Με το Θεό ή χωρίς το Θεό; Εμείς λέμε: Με το Θεό (Ομιλία του Αρχιμ. Χρυσόστομου Παπαθανασίου)
31 Μαρτίου 2011
Είχαμε την ευλογία από τον Θεό, στα τέλη του προηγουμένου μηνός, στην Διακίδειο Σχολή Λαού να ομιλήσει ο Ιεροκήρυκας του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών και Δ/ντης του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Μακαριωτάτου, π. Χρυσόστομος Παπαθανασίου.
Άριστος χειριστής του λόγου, ο πρώην Δικαστικός Λειτουργός ανέπτυξε το θέμα: «Με το Θεό ή χωρίς το Θεό;». Ικανοποιητικό και εκλεκτό το ακροατήριο.
Παραθέτουμε αυτούσια την ομιλία.
«Το περί Θεού ερώτημα είναι πανάρχαιο και πάντοτε σύγχρονο. Η παρουσία ή απουσία του Θεού, ως κορυφαίο ερώτημα, τίθεται συνεχώς ενώπιον μας. Και ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος άνθρωπος θέτει τα ερωτήματα:
Τι είναι ο Θεός; Πού είναι; Τι κάνει για μένα; Να πιστεύω στo Θεό ή όχι; Στη ζωή μου να προχωρήσω με το Θεό ή χωρίς το Θεό;
Αναμφιβόλως όλοι οι άνθρωποι προβληματίζονται με το θέμα Θεός και πράγματι μας απασχολεί. Συχνά, μάλιστα, φιλόσοφος πολιτικοί, διανοητές, επιστήμονες, καλλιτέχνες, καλλιτέχνες θέτουν τα ερωτήματα αυτά και προβληματίζονται στο περί Θεού ερώτημα. Και όσο οι τεχνολογικές επιτυχίες αυξάνουν,τόσο τα ερωτήματα καθίστανται επιτακτικά. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί όσο κι αν πολεμείται ο Θεός, όσο κι αν επιχειρείται να τεθεί ατη γωνία, τόσο το αίσθημα του ανικανοποίητου ψυχικού κενού μεγενθύνεται και ο Θεός αναζητείται.
Προσφάτως, ο καθημερινός τύπος βρήκε την ευκαιρία να προβάλη με περισσήν προχειρότητα τον αθεϊσμό. Το εκ Λονδίνο σύνθημα σύγχρονων αθέων: «Πιθανώς δεν υπάρχει Θεός. Τώρα σταματήστε να ανησυχείτε και απολαύστε τη ζωή σας», τι άλλο προκύπτει παρά την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου;
Ο νέος αθεϊσμός με τις ποικίλες μορφές και τάσεις του όπως σήμερα παρουσιάζεται δεν είναι φαινόμενο αυτόνομο. Δεν είναι γέννημα τωρινό. Έχει ρίζες. Και αυτές βρίσκονται στους περασμένους αιώνες, στους αιώνες της Μεταρρύθμισης, στις άκρως αντιθρησκευτικές τάσεις και πράξεις του 18ου αιώνα, στον μετέπειτα στρατευμένο αθεϊσμό, στον αγνωστικισμό και άθεο υπαρξισμό του 20ου αιώνα, στη λεγόμενη «θεολογία του θανάτου του Θεού» και στο άκρως υλιστικό φρόνημα.
Γι’ αυτό βεβαίως το φαινόμενο του νέου αθεϊσμού δεν φταίνε μόνον οι άλλοι. Φταίνε και οι χριστιανοί και θα πρέπει να γίνει επισταμένη αυτοκριτική στο σημείο αυτό.
Τι ακριβώς όμως είναι ο νέος αθεϊσμός, το λυπηρό αυτό φαινόμενο;
Είναι η χειραφέτηση από το Θεό, η αυτονομία και στη θέση Του η ενθρόνισις μόνου του ανθρώπου. Μιλάμε δηλαδή για ένα άθεο ουμανισμό. Θεός ο άνθρωπος , το κτίσμα, το δημιούργημα του Θεού, ο πεπερασμένος άνθρωπος. Υποκατάστατο του Θεού ο άνθρωπος. Έχουμε έτσι μία απολυτοποίηση της ανθρωπίνης λογικής, της ratio που οδηγεί βεβαίως στην άρνηση και το μηδενισμό ή στην τύχη και την ύλη.
