλάβει μια κοινωνικά και νομικά δυσβάστακτη όσο και επισφαλή ευθύνη. Στην πραγματικότητα, η εκπλήρωση του θείου σχεδίου έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο την ηθική υπόληψη της ανύμφευτης Μαρίας αλλά και την ίδια τη ζωή της. Σύμφωνα με την εβραϊκή θεσμολογία της εποχής, η γυναίκα που θα αποδεικνυόταν ότι απάτησε τον σύζυγό της, θα μπορούσε να καταγγελθεί από τον ίδιο και να βρεί ατιμωτικό θάνατο δια λιθοβολισμού. Όμως, ακόμα κι αν ο ταπεινός Ιωσήφ δεν είχε πρόθεση να την καταγγείλει, ποιος και πως θα μπορούσε να επουλώσει τη ραγισματιά της εμπιστοσύνης ανάμεσά τους;
Η αρχική ταραχή της πάναγνης Θεοτόκου Μαρίας συνυφαίνεται με την καχυποψία για τον παράδοξο χαιρετισμό που της απευθύνει ο αδόκητος επισκέπτης. Και στη συνέχεια, στο άκουσμα του θείου σχεδίου, αντί να παραξενευτεί για το περιεχόμενό του, μοιάζει να προβληματίζεται για το ρεαλιστικό πως της επίτευξής του, πράγμα που αναγκάζει τον άγγελο να τη βεβαιώσει πως η σύλληψη θα συντελεστεί με τη δύναμη του Θεού και δίχως τη συνδρομή άνδρα. Εξάλλου, – σπεύδει να υπερθεματίσει – η όψιμη γονιμότητα της Ελισάβετ αποδεικνύει πως η θεία δύναμη υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα της δυσκολίας και του ανέφικτου.
Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να σκοντάψει στον λογικό κόμπο μιας πρόδηλης αντίφασης: Ενώ από τη μια πλευρά, μια δεκατετράχρονη κοπέλα έχει το θάρρος να αναλάβει ερήμην και έν αγνοία του μέλλοντα συζύγου της την ευθύνη και το ρίσκο να κυοφορήσει το παιδί ενός Άλλου, και επίσης το ρεαλισμό να σταθμίσει τα δεδομένα που της κομίζει ο άγγελος, από την άλλη πλευρά μοιάζει εξοικειωμένη με ένα ανήκουστο εγχείρημα: μια θνητή να νυμφευθεί τον Θεό, προκειμένου να φέρει στον κόσμο τον Υιό του. Κοντολογίς, ένα λογικό πλην χωμάτινο κτίσμα να γεννήσει τον ίδιο τον δημιουργό του.
Η λύση του κόμπου, ή η υπέρβαση της φαινομενικής αντίφασης, προϋποθέτει τη γνώση του πολιτισμικού και πνευματικού λειμώνα, εντός του οποίου βλάστησε η Πάναγνη Μαρία, με αποτέλεσμα να καταστεί ο πιο πολύτιμος ανθός του. Ως πιστή θυγατέρα της Σιών, η Παρθένος Μαρία κατανοούσε τον εαυτό της ως μέλος μιας πιστεύουσας κοινότητος και αντιλαμβανόταν η ιστορία του λαού της πάντα σε σχέση με τον προσωπικό Θεό των προγώνων. Η Παναγία μας ανήκε σε εκείνο το «λείμμα» του εκλεκτού λαού, που παρέμενε πιστό στις δεσμεύσεις του απέναντι στον Θεό. Η δέσμευση αυτή ήταν η πιστότητα στον Γιαχβέ και η ευθύνη της μαρτυρίας γι’ Αυτόν στον κόσμο. Ταυτόχρονα, το «λείμμα» του παλαιού Ισραήλ στο όνομα αυτής της ζωντανής σχέσης του με τον ζωντανό Θεό, ανέμενε με αδημονία την εκπλήρωση των δεσμεύσεων του Θεού απέναντι στον λαό και την ιστορία. Δηλαδή, την αποστολή του Μεσσία, τη γέννηση του Υιού του Θεού. Παρενθετικά, θυμίζουμε πως η αποστολή του Ισραήλ να δίνει ζωντανή μαρτυρία για τον ζωντανό Θεό στον κόσμο είχε εκτραπεί με την πάροδο του χρόνου σε ένα αίσθημα εθνικιστικής υπεροχής έναντι των άλλων ειδωλολατρικών λαών. Γι’ αυτό και στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, η πλειονότητα των Ισραηλιτών περίμενε τον Μεσσία ως έναν κοσμικό ηγέτη που θα αναδείκνυε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ισραήλ μεταξύ των άλλων λαών με όρους εξουσίας, στρατιωτικής δύναμης και κοσμικής ισχύος.
Η απάντηση της ταπεινής Μαρίας στον άγγελο καθώς και ο δοξολογικός ύμνος της στο σπίτι της Ελισάβετ (Λουκ. 1, 46 -55), δείχνουν πως η ίδια δεν συμμεριζόταν αυτές τις εθνικιστικές παραμορφώσεις της πνευματικής ταυτότητας και αποστολής του Μεσσία, που δέχονταν οι σύγχρονοί της Ισραηλίτες. Έτσι, δεν την ξενίζει που ο Θεός απευθύνθηκε σ’ αυτήν, μια ταπεινή δούλη, για να εκπληρώσει το σχέδιό του. Αντίθετα, αναφέρεται στους ισχυρούς που καθαιρούνται και στους πλουσίους που απομένουν με τα χέρια αδειανά μπροστά στον πνευματικό πλούτο των φτωχών και των ταπεινών. Συνοψίζοντας αυτή τη ρεαλιστική ανάγνωση του γεγονότος, κατανοούμε ότι η θετική ανταπόκριση της Παρθένου Μαρίας στο μήνυμα του αγγέλου δεν ήταν μια απλή αστόχαστη συναίνεση ούτε μια βεβιασμένη συγκατάθεση υπό το κράτος του φόβου. Ήταν καρπός μιας συνειδητής και ώριμης επιλογής, φαινομενικά ασύμμετρης για τους ώμους μιας έφηβης παρθένου, αλλά στέρεα θεμελιωμένης στην ελευθερία, την αγάπη και την εμπιστοσύνη στο θείο θέλημα.
