Η Φυγή
27 Μαρτίου 2011
«Τ άλογο! τ άλογο! Ομέρ Βριόνη,
τό Σούλι εχούμησε και μάς πλακώνει.
Τ άλογο! τ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μάς φοβερίζουν.
»Για ιδές, σά δαίμονες μάς πελεκάνε!
Κάτου απ το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια
κυλάνε ανάκατα σαν να ν λιθάρια.
»Τ άλογο! τ άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Ανοιξ η κόλαση και μου ξερνάει
τόν μαύρον κόσμο της για να με φάει.
»Βριόνη, πρόφθασε· ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τ άλογο!… Γνώρισα τη φουστανέλα
τού εχθρού μου τ άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.
»Δεν τόνε βλέπετε, σά Χάρος φθάνει
ψηλ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νιώθω το χέρι του μές στην καρδιά,
πού πάει σπαράζοντας τα σωθικά.
»Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σά σίφουνας θα καταπιεί.
Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
»Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
Νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,
πόρχετ επάνω μου σά να ναι φιό.
»Τ άλογο! τ άλογο, Ομέρ Βριόνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει…
Αστρα, λυτρώστε με· αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι.»
Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λέν Βοριά.
Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.
Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Τ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθ η χήτη του, ολόρθ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.
Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γή…
Κρίμα πού το θελαν για τη φυγή!…
Ο Λάμπρος το βλεπε κι από τη ζήλεια
κρυφ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:
«Ατι περήφανο, να σ είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπώ».
Ωστόσ ο Αλήπασας, από τον τρόμο,
τά χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο…
Σά βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,
τό άτι χάθηκε με τον Αλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα·
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.
Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια·
αφρούς σά θάλασσα τ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.
Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μές στο λαγκάδι·
όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση του στάζει.
Τ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τά πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,
καί κειός τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τά μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πώς είν κρυμμένα
σπαθιά πού λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Μακριά τα γένια του, άσπρα σά χιόνι,
τά παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λές και τον έχουνε για πινιμό.
Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τή νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
καί δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά πού ασπρίζουνε στην κορυφή των,
έτσι και τ άλογο κείνο το βράδυ
σάν κύμα διάβαινε μές στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τ Αλήπασα τα γένια αφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κ εδείλιασε το μαύρο τ άτι,
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του·
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!
Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.
Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γή.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.
K εκεί πού τ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Τ αυτιά του ετέντωσε ν ακουρμαστεί.
Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
καί αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Τ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,
καί δεν τον άφηνε καλά ν ακούσει
αν κείν οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Αφριασ ο Αλήπασας, καίετ , ανάφτει,
τά βόλια τόφτεψε μές στο ριζαύτι.
Τ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό
καί μ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμειν επάνω του θολό, σβημένο.
Ακούει πατήματα, φωνές πολλές…
Αχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ άλογο για μετερίζι.
Γιομίζει τ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει πού φώναζαν «Βιζίρη Αλή».
K εκείνος έλιωνε σαν το κερί.
Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούετ ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει:
«Βοήθα με,» φώναξε, «Ομέρ Βριόνη!»
Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
τού Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.