Ο νέος αθεϊσμός λαμβάνει τις μορφές κατά καιρούς είτε της πολεμικής ή της αδιαφορίας ή της ύπαρξης του τίποτε. Το φαινόμενο φυσικά μη νομίσουμε ότι είναι μόνο στο εξωτερικό. Είναι και εντός των τειχών.
Η ελληνική κοινωνία δυστυχώς έχει διαβρωθεί από το δηλητήριο αυτό. Εισβάλλει και στη χώρας μας ο εξοβελισμός του Θεού μεθοδικά και συνεχώς με προσχήματα, με ομιχλώδεις θεωρίες, όντως «προφάσεις εν αμαρτίαις».
Και μεις γίναμε επιλήσμονες του Θεού και ακολουθούμε στα αχνάρια και στη νοοτροπία και ρύθμιση ζωής, τρόπους βιοτής του νέου αθεϊσμού. Λήθη του Θεού = Νέος αθεϊσμός.
Ξεχνάμε το Θεό. Στο περιθώριο. Αντικαθιστούμε το Θεό με τον εαυτό μας, τη λογικοκρατία μας, τη μέθη της υλοφροσύνης.
Ιδού μερικά παραδείγματα αυτής της παθογένειας. Αντί στα παιδιά μας να δίνουμε άδολο γάλα της μητρός ορθοδόξου πίστεως, δίνουμε πικρό, αλλότριο, ξενο προς τις παραδόσεις μας και αντί αργότερα στους νέους μας να δίνουμε στερεά τροφή προσφέρουμε μουχλιασμένη, τυποποιημένη πνευματικώς. Ό,τι σερβίρει ο συρμός της νέας ιδεολογίας του νέου αθεϊσμού.
Αντί του θείου λόγου δίδουμε λόγο ανθρώπινο, ξύλινο, εκκοσμικευμένο, το χειρότερο, παγανιστικό.
Αντί του ήθους προσφέρουμε το άηθες και ειρωνευόμεθα το ηθικό, καθαρό και αγνό.
Δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο μας οι λέξεις «εγκράτεια» και «παρθενία».
Φθάσαμε αντί της παρεχομένης ευλογίας του γάμου στο ναό του Θεού, στην εκκλησία, σε ελεύθερες συμβιώσεις και σε απλές δικαιοπρακτικές συμβάσεις γάμου.
Αντί της ευσεβείας και τηρήσεως του νόμου Θεού προχωρήσαμε στην κάθε είδους ασέβεια και ανομία και ακόμη περισσότερο αμνηστεύσαμε την αμαρτία και συνάμα και την προβάλλουμε.
Να μιλήσουμε για οράματα, για ιδανικά, για πρότυπα για πανάρχαιες αξίες ζωής! Αυτός ωστόσο ο νέος αθεϊσμός έχει οδυνηρές ηθικές συνέπειες με την ευρύτερη σημασία όρου.
Μακρυά από τον Θεό, η κακοδαιμονία του ανθρωπίνου προσώπου. Η απανθρωπιά. «Ο άνθρωπος χωρίς θεό είναι ο άνθρωπος εναντίον του ανθρωπισμού», έγραφε ο Gabriel Marcel. «Αν δεν υπάρχει Θεός, το παν επιτρέπεται’, φώναζε και ο γερο-Καραμαζώφ στο περίφημο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκυ.
Μακράν του Θεού «μόνον δάκρυα (nur tranen)». Και τούτο γιατί ζωή χωρίς το Θεό είναι χωρίς πυξίδα ελπίδας, ζωή απαρηγόρητη, ζωή ηθικώς αθλία, άνευ νοήματος. Ζωή που δεν αντέχεται.
Το δράμα του συγχρόνου ανθρώπου είναι η στέρησις του Θεού, η απιστία, η αθεΐα, η μη εύρεση του θεού. Γιατί το θέμα Θεός είναι θεμελιώδες για την ανθρώπινη ύπαρξη. Δεν υπάρχει μηδέν. Υπάρχει ο Θεός.