Στο επεισόδιο που συνέβη στη Ναζαρέτ, μια ασήμαντη γωνιά της Γαλιλαίας, η πιστεύουσα κοινότητα αναγνωρίζει ένα κομβικό συμβάν για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή τη σωτηρία που αν και έχει σχεδιαστεί στο προαιώνιο εργαστήρι της θείας αγάπης, εκδηλώνεται σε συγκεκριμένα και, συχνά αιμάτινα, γεγονότα, τα οποία προϋποθέτουν πάντα την ελεύθερη και αγαπητική και, γι’ αυτό ενίοτε θυσιαστική, ανταπόκριση του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίζεται εκείνο το κομβικό σημείο ανάμεσα στην προϊστορία της σωτηρίας, όπως βιώνεται στις περιπέτειες και την προσωπική σχέση του παλαιού Ισραήλ με τον Γιαχβέ, και στην ιστορία της, που έχει ως αφετηρία την Ενσάρκωση του Λόγου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα υπό την καθοδήγηση του Παρακλήτου. Η θεολογική ευφυϊα των Πατέρων της Εκκλησίας και η σχετική υμνολογία ατενίζει στο πρόσωπο της Θεοτόκου τη Νέα Εύα, εφόσον με την εμπιστοσύνη και την υπακοή της στον Θεό, στέκεται στον αντίποδα της πρώτης Εύας, η οποία πρόδωσε τη θεία αγάπη και επέλεξε να θεωθεί ερήμην του Θεού. Και φροντίζουν να αντιπαραβάλουν διδακτικά την παρακοή της Εύας με την υπακοή της Παρθένου Μαρίας, επισημαίνοντας πως ενώ η πρώτη ακολούθησε αστόχαστα την πρόταση του διαβόλου, η δεύτερη με περίσκεψη δέχθηκε τη θεία πρόσκληση. Έτσι, το λάθος της πρώτης γυναίκας που πρωταγωνίστησε στην πτώση συμπαρασύροντας τον παλαιό Αδάμ, διορθώνεται και πάλι από μια γυναίκα, που χάρη στην υπακοή, το θάρρος και την πίστη της, θα φέρει στον κόσμο τον Νέο Αδάμ. Το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας αισθητοποιεί συμβολικά τη διόρθωση της αρχαίας πλάνης και το αρχέγονο κάλλος του ανθρώπου, που πορευόταν προς την αγιότητα, ατενίζοντας κατάματα τον Δημιουργό του. Και ακόμα πραγματώνει την ωριμότερη – περιεκτική εκδοχή της ανθρωπότητος, που όχι μόνο ανταποκρίνεται στη θεία πρόσκληση για τη σωτηρία αλλά αξιώνεται να προσφερθεί ως η απαραίτητη βιολογική, συναισθηματική αλλά πνευματική προϋπόθεση για τη σύλληψη, τη γέννηση και την ανατροφή του ιδίου του Υιού του Θεού.
Αυτή η συνειδητή συνεργασία με τον Θεό, ως θετική ανταπόκριση στην πιστότητά Του, υποστασιάζει τη θεομητορική αγιότητα, η οποία, παρενθετικά αναγνωρίστηκε σχεδόν καθολικά και αυθόρμητα εκ μέρους της πιστεύουσας κοινότητας, προτού αποκρυσταλλωθεί ο «μηχανισμός» των αγιοκατατάξεων της θεσμικής και θεσμοποιημένης Εκκλησίας. Σε αντίθεση με τις διάφορες ηθικολογικές ή άλλες παραμορφώσεις και καταχρήσεις της χοϊκότητος, η αγιότητα είναι μια ποιότητα που συνδέεται πάντα με τη μοναδική και απόλυτη οντολογική πηγή του αγιασμού, που είναι ο Θεός. Η Μαρία ως Θεοτόκος είναι και αποκαλείται Παναγία, γιατί ακούμπησε, διέθεσε και αφιέρωσε ολόκληρη την ψυχοσωματική της ύπαρξη στο θείο θέλημα, χτίζοντας με τα ταπεινά υλικά της φύσης της και την πλούσια χάρη που τη σκέπασε, έναν ζωντανό σωτηριολογικό «τόπο». Γι’ αυτό και η αγιότητά της ενσαρκώνει το έμψυχο μεθόριο που ενώνει την προϊστορία με την ιστορία της σωτηρίας. Η θεληματική μεταμόρφωση της Μαρίας σε Θεοτόκο συνδυάζει την προσδοκία με την εκπλήρωση, την πρόσκληση με την ανταπόκριση, την προσφορά με την αποδοχή, την απόλυτη υπακοή με την τέλεια ελευθερία, την πιστότητα του Νόμου με την πονεμένη Αγάπη (Λουκ. 2, 35). Γι’ αυτό, στο τρυφερό, γαλήνιο και καρτερικό της πρόσωπο ψηλαφίζει κανείς τα ακριβέστερα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας, που αντλεί τη βιολογική, ιστορική και πνευματική της ύπαρξη, από την παρθένο και θυγατέρα της Σιών, για να μεταμορφωθεί μυστηριακά σε Μητέρα του σύμπαντος κόσμου.
Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨ Τεύχος 1ο (σελ. 74 – 76).