Στο σημείο αυτό έχουμε να καταθέσουμε από την Αγία Γραφή, Παλαιά και καινή Διαθήκη ότι ο Θεός επιθέτων ανεξάλειπτον την εαυτού σφραγίδα επί της ψυχής του ανθρώπου, (άνθρωπος γαρ ψυχοσωματική ενότης) και εμφυτεύων τον ηθικόν του νόμον στη συνείδηση του πλάσματός Του θέτει τα απαρασάλευτα θεμέλια της αμέσου αναφοράς και κοινωνίας, της προσωπικής σχέσεως με το Θεό. Η μεταφυσική ανησυχία, αναζήτηση και φορά του ανθρώπου προς το Θεό σημαίνει την εσωτάτη πνευματική εξάρτηση μας από τον Ουράνιο Πατέρα μας. Δεν είμαστε εμείς που ανακαλύψαμε το Θεό. Εκείνος αποκαλύφθηκε σε εμάς. Και το πρώτο που βλέπει ο άνθρωπος μόλις ανοίγει τους οφθαλμούς του μετά την εμφύσησιν της θείας πνοής είναι ο Θεός. Είναι λοιπόν θρησκεύον ον ο άνθρωπος. Ο Θεός είναι Εκείνος που ορίζει τα σύμπαντα και τη ζωή του καθενός μας. Δεν ήλθαμε στη ζωή αυτομάτως. Γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια ως Παντογνώστης και ο άνθρωπος είναι η κορωνίς της θείας Δημιουργίας, πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Είναι Εκείνος ο Οποίος κρίνει και ομιλεί.
Αλλά πώς ομιλεί ο Θεός;
Ιδού το σπουδαιότατο και λίαν χρήσιμο ερώτημα: Ο Θεός, ο Πλάστης και Δημιουργός του ανθρώπου δεν έχει εγκαταλείψει τον άνθρωπο. Με πολλούς τρόπους ομιλεί ο Θεός στο πλάσμα Του. Δεν χρειάζεται να έχει την ιδική μας γλώσσα. Ωστόσο μας ομιλεί, αρκεί εμείς να έχουμε τη διάθεση, διάκριση και ετοιμότητα να Τον ακούμε και να εννοούμε τα θεία ουράνια μηνύματά Του.
Πώς λοιπόν ομιλεί ο Θεός;
Πρώτον, με τη φωνή της συνειδήσεως. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο, η φωνή της συνειδήσεως στο εσωτερικό του κάθε ανθρώπου. Συνείδησις είναι η ηθική δύναμις του νοερού της ψυχής η κρίνουσα τας πράξεις μας. Όλοι μας έχουμε πείρα της συνειδήσεως. Ακούμε συχνά τη φωνή: -Μην κάνεις αυτό. Κάνε εκείνο. Και συγχρόνως η φωνή αυτή της συνειδήσεως έρχεται ως φωνή ελεγκτική που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Αλλά και ως άγγελος Θεού μάς λέγει τη βουλή του Θεού.
Δεύτερον, μας ομιλεί ο Θεός με τους συνανθρώπους μας. Δια των ανθρώπων ομιλεί ο φιλάνθρωπος Θεός. Με τον άλλο συνάνθρωπο που είναι ο καθένας μας και εικόνα Θεού και τον έχουμε δίπλα μας στην ανθρώπινη κοινωνία. Πολλάκις και με απλούς, ταπεινούς ανθρώπους που ο Ύψιστος χρησιμοποιεί για την σωτηρία μας. Είναι οι άνθρωποι του Θεού.
Τρίτον, ο Θεός μάς ομιλεί με τους Αγίους Του. Αγίους που αναδεικνύει η θεία Χάρις σε κάθε εποχή. Οι άγιοι αναμεταδίδουν τη φωνή, τις θείες εντολές. Ο ενάρετος βίος τους, τα θαύματα, η ευωδία των λειψάνων τους, η παρουσία τους όλα αυτά αποκαλύπτουν και δηλώνουν τη θεία φωνή.
Ένα τέταρτο σημείο εξαιρετικά σπουδαίο της φωνής του Θεού είναι η ύπαρξη της Αγίας Εκκλησίας. Ο Θεός ομιλεί δια της αγιαστικής χάριτος των ιερών Μυστηρίων τα οποία τελεσιουργούνται στην Κιβωτό της σωτηρίας, την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι θείον καθίδρυμα, την Οποία δεν θα πρέπει να τη θεωρούμε μοναχά ως μία διοικητική ανθρώπινη οργάνωση, αλλά πρωτίστως ως το σώμα του Χριστού, ως ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας, ως μία συνεχή Πεντηκοστή όπου το Άγιον Πνεύμα λαλεί και ενεργεί δια των κληρικών και Αυτό είναι η ζωογόνος πνοή της Εκκλησίας. Ο Θεός ομιλεί δια της Εκκλησίας «εις οικοδομήν σώματος» γι’ αυτό και οι πιστοί μέλη της Εκκλησίας δεν είναι ως εκκλησιαστική σύναξις ένα απλό άθροισμα ανθρώπων ή οπαδών μιας ιδεολογίας αλλά κοινωνία χάριτος Θεού.
Ακόμη ο Θεός μάς ομιλεί και μ’ όλα όσα συμβαίνουν στον μάταιο τούτο κόσμο. Μας ομιλεί ενίοτε και με τις ασθένειες, τις θλίψεις, τον πόνο, την αποτυχία, αλλά και με τις επιτυχίες και χαρές. Ομιλεί με πολλούς τρόπους. Και τέλος θα προσθέσουμε ότι μας ομιλεί και δια της σιωπής Του. Πρόκειται για τον αλάλητο λόγο του Θεού. Για τη μυστική αξία της σιωπής Του. Και η σιωπή διδάσκει και νουθετεί.
Όταν, λοιπόν, ο Θεός ομιλεί και μας καλεί και προσκαλεί οποία θα πρέπει να είναι η δική μας στάση ζωής; Η απάντηση η δική μας είναι το «Γενηθήτω το θέλημά Σου». Τότε είμεθα ελεύθεροι και απελεύθεροι από το στενό ορίζοντά μας, την προσήλωση μας στα φθαρτά και γήινα αντί των αφθάρτων και αιωνίων. Μη συνεπώς έχουμε κλειστά τα ώτα στη φωνή του Θεού. Στο «Είπεν ο Θεός», να απαντάμε «Λάλει Κύριε ότι ο δούλος Σου ακούει».
Αυτό σημαίνει συνεχή αίσθηση της παρουσίας του Θεού, μνήμη Θεού και εμπιστοσύνη σε Αυτόν. Εμπιστοσύνη είναι το μεγάλο κεφάλαιο της ανθρώπινης πορείας και προσωπικής ιστορίας. Όλοι μας γράφουμε ιστορία. Οποία όμως; Με το Θεό ή χωρίς το Θεό!
Αν είναι χωρίς τον Θεό υπακούοντας τυφλά στα κελεύσματα του νέου αθεϊσμού, τότε ισχύει και για μάς το «ήρξατο καταποντίζεσθαι» και το «άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιώθη αυτοίς» και το «ο άπιστος εις θάλασσαν αλίμενον πλανάται διηνεκώς».
Με το Θεό διέρχεσαι από την αλογία και απανθρωπιά στη θεϊκή εμπειρία, στη θεογνωσία, στην άλλη γνώση και γεύση. Γιατί ο Θεός δεν αποδεικνύεται. Βιώνεται. Και όλοι μας έχουμε άμεση ανάγκη από θεϊκό βίωμα, από χάρη Θεού, από πίστη, η οποία μιλά άφωνα και τα άφατα μυστήρια του Θεού στη ζωή μας.
Και θα πρέπει να το υπογραμμίσουμε και τούτο, γενικότερα, ότι ο ελληνικός λαός στο βάθος είναι πιστός και ευλαβής. Ξέρει. Δεν υιοθετεί κανένα ιδεολόγημα του νέου αθεϊσμού. Είναι το παρήγορο και ελπιδοφόρο σημείο για τον τόπο μας.
Αγαπητοί μου,
Ο τίτλος της παρούσης ομιλίας ήταν: «Με το Θεό ή χωρίς το Θεό»; Εμείς λέμε: Με το Θεό.
Πηγή: Εφημερίδα “Εκκλησιολόγος”